καλάμι mittelgriechisch καλάμι(ν) Koine-Griechisch καλάμιον altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τα θυνναλιευτικά σκάφη με γρι-γρι ή με καλάμια απαγορεύεται να αλιεύουν κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης έως 30 Νοεμβρίου στην ακόλουθη ζώνη: | Die Fischerei mit Ringwadenoder Angel-Thunfischfängern ist vom 1. bis 30. November in dem wie folgt abgegrenzten Gebiet untersagt: Übersetzung bestätigt |
«θυνναλιευτικά σκάφη με καλάμια»: σκάφη που είναι εξοπλισμένα για να αλιεύουν τόνους με καλάμι. | „Angel-Thunfischfänger“ Fischereifahrzeuge, die für den Thunfischfang mit Angeln ausgerüstet sind. Übersetzung bestätigt |
Για να προστατευθεί το απόθεμα μεγαλόφθαλμου τόνου, και ιδίως τα ιχθύδια, η αλιεία με σκάφη γρι-γρι και σκάφη με καλάμι (με δόλωμα) απαγορεύεται στην περιοχή που ορίζεται στο στοιχείο α) και στη διάρκεια της περιόδου που ορίζεται στο στοιχείο β), ως εξής: | Zum Schutz des Großaugenthunbestands, insbesondere der Jungfische, wird Ringwadenfischen und Angeln in dem unter Buchstaben a genannten Gebiet während des unter Buchstaben b genannten Zeitraums verboten: Übersetzung bestätigt |
Θυνναλιευτικά με καλάμια | Thunfischfänger mit Angeln Übersetzung bestätigt |
αλιευτικά με καλάμι και παραγαδιάρικα επιφανείας: | Thunfischfänger mit Angeln und Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
θρύο |
Ähnliche Wörter |
---|
καλαμιά |
καλαμίδι |
καλαμιώνας |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Schilfrohr | die Schilfrohre |
Genitiv | des Schilfrohres des Schilfrohrs | der Schilfrohre |
Dativ | dem Schilfrohr dem Schilfrohre | den Schilfrohren |
Akkusativ | das Schilfrohr | die Schilfrohre |
καλάμι το [kalámi] : 1α. πολυετές, αυτοφυές φυτό που φύεται σε υγρά εδάφη και που χαρακτηρίζεται από τον ψηλό, κοίλο και διαιρεμένο με κόμπους βλαστό του, ο οποίος χάρη στην κατασκευή του είναι πολύ ευλύγιστος και ανθεκτικός: Λυγίζει σαν καλάμι. Είναι κούφιος σαν καλάμι. || ο βλαστός του παραπάνω φυτού, ιδίως ο αποξηραμένος: Στέγη από καλάμια. Φλογέρα από καλάμι. Πόδια σαν καλάμια, πολύ αδύνατα. ΦΡ καβάλησε* το καλάμι. β. το στέλεχος δημητριακών· καλαμιά. || ό,τι μένει από το φυτό μετά το θερισμό. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.