άμμος mittelgriechisch ἄμμος altgriechisch ἄμμος[1] (ή ἄμαθος, συνώνυμα: ψάμμος και ψάμαθος)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Όπου απαιτείται η αφαίρεση πάγου από οδόστρωμα, χρησιμοποιούνται μηχανικά μέσα ή άμμος/χαλίκι ώστε οι δρόμοι στο χώρο της κατασκήνωσης/του κάμπινγκ να είναι ασφαλέστεροι σε περίπτωση πάγου/χιονιού (1,5 βαθμός). | Ist aus Sicherheitsgründen ein Enteisen der Straßen und Wege bei Eis oder Schnee auf dem Campinggelände erforderlich, sind dafür mechanische Mittel einzusetzen bzw. Sand oder Kies zu streuen (1,5 Punkte). Übersetzung bestätigt |
ακτή: άμμος/αμμοθίνες/βυθίσματα μεταξύ αμμοθινών | Küste: Sand, Dünen, Dünensenke Übersetzung bestätigt |
Το πετρέλαιο σχιστολίθου και η ασφαλτική άμμος που παράγονται και καίγονται απευθείας θα πρέπει να δηλώνονται σε αυτή την κατηγορία. | In dieser Kategorie ist auch die Produktion an direkt verbranntem Ölschiefer und direkt verbranntem bituminösem Sand zu erfassen. Übersetzung bestätigt |
Το πετρέλαιο σχιστολίθου και η ασφαλτική άμμος που χρησιμοποιούνται ως εισροές για άλλες διεργασίες μεταποίησης θα πρέπει επίσης να δηλώνονται σε αυτή την κατηγορία. | Als Input für sonstige Umwandlungsprozesse eingesetzter Ölschiefer oder bituminöser Sand sollten ebenfalls hier erfasst werden. Übersetzung bestätigt |
Με τη βοήθεια λαβίδας ή σπάτουλας αφαιρούνται οι ύλες, οι οποίες συγκρατούνται υπό του κοσκίνου του 1,0 mm ως λίθοι, άμμος, τμήματα αχύρου και άλλες αδρανείς ύλες. | Aus dem Rückhalt des 1,0-mm-Siebes werden Steine, Sand, Strohteile und andere Verunreinigungen mit Hilfe einer Pinzette oder eines Hornspatels ausgelesen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
αμμοσφυριχτής |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
άμμος η [ámos] : 1.απειροελάχιστοι, ασύνδετοι και ευδιάκριτοι κόκκοι που προέρχονται από θραύσματα ορυκτών και πετρωμάτων και καλύπτουν τις παραλίες, το βυθό της θάλασσας και των λιμνών, τις εκβολές των ποταμών ή απλώνονται σε μεγάλη έκταση ξηράς και σχηματίζουν τις ερήμους: Ψιλή / χοντρή άμμος. Kόκκος άμμου. Zεστή άμμος. Xώνομαι / ξαπλώνω / παίζω στην άμμο. Mπήκε άμμος στα παπούτσια μου. Όλα είχαν σκεπαστεί από ένα παχύ στρώμα άμμου. || Σαν την άμμο της θάλασσας, για αμέτρητο πλήθος. || Kινούμενη άμμος, στρώμα χαλαρής και υγρής άμμου που καταπίνει αμέσως κάθε βαρύ αντικείμενο ή άμμος που τη μετακινεί ο άνεμος συνήθ. στις ερήμους. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.