κάρτα italienisch carta lateinisch charta altgriechisch χάρτης (αντιδάνειο)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σημείωση:Εάν μία "προσωπική έξυπνη κάρτα" έχει πολλαπλές λειτουργίες, η κατάσταση ελέγχου κάθε λειτουργίας αξιολογείται χώρια. | Anmerkung:Falls eine „personenbezogene Mikroprozessor-Karte“ über verschiedene Funktionen verfügt, ist jede einzelne Funktion hinsichtlich der Erfassung zu prüfen. Übersetzung bestätigt |
"Προσωπικές έξυπνες κάρτες" που έχουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα: | „personenbezogene Mikroprozessor-Karten“ (personalised smart cards) mit einer der folgenden Eigenschaften: Übersetzung bestätigt |
Οι εικόνες μεταφέρονται στην εσωτερική μνήμη της συσκευής από συμβατή συσκευή (όπως κινητό τηλέφωνο, αυτόματη μηχανή επεξεργασίας πληροφοριών ή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή) μέσω υπέρυθρου σήματος ή με κάρτα SIM μέσω της υπηρεσίας μηνυμάτων πολυμέσων (MMS). | Die Bilder werden mittels einer kompatiblen Vorrichtung (z. B. einem Mobiltelefon, einer automatischen Datenverarbeitungsmaschine oder einem digitalen Fotoapparat) über ein Infrarotsignal oder mittels einer SIM-Karte durch MMS (Multimedia Messaging Service) in den internen Speicher des Geräts übertragen. Übersetzung bestätigt |
υποδοχή για κάρτα δομοστοιχείου ταυτότητας συνδρομητή (SIM), | einem Einsteckschlitz für eine SIM (Subscriber Identity Module)-Karte, Übersetzung bestätigt |
οι επιβάτες εφοδιάζονται με κάρτα ενημέρωσης σε θέματα ασφαλείας στην οποία παρέχονται εικονογραφημένες οδηγίες σχετικά με τη λειτουργία του εξοπλισμού έκτακτης ανάγκης και των εξόδων κινδύνου που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν από τους επιβάτες· | Den Fluggästen sind Karten mit Sicherheitshinweisen zur Verfügung zu stellen, die mit Hilfe von bildhaften Darstellungen die Bedienung der Notausrüstung und die von den Fluggästen zu benutzenden Notausgänge beschreiben. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Ansichtskarte | die Ansichtskarten |
Genitiv | der Ansichtskarte | der Ansichtskarten |
Dativ | der Ansichtskarte | den Ansichtskarten |
Akkusativ | die Ansichtskarte | die Ansichtskarten |
κάρτα η [kárta] : μικρό ορθογώνιο κομμάτι από σκληρό χαρτί ή από άλλο ανάλογο υλικό. 1α. δελτίο που εξυπηρετεί ανάγκες γραπτής επικοινωνίας: Xριστουγεννιάτικη / ευχετήρια κάρτα. Kάρτες με τοπία της Ελλάδας, καρτ ποστάλ. Tου έδωσα την κάρτα μου, επισκεπτήριο. β. δελτίο που βεβαιώνει κάποιο δικαίωμα του κατόχου: κάρτα εισόδου, σε κπ. χώρο. κάρτα απεριόριστων / πολλαπλών διαδρομών, σε μέσο συγκοινωνίας. Πιστωτική κάρτα, που χρησιμοποιείται αντί για ρευστό χρήμα. || δελτίο όπου σημειώνεται η ώρα προσέλευσης και αναχώρησης του εργαζομένου: Xτυπάω κάρτα, σε ειδικό μηχάνημα. ΦΡ χτυπάω* κάρτα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.