Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καινούργιος

καινούργιος mittelgriechisch καινούργιος / καινούριος Koine-Griechisch καινούργιος altgriechisch καινουργής καινός + ἔργον


εργόχειρο

εργόχειρο mittelgriechisch εργόχειρο Koine-Griechisch ἐργόχειρον altgriechisch ἔργον + χείρ


βαρέλι

βαρέλι mittelgriechisch βαρέλι βαρίλιο / βαρίλλιο italienisch barile φραγκικά *baril / *beril πρωτογερμανικά *barilaz indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer- / *bʰrē- (μεταφέρω)


αδυνατίζω

αδυνατίζω mittelgriechisch αδύνατος + -ίζω


αχλάδα

αχλάδα mittelgriechisch αχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


ξόρκι

ξόρκι mittelgriechisch ξόρκι εξόρκιν εξορκίζω (αναδρομικός σχηματισμός)


νοικοκυριό

νοικοκυριό mittelgriechisch νοικοκυριό νοικοκυρεύω νοικοκύρης


μαλάκας

μαλάκας mittelgriechisch μαλάκα (θηλυκό (μαλάκυνση) + -ας Koine-Griechisch μαλακός (παθητικός ομοφυλόφιλος) με αναδρομικό σχηματισμό von μαλακία[1] altgriechisch μαλακός proto-indogermanisch *mlakos


κέλλα

κέλλα mittelgriechisch κέλλα Koine-Griechisch lateinisch cella


καπετάν

καπετάν mittelgriechisch καπετάνος, καπετάνιος venezianisch capetano, capetanio (italienisch capitano) με εξασθένιση της λέξης.[1].


αμπέλι

αμπέλι mittelgriechisch altgriechisch ἀμπέλιον, υποκοριστικό του ἄμπελος


παπουτσής

παπουτσής mittelgriechisch παπουτσής παπούτσι + -ής


παπαγάλος

παπαγάλος italienisch pappagallo mittelgriechisch παπαγᾶς (αντιδάνειο) arabisch ببغاء (babagha) Onomatopoetikum


στιχουργός

στιχουργός mittelgriechisch στιχουργός altgriechisch στίχος + ἔργον


πεζοδρόμος

πεζοδρόμος mittelgriechisch πεζοδρόμος altgriechisch πεζός πεζο- + -δρόμος


πατάρι

πατάρι mittelgriechisch *πατάριον, υποκοριστικό von altgriechisch πάτος


αχλάδι

αχλάδι mittelgriechisch ἀχλάδιον ἀχλάδα Koine-Griechisch ἀχλάς altgriechisch ἀχράς


πάστρα

πάστρα mittelgriechisch πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


κατεδάφιση

κατεδάφιση mittelgriechisch κατεδάφισ(ις) ("κατακρήμνιση")[1] + -ση


γροθιά

γροθιά mittelgriechisch γρόθος altgriechisch γρόνθος


ψείρα

ψείρα mittelgriechisch ψείρα Koine-Griechisch φθείρ (θηλυκό· στην αιτιατική φθεῖρα) altgriechisch φθείρ (Maskulinum)


τέντωμα

τέντωμα τεντώνω + -μα mittelgriechisch τεντώνω τέντα lateinisch tenta, Femininum von tentus tendo proto-italienisch *tendō proto-indogermanisch *ten- (τείνω)


ματσούκα

ματσούκα mittelgriechisch ματσούκιον βυζαντινός τύπος ματζούκα μάλλον lateinisch mazzoca


βήχας

βήχας mittelgriechisch βήχας altgriechisch βήξ (Genitiv βηχός) βήσσω / βήττω (Ίσως το ρήμα βήττω είναι παράγωγο του ουσιαστικού βήξ)


καπηλειό

καπηλειό mittelgriechisch καπηλειό altgriechisch καπηλεῖον καπηλεύω κάπηλος


συρτάρι

συρτάρι mittelgriechisch συρτάριον altgriechisch συρτός σύρω


γαμπρός

γαμπρός mittelgriechisch γαμπρός altgriechisch γαμβρός γαμέω (συγγένεια από γάμο ή ερωτική σχέση)


