ντρέπομαι Verb  [ntrepome, ntrepomai]

(4)
(0)

Etymologie zu ντρέπομαι

ντρέπομαι mittelgriechisch ἐντρέπομαι Koine-Griechisch ἐντρέπομαι, μέση φωνή des altgriechischen ἐντρέπω


GriechischDeutsch
Έξω από δω! Εγώ ντρέπομαι να την αποκαλέσω "λεσβία".Sie sollte sich schämen, sich selbst als Lesbe zu bezeichnen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, σωστά, κορίτσια;Und das ist nichts wofür man sich schämen müsste, stimmt´s, Schwestern? Spreche nie darüber.

Übersetzung nicht bestätigt

και εγώ είμαι Κλαρκ πια, κάτι για το οποίο μπορώ να ντρέπομαι.Dafür muss man sich schämen.

Übersetzung nicht bestätigt

"Γιατί να ντρέπομαι... δεν είναι αυτό μέρος του αυτο-μίσους που μου το καλλιέργησε η πατριαρχεία;""Warum sich schämen? Gehört das nicht mit zu dem Selbsthass, den mir das Patriarchat eingeimpft hat?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu ντρέπομαι


Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ντρέπομαιντρεπόμαστε
ντρέπεσαιντρέπεστε, ντρεπόσαστε
ντρέπεταιντρέπονται
Imper
fekt
ντρεπόμουν(α)ντρεπόμαστε, ντρεπόμασταν
ντρεπόσουν(α)ντρεπόσαστε, ντρεπόσασταν
ντρεπόταν(ε)ντρέπονταν, ντρεπόντανε, ντρεπόντουσαν
Aoristντράπηκαντραπήκαμε
ντράπηκεςντραπήκατε
ντράπηκεεντράπηκαν, ντραπήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ντραπείέχουμε ντραπεί
έχεις ντραπείέχετε ντραπεί
έχει ντραπείέχουν ντραπεί
Plu
per
fekt
είχα ντραπείείχαμε ντραπεί
είχες ντραπείείχατε ντραπεί
είχε ντραπείείχαν ντραπεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ντρέπομαιθα ντρεπόμαστε
θα ντρέπεσαιθα ντρέπεστε, θα ντρεπόσαστε
θα ντρέπεταιθα ντρέπονται
Fut
ur
θα ντραπώθα ντραπούμε
θα ντραπείςθα ντραπείτε
θα ντραπείθα ντραπούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ντραπείθα έχουμε ντραπεί
θα έχεις ντραπείθα έχετε ντραπεί
θα έχει ντραπείθα έχουν ντραπεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ντρέπομαινα ντρεπόμαστε
να ντρέπεσαινα ντρέπεστε, να ντρεπόσαστε
να ντρέπεταινα ντρέπονται
Aoristνα ντραπώνα ντραπούμε
να ντραπείςνα ντραπείτε
να ντραπείνα ντραπούν(ε)
Perfνα έχω ντραπείνα έχουμε ντραπεί
να έχεις ντραπείνα έχετε ντραπεί
να έχει ντραπείνα έχουν ντραπεί
Imper
ativ
Presντρέπεστε
Aoristντραπείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristντραπεί



Griechische Definition zu ντρέπομαι

ντρέπομαι [drépome] Ρ αόρ. ντράπηκα, απαρέμφ. ντραπεί : 1.αισθάνομαι συστολή και διστάζω να πω ή να κάνω κτ., γιατί φοβάμαι ότι οι άλλοι δε θα το επιδοκιμάσουν, ότι θα το θεωρήσουν ανόητο, γελοίο ή άπρε πο: H μαθήτρια ντρέπεται να μιλήσει μέσα στην τάξη. Mη με ντρέπεσαι, μίλησέ μου ελεύθερα. Nτράπηκε που την είδε γυμνή. Mην ντρέπεσαι να ζητήσεις κι άλλο φαγητό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback