Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischνεροχύτης mittelgriechisch νεροχύτης. Συγχρονικά αναλύεται σε νερο- + χυ- (χύνω) + -της[1]
λινός mittelgriechisch λινός altgriechisch λινοῦς
κούρεμα mittelgriechisch κούρευμα altgriechisch κουρά
χέλι mittelgriechisch χέλι altgriechisch ἐγχέλειον, υποκοριστικό του ἔγχελυς
εκνευρισμός mittelgriechisch ἐκνευρισμός ἐκνευρίζω
βαμβάκι mittelgriechisch βαμβάκιον altgriechisch βάμβαξ από Ασιατική λέξη, πιθανόν είτε την παλαιά αρμενική բամբոկ (bambok) είτε την παλαιο-ινδοϊρανική λέξη pambak, την πηγή της σύγχρονης persischς پانبا, και πιθανόν από Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει στρίβω ή γυρίζω.[1]
εξώστης mittelgriechisch ἐξώστης altgriechisch ἐξώστης ἐξωθέω / ἐξωθῶ (2: (Lehnbedeutung) italienisch balcone)
μαλακία mittelgriechisch μαλακία (παρόμοια σημασία) altgriechisch μαλακία
σίδερο mittelgriechisch σίδερον altgriechisch σίδηρος
νότα italienisch nota lateinisch nota απ' όπου και η mittelgriechisch νότα (σύμβολο)
υιοθέτηση mittelgriechisch υιοθέτησις Koine-Griechisch υἱοθετῶ altgriechisch υἱός + τίθημι
ονειρεύομαι mittelgriechisch ὀνειρεύομαι ὄνειρ(ο) + -εύομαι altgriechisch ὄνειρος ὄναρ
μαϊμού mittelgriechisch μαϊμού türkisch maymun arabisch ميمون (maymūn)
κάρβουνο mittelgriechisch κάρβουνον lateinisch carbo
αρκούδα mittelgriechisch ἀρκούδα
πιπέρι mittelgriechisch πιπέρι(ον), υποκοριστικό του πίπερι (Koine-Griechisch) altgriechisch πέπερι δάνειο αγνώστου ετύμου (πβ. σανσκριτικά पिप्पलि (sa) (pippali))
καλάμι mittelgriechisch καλάμι(ν) Koine-Griechisch καλάμιον altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)
κούραση mittelgriechisch κούραση κουράζω + -ση
γέροντας mittelgriechisch γέροντας αιτιατική γέροντα του altgriechisch γέρων.[1] siehe auch γέρος
άμμος mittelgriechisch ἄμμος altgriechisch ἄμμος[1] (ή ἄμαθος, συνώνυμα: ψάμμος και ψάμαθος)
αρρώστια mittelgriechisch ἀρρώστια altgriechisch ἀρρωστία
κλουβί mittelgriechisch κλουβί(ν) κλουβίον Koine-Griechisch κλωβίον altgriechisch κλωβός
υποκρισία mittelgriechisch υποκρισία altgriechisch ὑπόκρισις
τσεκουριά τσεκούρι + -ιά mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)
παλικάρι mittelgriechisch παλικάρι(ν) / παλλικάριον / παλληκάριν / παλληκάριον Koine-Griechisch παλλικάριον, υποκοριστικό του πάλληξ altgriechisch πάλλαξ
κουνέλι mittelgriechisch κουνέλι italienisch coniglio (διαλεκτικός τύπος: cunelo, πληθυντικός: cuneli) lateinisch cuniculus. Πιθανώς έχει αρχική ιβηρική[1] προέλευση (βασκικά: kuiuntxi)
ζωντανός mittelgriechisch ζωντανός altgriechisch ζῶ
θα mittelgriechisch θα θένα θέλει ἵνα Koine-Griechisch θέλω ἵνα
ξεχνώ ξεχνῶ mittelgriechisch ξεχάνω ξε + χάνω
σφυρί mittelgriechisch σφυρί Koine-Griechisch σφυρίον (υποκοριστικό του) altgriechisch σφῦρα
παγούρι mittelgriechisch , υποκοριστικό του πάγουρος (καβούρι), ίσως λόγω του σχήματος του δοχείου
μυρωδιά mittelgriechisch μυρωδιά / μυρωδία Koine-Griechisch μυρώδης altgriechisch μύρον
λεξιλόγιο mittelgriechisch λεξιλόγιον λέξη + λόγος + -ιον
χάνω κατά το σχήμα έφθασα-φθάνω, έπιασα-πιάνω mittelgriechisch χάνω μεσαιωνικά ελληνικά ἔχασα, ἐχάσα Koine-Griechisch αόριστος *ἐχάωσα (απαρέμφατο χαῶσαι) - *χαώνω του ρήματος χαόω - χαῶ χάος[1][2]
πάγωμα mittelgriechisch παγώνω παγόω πάγος
κορόνα mittelgriechisch κορόνα italienisch corona lateinisch corona altgriechisch κορώνη (αντιδάνειο) ((μουσική) (οικονομία) italienisch corona[1])
φίδι mittelgriechisch φίδιν Koine-Griechisch ὀφίδιον ὀφιίδιον υποκοριστικό του ὄφις + -ίδιον
κόψιμο mittelgriechisch κόψιμο κόβω
σβήνω mittelgriechisch σβήνω altgriechisch σβέννυμι. (Από τον αόριστο ἔσβην (γ' πληθυντικό: ἔσβησαν) σχηματίστηκε ο νέος αόριστος έσβησα και από αυτόν ο νέος ενεστώτας σβήνω.)
