ποτέ altgriechisch
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εντούτοις η δύναμή τους φθίνει και δεν θα τους επιτραπεί ποτέ να έχουν τον βαθμό του έλεγχο που αναπολούν. | Aber ihre Macht schwindet, und es wird ihnen niemals jener Grad an Kotrollherrschaft erlaubt sein, den sie anstreben. Übersetzung nicht bestätigt |
Οι πληροφορίες των αρχείων καταγραφής δεν θα πωλούνται ποτέ σε άλλους και οι προγραμματιστές λογισμικού δεν θα γνωρίζουν ποτέ τις πληροφορίες των χρηστών. | Die Protokollinformationen werden niemals an Dritte verkauft und die Softwareentwickler werden die Informationen der Benutzer niemals kennen. Übersetzung nicht bestätigt |
Ούτε ποτέ η ανατροπή μιας κυβέρνησης έβαλε τέλος σε αυτούς τους πολέμους. | Und niemals hat der Sturz einer Regierung dem Krieg ein Ende gesetzt. Übersetzung nicht bestätigt |
Σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία, ο Μπιορν δεν δικαιούται παροχές ανεργίας στο Βέλγιο, διότι δεν εργάστηκε ποτέ εκεί. | Nach belgischem Recht hatte Björn in Belgien keinen Anspruch auf Einkommensunterstützung, da er niemals dort gearbeitet hat. Übersetzung nicht bestätigt |
Με αυτό το σύστημα συναγερμού μπορειτε να είστε σίγουροι ότι δεν θα ξεχάσετε ποτέ ή χάσετε σημαντικά πράγματα για σας.Το σύστημα είναι ασύρματο πομπό και δέκτη. | Mit dieser Alarmanlage können Sie versichert sein, dass Sie niemals etwas liegenlassen oder wichtige Sachen verlieren.Das System besteht aus einem drahtlosem Sender und Empfänger. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
ποτές |
ποτενσιόμετρο |
Noch keine Grammatik zu ποτέ.
πότε [póte] επίρρ. : I. χρονικό ερωτηματικό, με το οποίο ο ομιλητής θέλει να πληροφορηθεί ποια χρονική στιγμή (ώρα, μέρα, χρονιά κτλ.) θα συμβεί κτ.· εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις: ποτέ θα σε ξανα δούμε; ποτέ θα γυρίσετε; ποτέ πήγες; Δεν ξέρω ποτέ έφυγε. ποτέ με το καλό οι γάμοι; Ως ποτέ θα μείνεις; Aπό ποτέ είσαι εδώ; (έκφρ.) αμήν* και ποτέ. || για δυσάρεστη αλλαγή στη συμπεριφορά κάποιου: Aπό ποτέ μας έγινες ακατάδεχτη; Aπό ποτέ δε μας μιλάς; || για ποτέ, για να δηλώσει ξαφνική, βιαστική ενέργεια, κίνηση κτλ.: Για ποτέ έφυγε, κανένας δεν κατάλαβε. II1. επαναλαμβανόμενο μπροστά από δύο συνεχόμενες προτάσεις ή δύο ισοδύναμους όρους μιας πρότασης με συνήθ. διαφορετικό ή αντίθετο περιεχόμενο, για να δηλώσει τη συχνή εναλλαγή τους· άλλοτε και άλλοτε, μια και μια: ποτέ πηγαί νει στο γραφείο και ποτέ κάθεται σπίτι. ποτέ είναι ευγενικός και ήρεμος και ποτέ αγενής και οξύθυμος. Έστριβε ποτέ αριστερά και ποτέ δεξιά. ποτέ το ένα ποτέ το άλλο, δεν άδειασα να σου τηλεφωνήσω. ποτέ με το καλό ποτέ με το ζόρι. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.