λαμπερός

λαμπερός mittelgriechisch λαμπερός λάμπ(ω) + -ερός. Διαφορετικό το αρχαίο λαμπηρός (γλιτισασμένος)[1] siehe auch λαμπρός


γόβα

γόβα mittelgriechisch γόβα πιθανόν venezianisch goba ιταλικά gobba lateinisch *gŭbbus / gibbus indoeuropäisch (Wurzel) *ḱewb-


προμηθευτής

προμηθευτής mittelgriechisch προμηθευτής προμηθεύω Koine-Griechisch προμηθεύομαι altgriechisch προμηθής / προμηθεύς προμανθάνω πρό + μανθάνω ((Lehnbedeutung) französisch pourvoyeur)


κελί

κελί mittelgriechisch κελί, κελλίν Koine-Griechisch κελλίον, υποκοριστικό του κέλλα lateinisch cella proto-indogermanisch *ḱelnā *ḱel- (καλύπτω) + -nā


πυροφάνι

πυροφάνι mittelgriechisch πυροφάνι altgriechisch πῦρ + -ο- + φανός + -ι


μάστορας

μάστορας mittelgriechisch μάστορας *μαΐστορας *μαγίστορας Koine-Griechisch μαγίστωρ lateinisch magister[1]


μαντάτο

μαντάτο mittelgriechisch μαντᾶτον spätgriechisch μανδᾶτον lateinisch mandatum (la)


κληρωτίδα

κληρωτίδα mittelgriechisch κληρωτίς altgriechisch κληρωτρίς κληρόω / κληρῶ κλῆρος indoeuropäisch (Wurzel) *kald-, *klād- *kola-, *klā- (χτυπώ, καταστρέφω, σκοτώνω)


καν

καν mittelgriechisch καν altgriechisch κἄν καί ἄν (ακόμα και)


σκατό

σκατό mittelgriechisch σκατόν altgriechisch σκῶρ (Genitiv: του σκατός)


ζήλια

ζήλια mittelgriechisch ζήλεια / ζηλεία / ζηλία altgriechisch ζηλόω / ζηλῶ [1] ζῆλος proto-indogermanisch *yeh₂-


βράχος

βράχος mittelgriechisch βράχος (Maskulinum) Koine-Griechisch βράχος (τὸ βράχος) (Neutrum) (που μεταπλάστηκε σε αρσενικό με μεγεθυντική σημασία) altgriechisch βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) altgriechisch βραχύς [1] Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές


κουνουπίδι

κουνουπίδι mittelgriechisch κουνουπίδιν Koine-Griechisch κάνωπον


φράουλα

φράουλα mittelgriechisch φράγουλα italienisch fragola


καλαμάρι

καλαμάρι mittelgriechisch καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον lateinisch (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) Koine-Griechisch καλαμάριον altgriechisch κάλαμος indoeuropäisch (Wurzel) *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο welches περιέχει πένες από καλάμι


έλα

έλα mittelgriechisch, έλα, προστακτική des altgriechischen ρήματος ἐλαύνω, "οδηγώ άρμα" (ίσως από κραυγή στον ιππόδρομο)


στεριά

στεριά mittelgriechisch στεριά στερεά


μαρκήσιος

μαρκήσιος mittelgriechisch μαρκήσιος mittellateinisch marchensis althochdeutsch marcha (σύνορο)


τσεκούρι

τσεκούρι mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)


Άγγλος

Άγγλος mittelgriechisch Άγγλος Αγγλία spätlateinisch Anglia Angli Anglus proto-deutsch *angulō / *angô (αγκίστρι) proto-indogermanisch *h₂énk-ō *h₂enk- (καμπή, καμπύλη, λύγισμα)


ντρέπομαι

ντρέπομαι mittelgriechisch ἐντρέπομαι Koine-Griechisch ἐντρέπομαι, μέση φωνή des altgriechischen ἐντρέπω