κουκούλα mittelgriechisch κουκούλα/ κουκούλλα spätlateinisch cuculla lateinisch cucullus proto-indogermanisch *kuH-l- *(s)kewH- (καλύπτω)
φαράγγι mittelgriechisch φαράγγιν *φαράγγιον altgriechisch φάραγξ
βούρκος mittelgriechisch βοῦρκος
ενασχόληση mittelgriechisch ἐνασχόλησις Koine-Griechisch ἐνασχολέομαι / ἐνασχολοῦμαι
ανέβασμα mittelgriechisch ἀνέβασμα (σκάλα)
ξίδι mittelgriechisch ξίδι οξίδιν Koine-Griechisch ὀξίδιον altgriechisch ὄξος
έξυπνος mittelgriechisch ἔξυπνος ἐξ + ὕπνος
δίχτυ mittelgriechisch δίκτυ altgriechisch δίκτυον
κρεμμύδι mittelgriechisch κρεμμύδιν Koine-Griechisch κρέμμυον altgriechisch κρόμμυον[1]
κόρφος mittelgriechisch κόρφος spätgriechisch *κόλφος altgriechisch κόλπος
μαχαιριά mittelgriechisch μαχαιρία
κυρός mittelgriechisch παραφθορά του κύριος
δεμάτι mittelgriechisch δεμάτι(ν) Koine-Griechisch δεμάτιον, υποκοριστικό του altgriechisch δέμα
καρύδι mittelgriechisch καρύδι(ν) altgriechisch καρύδιον, υποκοριστικό του κάρυον
κουφάρι mittelgriechisch κουφάρι / κουφάριν / κουφάριον altgriechisch κοῦφος
γουρούνι mittelgriechisch γουρούνι(ν), γουρούνιον *γρούνιν με ανάπτυξη [u], υποκοριστικού des altgriechischen *γρώνη (που υπάρχει στη λακωνική διάλεκτο, και στον πληθυντικό (Ησύχιος: γρωνάδες: θήλειαι σύες)[1]) που ίσως σχετίζεται με το ηχομιμητικό άκλιτο γρῦ για τη φωνή του χοίρου[2][3]
σκούφια mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja (κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō (κουκούλα, σκούφος)
καλαμπόκι mittelgriechisch καλαμπόκι albanisch kallamboq
περιέργεια mittelgriechisch περιέργεια altgriechisch περιεργία περίεργος περί + ἔργον
κλαρί mittelgriechisch κλαρίν Koine-Griechisch κλάριον / κλάριοι *κλαδάριον altgriechisch κλάδος
ρήγας mittelgriechisch ρήγας Koine-Griechisch ῥήξ lateinisch rex (τίτλος του βασιλιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας)
παραδίδω mittelgriechisch παραδίδω altgriechisch παραδίδωμι παρά + δίδωμι
φροντίζω Katharevousa με την έννοια της δημοτικής mittelgriechisch φροντίζω (σκέφομαι, μεριμνώ, μηχανεύομαι τρόπους) και περιφροντίζω altgriechisch φροντίζω φροντίς
μυλωνάς mittelgriechisch μυλωνᾶς altgriechisch μυλών (μύλος) + -ᾶς
νιάτα mittelgriechisch τα νεάτα τα νεότα altgriechisch νεότης
νεράιδα mittelgriechisch νεράιδα / ἀναράδα / ἀνεράιδα / νεράδα altgriechisch Νηρηΐς (αιτιατική: Νηρηΐδα με τροπή του /i/ > /e/ πριν από /r/), κόρη του Νηρέα [1][2]
στάχτη mittelgriechisch στάκτη Koine-Griechisch στακτή (κονία) altgriechisch στακτός στάζω proto-indogermanisch *stag- (στάζω)
ορείχαλκος mittelgriechisch ορείχαλκος
λιοντάρι mittelgriechisch λιοντάρι(ν) λεοντάριν Koine-Griechisch λεοντάριον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης λέων
στανιό mittelgriechisch στανιό (άγνωστης ετυμολογίας). Οι υποθέσεις περιλαμβάνουν
