συρτάρι mittelgriechisch συρτάριον altgriechisch συρτός σύρω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Άλλα μεταλλικά έπιπλα γραφείου > 80 cm, ντουλάπια με συρτάρια, ταξινομητές και χωρίσματα | Metallmöbel von der in Büros verwendeten Art, mit einer Höhe > 80 cm, Karteischränke und andere Schränke mit Schubladen Übersetzung bestätigt |
Τα υλικά στερέωσης, όπως βίδες και καρφιά, και οι μεταλλικοί μηχανισμοί για συρόμενες πόρτες και συρτάρια εξαιρούνται από τη συμμόρφωση με όλα τα κριτήρια που αφορούν τα υλικά. | Zubehör wie Schrauben und Nägel sowie Metallbeschläge für Schiebetüren und Schubladen müssen den genannten Materialkriterien nicht entsprechen. Übersetzung bestätigt |
Ντουλάπια με συρτάρια, ταξινομητές και χωρίσματα | Karteischränke und andere Schränke mit Schubladen Übersetzung bestätigt |
Το κουτί είναι κατασκευασμένο σαν μια συρταροθήκη με ένα μόνο συρτάρι το οποίο σύρεται έξω από το κουτί και είναι σχεδιασμένο κατά τρόπο που να εμφανίζεται η φιάλη όταν το κουτί είναι ανοιχτό. | Die Schachtel ist wie ein Kasten mit einer einzelnen Schublade aufgebaut, die aus der Schachtel herausgezogen wird und beim Öffnen der Schachtel eine Flasche sichtbar machen soll. Übersetzung bestätigt |
Το συρτάρι προορίζεται για την τοποθέτηση σ’ αυτό φιάλης οίνου συγκεκριμένων διαστάσεων. | Die Schublade ist zur Aufbewahrung einer Flasche Wein mit spezifischen Abmessungen bestimmt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
συρταριέρα |
Deutsche Synonyme |
---|
Schublade |
Schubfach |
Schubkasten |
Schoss (rhein.) |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Schublade | die Schubladen |
Genitiv | der Schublade | der Schubladen |
Dativ | der Schublade | den Schubladen |
Akkusativ | die Schublade | die Schubladen |
συρτάρι το [sirtári] : τετράγωνο ή ορθογώνιο, ξύλινο ή μεταλλικό κουτί, ανοιχτό στην επάνω πλευρά, που το βάθος του ποικίλλει και που τοποθετείται στο ανάλογο άνοιγμα ενός επίπλου, από όπου μπορεί να τραβηχτεί προς τα έξω γλιστρώντας επάνω στις κατάλληλες υποδοχές: Tο συρτάρι του γραφείου / της ντουλάπας / του κομοδίνου. Aνοίγω / κλείνω το συρτάρι. ΦΡ βάζω κτ. / μένει κτ. στο συρτάρι, για κτ. που μένει ξεχασμένο και αναξιοποίητο: Mελέτες που έμειναν χρόνια στο συρτάρι και ξαφνικά ήρθαν στην επιφάνεια. βγάζω κτ. από το συρτάρι, χρησιμοποιώ πάλι κτ. ή το επαναφέρω σε ισχύ ύστερα από μακροχρόνια αχρηστία.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.