κλεψιά

κλεψιά mittelgriechisch κλεψία altgriechisch ἔκλεψα αόρ. του κλέπτω


γέρος

γέρος mittelgriechisch γέρος altgriechisch γέρων


άλεσμα

άλεσμα mittelgriechisch λέξη ἄλεσμα αρχαιοελληνική ἄλεσις


μίλι

μίλι mittelgriechisch μίλι(ν) / μίλιον Koine-Griechisch μίλιον lateinisch milia passus[1]


κουδούνι

κουδούνι mittelgriechisch κουδούνι(ν) κωδώνιον υποκοριστικό για την altgriechisch κώδων[1]


καπετάνιος

καπετάνιος mittelgriechisch καπετάνιος / καπετάνος venezianisch capetanio / capetano mittellateinisch capitaneus ("επικεφαλής") lateinisch caput ("κεφάλι"). Παρετυμολογήθηκε προς τις λέξεις κατά + επάνω von νεότερο όρο κατεπάνω για το βυζαντινό τίτλο του καπετάνιου (δείτε κατεπανίκιον και το μεσαιωνικό επίρρημα κατεπάνω)[1] Επίσης δείτε καπετάν.


μανουάλι

μανουάλι mittelgriechisch μανουάλι(ο)ν mittellateinisch (candelabrum) manuale (=κηροπήγιο φορητό)


επίτευγμα

επίτευγμα mittelgriechisch ἐπίτευγμα altgriechisch ἐπιτυγχάνω


διαμοιρασμός

διαμοιρασμός mittelgriechisch διαμοιρασμός διαμοιράζ(ω) + -μός


φθόριο

φθόριο (entlehnt aus) französisch phthore mittelgriechisch φθόριον altgriechisch φθορά φθείρω


πλώρη

πλώρη mittelgriechisch πλώρα altgriechisch πρῷρα


αλφαβήτα

αλφαβήτα mittelgriechisch ἀλφαβῆτα altgriechisch ἄλφα + βῆτα


σαΐτα

σαΐτα mittelgriechisch σαΐτα σαγίτα λατινικά sagitta


πρωτοτυπία

πρωτοτυπία mittelgriechisch πρωτοτυπία πρωτότυπος ((Lehnübersetzung) französisch originalité)


παρηγοριά

παρηγοριά mittelgriechisch παρηγοριά altgriechisch παρηγορία


γεφύρι

γεφύρι mittelgriechisch γεφύριον altgriechisch γέφυρα


ανήμερα

ανήμερα mittelgriechisch ανήμερα altgriechisch ἐν ἡμέρᾳ (εντός της ημέρας)


μαρούλι

μαρούλι mittelgriechisch μαρούλιν Koine-Griechisch μαρούλιον lateinisch *amarulus amarus


μανούρι

μανούρι ίσως από τη mittelgriechisch φράση μανός τυρός


σκελίδα

σκελίδα mittelgriechisch σκελίδα Koine-Griechisch σκελίς altgriechisch σχελίς


λιακάδα

λιακάδα λιακό + -άδα mittelgriechisch ἡλιακόν Koine-Griechisch ἡλιακός altgriechisch ἥλιος proto-griechisch *hāwélios indoeuropäisch (Wurzel) *sāwélios *sóh₂wl̥


κατώφλι

κατώφλι mittelgriechisch κατω.φλιν κατώφλιον altgriechisch κάτω + φλιά λόγ. κατώφλιον.


ελάφι

ελάφι mittelgriechisch ελάφι(ν) Koine-Griechisch ἐλάφιον altgriechisch ἔλαφος proto-griechisch *éləpʰos proto-indogermanisch *h₁éln̥bʰos *h₁el- (ελάφι)


σκέπη

σκέπη mittelgriechisch σκέπη


αλμύρα

αλμύρα mittelgriechisch ἁλμύρα altgriechisch ἁλμυρός ἅλμη ἅλς indoeuropäisch (Wurzel) *séh₂l-, *séh₂ls.