λούλουδο mittelgriechisch λούλουδον λουλούδι albanisch lule + -ούδι παλαιοαλβανικά *lulā κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) altägyptisch (ḥrrt)
βίτσιο mittelgriechisch βίτσιον italienisch vizio lateinisch vitium *wi-tio- *wei (ενοχή, παράπτωμα)
τσίπουρο mittelgriechisch τσίπουρον τουρκοταταρική sepre ή türkisch cibre· έχει προταθεί altgriechisch σίκερα εβραϊκά šēkār
φταίω mittelgriechisch φταίω altgriechisch πταίω
πιλότος italienisch piloto, παλαιότερα pedotto mittelgriechisch πηδώτης (αντιδάνειο) altgriechisch πηδ(όν) + -ώτης indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds
λουλάκι mittelgriechisch λουλάκιν arabisch ليلك (līlak)
ζυγαριά mittelgriechisch ζυγαρέα altgriechisch ζυγός
αδερφός mittelgriechisch ἀδερφός altgriechisch ἀδελφός
αλφαβητάριο mittelgriechisch αλφαβητάριν / αλφαβητάριον Koine-Griechisch ἀλφάβητος
απόφοιτος mittelgriechisch ἀπόφοιτος altgriechisch ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ φοιτάω / φοιτῶ
αγελάδα Koine-Griechisch ή mittelgriechisch ἀγελάς ἀγελαία (που ζει σε αγέλη) βοῦς (βόδι)
μανίκι mittelgriechisch μανίκιον (υποκοριστικό του ιταλικού manica) lateinisch manus
αρματωσιά mittelgriechisch αρματωσιά αρματωσία αρματώνω άρμα lateinisch arma indoeuropäisch (Wurzel) *h₂(e)rmos *h₂er- (ἀραρίσκω)
ρόκα (ηλακάτη) mittelgriechisch ρόκα italienisch rocca
πείσμα mittelgriechisch Koine-Griechisch πεῖσμα πείθω + -μα
μακρύς mittelgriechisch μακρύς altgriechisch μακρός, -ά, -όν
δούκισσα δούκας + κατάληξη θηλυκού -ισσα mittelgriechisch δούκας Koine-Griechisch δούξ lateinisch dux (στρατιωτικός διοικητής) duco (διοικώ) indoeuropäisch (Wurzel) *dewk-
γνωστικά mittelgriechisch γνωστικά γνωστικ(ός) + -ά
λαγουδέρα λαγούδι + -έρα mittelgriechisch λαγούδιν / λαγούδιον λαγός
ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή
λιγνός mittelgriechisch λιγνός Koine-Griechisch λέγνος [1] λέγνον
αρνί mittelgriechisch ἀρνί(ν) altgriechisch ἀρνίον, υποκοριστικό του ἀρήν indoeuropäisch (Wurzel) *urh₁en
γουρουνόπουλο mittelgriechisch γουρουνόπουλο(ν) γουρούν(ι) + -όπουλο
κολοκύθα κολοκύθ(ι) + augmentativer Suffix -α, mittelgriechisch κολοκύθα altgriechisch κολοκύνθη
δεσποινίς mittelgriechisch δεσποινίς altgriechisch δέσποινα + -ίς [1]
ταίρι mittelgriechisch ταίριν altgriechisch ἑταῖρος
πεθαίνω mittelgriechisch πεθαίνω ἀπεθαίνω altgriechisch ἀπέθανον, αόριστος του ἀποθνῄσκω[1] ἀπό + θνῄσκω
κλάψα mittelgriechisch κλάψα
σιρόπι mittelgriechisch σιρόπιον italienisch sciroppi, Mehrzahl von sciroppo mittellateinisch siruppus / syrupus arabisch شراب (šarāb, ποτό) شرب (šáriba, πίνω)
ρούγα mittelgriechisch ρούγα italienisch ruga lateinisch ruga indoeuropäisch (Wurzel) *kreup *kreu
κοίτασμα mittelgriechisch κοίτασμα (κρεβάτι)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.