υπηρεσία altgriechisch ὑπηρεσία
Griechisch | Deutsch |
---|---|
σχετικά τη θέσπιση μέτρων που διευκολύνουν τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μέσω των «ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης» βάσει της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά | über Maßnahmen zur Erleichterung der Nutzung elektronischer Verfahren über „einheitliche Ansprechpartner“ gemäß der Richtlinie 2006/123/EG des Europäischen Parlaments und des Rates über Dienstleistungen im Binnenmarkt Übersetzung bestätigt |
Διορθωτικό στην απόφαση 2009/767/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση μέτρων που διευκολύνουν τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μέσω των «ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης» βάσει της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά | Berichtigung der Entscheidung 2009/767/EG der Kommission vom 16. Oktober 2009 über Maßnahmen zur Erleichterung der Nutzung elektronischer Verfahren über „einheitliche Ansprechpartner“ gemäß der Richtlinie 2006/123/EG des Europäischen Parlaments und des Rates über Dienstleistungen im Binnenmarkt Übersetzung bestätigt |
Αυτό επιτυγχάνεται καθιστώντας τις πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση των ηλεκτρονικών υπογραφών ευκολότερα διαθέσιμες σε αξιόπιστη μορφή, ιδίως τις πληροφορίες που αφορούν τους παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης, οι οποίοι εποπτεύονται/διαπιστεύονται σε ένα κράτος μέλος, καθώς και τις υπηρεσίες που παρέχουν. | Dies könnte dadurch erreicht werden, dass die Informationen, die zur Prüfung der elektronischen Signaturen notwendig sind, in vertrauenswürdiger Form leicht zugänglich gemacht werden, darunter insbesondere Informationen über die in einem Mitgliedstaat beaufsichtigten bzw. akkreditierten und die von ihnen angebotenen Dienstleistungen. Übersetzung bestätigt |
την οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά [1], και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 3, | gestützt auf die Richtlinie 2006/123/EG des Europäischen Parlaments und des Rates vom 12. Dezember 2006 über Dienstleistungen im Binnenmarkt [1], insbesondere auf Artikel 8 Absatz 3, Übersetzung bestätigt |
σχετικά με τη θέσπιση μέτρων που διευκολύνουν τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μέσω των «ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης» βάσει της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά | über Maßnahmen zur Erleichterung der Nutzung elektronischer Verfahren über „einheitliche Ansprechpartner“ gemäß der Richtlinie 2006/123/EG des Europäischen Parlaments und des Rates über Dienstleistungen im Binnenmarkt Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
υπηρεσιακός -ή -ό |
Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
υπηρεσία συντήρησης και καθαρισμού οδών |
υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών μετά την πώληση |
υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου |
Deutsche Synonyme |
---|
Amt |
Dienststelle |
Behörde |
Amtsstelle |
Dienstleistung |
Service |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Dienstleistung | die Dienstleistungen |
Genitiv | der Dienstleistung | der Dienstleistungen |
Dativ | der Dienstleistung | den Dienstleistungen |
Akkusativ | die Dienstleistung | die Dienstleistungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Dienststelle | die Dienststellen |
Genitiv | der Dienststelle | der Dienststellen |
Dativ | der Dienststelle | den Dienststellen |
Akkusativ | die Dienststelle | die Dienststellen |
υπηρεσία η [ipiresía] : 1α.η εργασία, η επαγγελματική δραστηριότη τα κάποιου, ειδικά στο δημόσιο τομέα: Aνέλαβα υπηρεσία. Aπαγορεύεται η απομάκρυνση από το γραφείο σε ώρα υπηρεσίας. Διατεταγμένη υπηρεσία. Xρόνος υπηρεσίας. Είμαι / έχω υπηρεσία, έχω σειρά στην εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, στην οποία γίνεται διαδοχική εναλλαγή προσώπων σε τακτά χρονικά διαστήματα. β. (κυρ. στρατ.) η ανάθεση της φύλαξης ή της εποπτείας ορισμένου χώρου: Ένοπλη / άοπλη υπηρεσία. Όργανα υπηρεσίας. Λοχίας υπηρεσίας. Aξιωματικός υπηρεσίας, αξιωματικός στον οποίο ανατίθεται η εποπτεία μιας στρατιωτικής μονάδας ή ενός αστυνομικού τμήματος για χρονικό διάστημα μιας μέρας και συγκεκριμένα για τις μη εργάσιμες ώρες. Kατάσταση υπηρεσιών του 1ου λόχου. Έλεγχος υπηρεσιών. || (προφ.): Πώς σας πάει η υπηρεσία (στη μονάδα);, μεταξύ στρατιωτών, κάθε πότε έρχεται η σειρά σου να εκτελέσεις ορισμένη υπηρεσία; γ. ο χώρος στον οποίο εργάζεται κάποιος: Tα πρωινά βρίσκεται πάντα στην υπηρεσία του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.