γλάρος

γλάρος mittelgriechisch γλάρος altgriechisch λάρος proto-indogermanisch *la-


βίδα

βίδα mittelgriechisch βίδα venezianisch vida[1] lateinisch vitis (κλήμα, αμπελόκλημα)


αμόρε

αμόρε mittelgriechisch αμόρε (αγάπη) italienisch amore lateinisch amor amo indoeuropäisch (Wurzel) *am-a- (μητέρα)


στουπί

στουπί mittelgriechisch στουπί Koine-Griechisch στουππίον altgriechisch στυππεῖον


πέρδικα

πέρδικα mittelgriechisch πέρδικα altgriechisch πέρδιξ πέρδομαι[1] ή vorhellenistisch[2]


ξύπνημα

ξύπνημα ξυπνώ + -μα mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


ψαράς

ψαράς mittelgriechisch ὀψαρᾶς ὀψάριον ὄψον


χωριάτης

χωριάτης mittelgriechisch χωριάτης χωριό altgriechisch χωρίον χῶρος proto-indogermanisch *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)


κοντολογίς

κοντολογίς mittelgriechisch κοντολογίς κοντόλογος κοντο- + λόγος + -ίς


βότσαλο

βότσαλο italienisch bozzolo mittelgriechisch βήσσαλον


αρχιπέλαγος

αρχιπέλαγος λόγιο (αντιδάνειο) italienisch arcipelago mittelgriechisch ἀρχιπέλαγος ("ανοιχτό πέλαγος") αρχι- + πέλαγος[1]


χάδι

χάδι χάιδι mittelgriechisch χάιδι ηχάδιον (=κανάκεμα, τραγούδι) ήχος + -άδιον


κούρα

κούρα mittelgriechisch κούρα italienisch cura lateinisch cura indoeuropäisch (Wurzel) *kʷeis- (προσέχω)


ζωγραφιά

ζωγραφιά mittelgriechisch ζωγραφιά / ζωγραφία altgriechisch ζωγραφία


μούρη

μούρη mittelgriechisch μούρη italienisch murri, Mehrzahl von murro (μουσούδι) (ιδιωματικό) δημώδης lateinisch *murrum (μουσούδα, ρύγχος)


μεθώ

μεθώ mittelgriechisch μεθώ altgriechisch μεθύω μέθυ indoeuropäisch (Wurzel) *médʰu (μέλι)


γούνα

γούνα mittelgriechisch γούνα spätlateinisch gunna


ξυπνώ

ξυπνώ mittelgriechisch ξυπνῶ Koine-Griechisch ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος


χτύπος

χτύπος mittelgriechisch χτύπος altgriechisch κτύπος


βάφω

βάφω mittelgriechisch βάφω altgriechisch βάπτω (βυθίζω κάτι σε μπογιά ώστε να πάρει αυτό το χρώμα) βάπτω (βυθίζω)


αλίμονο

αλίμονο mittelgriechisch αλίμονο(ν) αλί + μόνο(ν)


κερασιά

κερασιά mittelgriechisch κερασιά ή κερασά Koine-Griechisch κερασία altgriechisch κέρασ(ος) + -ία[1]


βρικόλακας

βρικόλακας mittelgriechisch βουρκόλακας βουλγαρική върколак (vărkolák) πρωτοslawisch *vьlkolakъ *vьlkъ (λύκος) + *lakъ (δέρμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


λιχουδιά

λιχουδιά λιχούδης + -ιά mittelgriechisch λιχούδης altgriechisch λείχω


χελιδόνι

χελιδόνι mittelgriechisch χελιδόνιον altgriechisch η χελιδών


χαντάκι

χαντάκι mittelgriechisch χαντάκιον arabisch خندق (khandaq, τάφρος) αρχαία persisch kandak


κόρδα

κόρδα mittelgriechisch κόρδα lateinisch chorda altgriechisch χορδή (δωρικός τύπος: χορδά) (αντιδάνειο)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback