ομάδα (λόγιο) altgriechisch ὁμάς von αιτιστική -άδα altgriechisch ὁμός
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η τεχνολογική ουδετερότητα και η ουδετερότητα ως προς την υπηρεσία συνιστούν δηλωμένους στόχους πολιτικής των κρατών μελών που έχουν περιγραφεί στη γνώμη σχετικά με την WAPECS που εξέδωσε στις 23 Νοεμβρίου 2005 η ομάδα πολιτικής για το ραδιοφάσμα (εφεξής «RSPG») με σκοπό να επιτευχθεί περισσότερο ευέλικτη αξιοποίηση του ραδιοφάσματος. | Technologieneutralität und Dienstneutralität sind politische Ziele, die von den Mitgliedstaaten im Rahmen der Gruppe für Frequenzpolitik (RSPG) in der WAPECS-Stellungnahme vom 23. November 2005 unterstützt wurden, um eine flexiblere Frequenznutzung zu erreichen. Übersetzung bestätigt |
Η σημασία των εν λόγω μεταρρυθμίσεων υπογραμμίσθηκε στην έκθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για τη χρηματοοικονομική εποπτεία της οποίας προεδρεύει ο Jacques de Larosière (ομάδα εργασίας Larosière) της 25ης Φεβρουαρίου 2009, στην από 4ης Μαρτίου 2009 ανακοίνωση της Επιτροπής για το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» και από την Ομάδα των Είκοσι (G20) που συνεδρίασε στις 2 Απριλίου 2009. | Die Bedeutung dieser Reformen wurde im Bericht der Hochrangigen Gruppe zur Finanzaufsicht unter dem Vorsitz von Jacques de Larosière (de Larosière-Gruppe) vom 25. Februar 2009, in der Mitteilung der Kommission für die Frühjahrstagung des Europäischen Rates vom 4. März 2009 mit dem Titel „Impulse für den Aufschwung in Europa“ und auf dem Treffen der Gruppe der Zwanzig (G20) vom 2. April 2009 hervorgehoben. Übersetzung bestätigt |
Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά ότι η επένδυση στο αθλητικό κέντρο Ahoy αποβλέπει στη διατήρηση του πολυλειτουργικού χαρακτήρα του συγκροτήματος και με αυτό τον τρόπο στη στήριξη διαφόρων ειδών δραστηριοτήτων, χωρίς ωστόσο να αποφέρει πλεονεκτήματα για συγκεκριμένη επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων ή για συγκεκριμένη δραστηριότητα. | In diesem Zusammenhang stellt die Kommission fest, dass die Investition in den Ahoy’-Sportpalast darauf abzielt, den multifunktionalen Charakter des Komplexes zu erhalten; dabei werden verschiedene Arten von Veranstaltungen gefördert, ohne dass jedoch bestimmte (Gruppen von) Unternehmen oder bestimmte Wirtschaftstätigkeiten davon profitierten. Übersetzung bestätigt |
Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή προέβη σε μια αρχική διαπίστωση, με βάση τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της, ότι κανένα επιλεκτικό πλεονέκτημα δεν θα προκύψει για συγκεκριμένη επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων ή για συγκεκριμένη δραστηριότητα, δεδομένου του πολυλειτουργικού χαρακτήρα του συγκροτήματος και των υποχρεώσεων που είχαν επιβληθεί στον φορέα εκμετάλλευσης στη μισθωτήρια σύμβαση σχετικά με τη διατήρηση και την προαγωγή της πολυλειτουργικότητας. | In der Entscheidung zur Einleitung des Verfahrens schloss die Kommission — angesichts des polyvalenten Konzepts des Komplexes und der dem Betreiber im Mietvertrag festgelegten Auflagen bezüglich der Erhaltung und Förderung des multifunktionalen Charakters des Komplexes — auf der Grundlage der verfügbaren Informationen zunächst aus, dass einem bestimmten Unternehmen (bzw. bestimmten Gruppen von Unternehmen) oder bestimmten Wirtschaftszweigen ein selektiver Vorteil verschafft wird. Übersetzung bestätigt |
Τα έξοδα συνεδριάσεων επιστρέφονται εντός των ορίων του ετήσιου προϋπολογισμού που διατίθεται στην ομάδα από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. | Aufwendungen für die Arbeitssitzungen werden im Rahmen der Grenzen des jährlichen Budgets, welches der Gruppe durch die zuständigen Kommissionsstellen zugewiesen wird, erstattet. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Mannschaft | die Mannschaften |
Genitiv | der Mannschaft | der Mannschaften |
Dativ | der Mannschaft | den Mannschaften |
Akkusativ | die Mannschaft | die Mannschaften |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Gemeinschaft | die Gemeinschaften |
Genitiv | der Gemeinschaft | der Gemeinschaften |
Dativ | der Gemeinschaft | den Gemeinschaften |
Akkusativ | die Gemeinschaft | die Gemeinschaften |
ομάδα η [omáδa] : 1. σύνολο προσώπων, συχνά λίγων σε αριθμό, τα οποία: α. βρίσκονται στον ίδιο χώρο: Οι άνθρωποι σχημάτιζαν ομάδες και σχολίαζαν το γεγονός. ομάδα πέντε ατόμων. Tο άτομο και η ομάδα στην κοινωνία. H ψυχολογία της ομάδας. β. έχουν κοινά γνωρίσματα ή κοινούς σκοπούς: Mία ομάδα προσκόπων / κατασκηνωτών. Kοινωνικές τάξεις, στρώματα και ομάδες. Mία ομάδα κοινωνικής / πολιτικής πίεσης. ομάδα κρού σης. H ηγετική ομάδα μιας οργάνωσης. H κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, οι βουλευτές του. ομάδα διάσωσης. ομάδα εργασίας, για εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας. H ομάδα του λεξικού. (έκφρ.) ομάδα υψηλού κινδύνου*. || (στρατ.) ομάδα αναγνώρισης / κρούσεως / στρατιών. ομάδα μάχης, η μικρότερη μονάδα του στρατού, ιδίως του πεζικού. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.