{η}  άμμος Subst.  [ammos]

{der}    Subst.
(480)

Etymologie zu άμμος

άμμος mittelgriechisch ἄμμος altgriechisch ἄμμος[1] (ή ἄμαθος, συνώνυμα: ψάμμος και ψάμαθος)


GriechischDeutsch
Όπου απαιτείται η αφαίρεση πάγου από οδόστρωμα, χρησιμοποιούνται μηχανικά μέσα ή άμμος/χαλίκι ώστε οι δρόμοι στο χώρο της κατασκήνωσης/του κάμπινγκ να είναι ασφαλέστεροι σε περίπτωση πάγου/χιονιού (1,5 βαθμός).Ist aus Sicherheitsgründen ein Enteisen der Straßen und Wege bei Eis oder Schnee auf dem Campinggelände erforderlich, sind dafür mechanische Mittel einzusetzen bzw. Sand oder Kies zu streuen (1,5 Punkte).

Übersetzung bestätigt

ακτή: άμμος/αμμοθίνες/βυθίσματα μεταξύ αμμοθινώνKüste: Sand, Dünen, Dünensenke

Übersetzung bestätigt

Το πετρέλαιο σχιστολίθου και η ασφαλτική άμμος που παράγονται και καίγονται απευθείας θα πρέπει να δηλώνονται σε αυτή την κατηγορία.In dieser Kategorie ist auch die Produktion an direkt verbranntem Ölschiefer und direkt verbranntem bituminösem Sand zu erfassen.

Übersetzung bestätigt

Το πετρέλαιο σχιστολίθου και η ασφαλτική άμμος που χρησιμοποιούνται ως εισροές για άλλες διεργασίες μεταποίησης θα πρέπει επίσης να δηλώνονται σε αυτή την κατηγορία.Als Input für sonstige Umwandlungsprozesse eingesetzter Ölschiefer oder bituminöser Sand sollten ebenfalls hier erfasst werden.

Übersetzung bestätigt

Με τη βοήθεια λαβίδας ή σπάτουλας αφαιρούνται οι ύλες, οι οποίες συγκρατούνται υπό του κοσκίνου του 1,0 mm ως λίθοι, άμμος, τμήματα αχύρου και άλλες αδρανείς ύλες.Aus dem Rückhalt des 1,0-mm-Siebes werden Steine, Sand, Strohteile und andere Verunreinigungen mit Hilfe einer Pinzette oder eines Hornspatels ausgelesen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
αμμοσφυριχτής
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu άμμος

άμμος η [ámos] : 1.απειροελάχιστοι, ασύνδετοι και ευδιάκριτοι κόκκοι που προέρχονται από θραύσματα ορυκτών και πετρωμάτων και καλύπτουν τις παραλίες, το βυθό της θάλασσας και των λιμνών, τις εκβολές των ποταμών ή απλώνονται σε μεγάλη έκταση ξηράς και σχηματίζουν τις ερήμους: Ψιλή / χοντρή άμμος. Kόκκος άμμου. Zεστή άμμος. Xώνομαι / ξαπλώνω / παίζω στην άμμο. Mπήκε άμμος στα παπούτσια μου. Όλα είχαν σκεπαστεί από ένα παχύ στρώμα άμμου. || Σαν την άμμο της θάλασσας, για αμέτρητο πλήθος. || Kινούμενη άμμος, στρώμα χαλαρής και υγρής άμμου που καταπίνει αμέσως κάθε βαρύ αντικείμενο ή άμμος που τη μετακινεί ο άνεμος συνήθ. στις ερήμους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback