κάθομαι Verb (327) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich möchte nicht neben Faschisten sitzen. | Σε ό,τι με αφορά προσωπικά, δεν μου αρέσει να κάθομαι δίπλα σε φασίστες. Übersetzung bestätigt |
Herr Präsident! Ich habe heute Morgen die große Ehre, neben meinem lieben Kollegen Daniel Hannan zu sitzen, dessen Rede vor einigen Wochen die Vermittlung von Informationen und politischen Vorstellungen revolutioniert hat und für die Zukunft verändern wird. | Κύριε Πρόεδρε, σήμερα το πρωί είχα το προνόμιο να κάθομαι δίπλα στον πολύ καλό συνάδελφο, κ. Daniel Hannan. " ομιλία που εκφώνησε πριν μερικές εβδομάδες αποτέλεσε επανάσταση για τη μετάδοση πληροφοριών και πολιτικής σκέψης και θα φέρει αλλαγές στο μέλλον. Übersetzung bestätigt |
Ich werde hier sitzen, wo ich jetzt sitze, weil ich möglichst in Ihrer Nähe sein will. | Θα κάθομαι εδώ που βρίσκομαι και τώρα, γιατί θέλω να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά σε όλους σας. Übersetzung bestätigt |
Das spricht mich eher an, als am Schreibtisch zu sitzen und auf einem Monitor jede Menge elektronischer Dokumente zu sehen. | Το προτιμώ σαφώς από το να κάθομαι πίσω από το γραφείο και να βλέπω σε μια οθόνη υπολογιστή διάφορα ηλεκτρονικά έγγραφα. Übersetzung bestätigt |
Ich freue mich auf den Tag, an dem ich neben Ihrer Leinwand sitzen und die Welt sehen kann, die wir schaffen können mit unseren neuen Werkzeugkästen und die Entdeckungen, die wir über uns selbst machen können. | Ανυπομονώ για τη μέρα που θα μπορώ να κάθομαι δίπλα σας, δίπλα στο καβαλέτο, και θα βλέπω τον κόσμο που μπορούμε να δημιουργήσουμε με τα νέα μας εργαλεία και τις ανακαλύψεις που μπορούμε να κάνουμε για τους εαυτούς μας. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
einsitzen |
(seine Strafe) abbrummen |
sitzen |
(eine Freiheitsstrafe) verbüßen |
(eine Strafe) absitzen |
im Gefängnis stecken |
gesiebte Luft atmen |
(seine Jahre im Knast) abreißen |
Ähnliche Wörter |
---|
sitzen lassen |
sitzend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sitze | ||
du | sitzt | |||
er, sie, es | sitzt | |||
Präteritum | ich | saß | ||
Konjunktiv II | ich | säße | ||
Imperativ | Singular | sitz! | ||
Plural | sitzt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gesessen | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:sitzen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κάθομαι | καθόμαστε |
κάθεσαι | κάθεστε, καθόσαστε | ||
κάθεται | κάθονται | ||
Imper fekt | καθόμουν(α) | καθόμαστε, καθόμασταν | |
καθόσουν(α) | καθόσαστε, καθόσασταν | ||
καθόταν(ε) | κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν | ||
Aorist | έκατσα, κάθισα | κάτσαμε, καθίσαμε | |
έκατσες, κάθισες | κάτσατε, καθίστε | ||
έκατσε, κάθισε | έκατσαν, κάτσαν(ε), κάθισαν, καθίσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κάτσει έχω καθίσει είμαι καθισμένος, -η | έχουμε κάτσει έχουμε καθίσει είμαστε καθισμένοι, -ες | |
έχεις κάτσει έχεις καθίσει είσαι καθισμένος, -η | έχετε κάτσει έχετε καθίσει είστε καθισμένοι, -ες | ||
έχει κάτσει έχει καθίσει είναι καθισμένος, -η, -ο | έχουν κάτσει έχουν καθίσει είναι καθισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα κάτσει είχα καθίσει ήμουν καθισμένος, -η | είχαμε κάτσει είχαμε καθίσει ήμαστε καθισμένοι, -ες | |
είχες κάτσει είχες καθίσει ήσουν καθισμένος, -η | είχατε κάτσει είχατε καθίσει ήσαστε καθισμένοι, -ες | ||
είχε κάτσει είχε καθίσει ήταν καθισμένος, -η, -ο | είχαν κάτσει είχαν καθίσει ήταν καθισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κάθομαι | θα καθόμαστε | |
θα κάθεσαι | θα κάθεστε, θα καθόσαστε | ||
θα κάθεται | θα κάθονται | ||
Fut ur | θα κάτσω, θα καθίσω | θα κάτσουμε, θα καθίσουμε | |
θα κάτσεις, θα καθίσεις | θα κάτσετε, θα καθίσετε | ||
θα κάτσει, θα καθίσει | θα κάτσουν(ε), θα καθίσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κάτσει θα έχω καθίσει θα είμαι καθισμένος, -η | θα έχουμε κάτσει θα έχουμε καθίσει θα είμαστε καθισμένοι, -ες | |
θα έχεις κάτσει θα έχεις καθίσει θα είσαι καθισμένος, -η | θα έχετε κάτσει θα έχετε καθίσει θα είστε καθισμένοι, -ες | ||
θα έχει κάτσει θα έχει καθίσει θα είναι καθισμένος, -η | θα έχουν κάτσει θα έχουν καθίσει θα είναι καθισμένοι, -ες | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κάθομαι | να καθόμαστε |
να κάθεσαι | να κάθεστε, να καθόσαστε | ||
να κάθεται | να κάθονται | ||
Aorist | να κάτσω, να καθίσω | να κάτσουμε, να καθίσουμε | |
να κάτσεις, να καθίσεις | να κάτσετε, να καθίσετε | ||
να κάτσει, να καθίσει | να κάτσουν(ε), να καθίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω κάτσει να έχω καθίσει να είμαι καθισμένος, -η | να έχουμε κάτσει να έχουμε καθίσει να είμαστε καθισμένοι, -ες | |
να έχεις κάτσει να έχεις καθίσει να είσαι καθισμένος, -η | να έχετε κάτσει να έχετε καθίσει να είστε καθισμένοι, -ες | ||
να έχει κάτσει να έχει καθίσει να είναι καθισμένος, -η, -ο | να έχουν κάτσει να έχουν καθίσει να είναι καθισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | κάθεστε | |
Aorist | sikono#sikose">κάτσε, κάθισε | κάτσετε, καθίστε | |
Part izip | Pres | καθόμενος | |
Perf | καθισμένος, -η, -ο | καθισμένοι, -ες, -α | |
Infin | Aorist | κάτσει, καθίσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.