Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



προτεραιότητα

προτεραιότητα altgriechisch προτεραῖος


προοπτική

προοπτική (Wort verwendet ab 1857)} απόδοση του γαλλικού perspective, substantiviertes Femininum von altgriechisch προοπτικός


σωτηρία

σωτηρία (λόγιο) altgriechisch σωτηρία


σημάδι

σημάδι mittelgriechisch σημάδιον (υποκοριστικό des altgriechischen ελληνικού σῆμα)


πρόληψη

πρόληψη Koine-Griechisch πρόληψις altgriechisch προλαμβάνω πρό + λαμβάνω (1. (Lehnbedeutung) französisch prévention. 2. (Lehnbedeutung) französisch préjugé. 3,4. (Lehnbedeutung) französisch prolepse)


εξαίρεση

εξαίρεση altgriechisch ἐξαίρεσις


ποτάμι

ποτάμι altgriechisch ποτάμιον ποταμός + κατάληξη υποκοριστικού -ίον


παστίτσιο

παστίτσιο italienisch pasticcio δημώδης lateinisch *pasticium lateinisch pasta Koine-Griechisch παστά, Maskulinum von παστός altgriechisch πάσσω (αντιδάνειο)


αναχώρηση

αναχώρηση altgriechisch ἀναχώρησις


χώμα

χώμα altgriechisch χῶμα ρήμα χώννυμι (χώνομαι)


υποδοχή

υποδοχή altgriechisch ὑποδοχή


πηγαίνω

πηγαίνω mittelgriechisch πηγαίνω και ὑπαγαίνω altgriechisch ὑπάγω


γεωγραφία

γεωγραφία Koine-Griechisch γεωγραφία altgriechisch γεωγράφος γεω- (γῆ) + γράφω


συγκρίνω

συγκρίνω altgriechisch συγκρίνω σύν + κρίνω


μετοχή

μετοχή altgriechisch μετοχή (συμμετοχή) μετέχω μετά + ἔχω


απόδειξη

απόδειξη (λόγιο) altgriechisch ἀπόδειξις (-σις > -ση) ἀποδείκνυμι δείκνυμι


νικητής

νικητής altgriechisch νικητής νικάω / νικῶ + -τής


φοβάμαι

φοβάμαι altgriechisch φοβέομαι / φοβοῦμαι, Passiv von φοβέω φόβος φέβομαι


κρίνω

κρίνω altgriechisch κρίνω proto-griechisch *kríňňō proto-indogermanisch *kri-n-ye- *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)


φτερό

φτερό altgriechisch πτερόν


παρακολουθώ

παρακολουθώ altgriechisch παρακολουθῶ παρά + ἀκολουθῶ


νεκρός

νεκρός altgriechisch νεκρός


έγκυος

έγκυος altgriechisch ἔγκυος ἐν (μέσα, εντός) + κύω (εγκυμονώ)


σκύλος

σκύλος Koine-Griechisch σκύλος altgriechisch σκύλαξ (κουτάβι)[1][2]


οικολογία

οικολογία (entlehnt aus) französisch écologie (1910) deutsch Ökologie (1866) altgriechisch οἶκος + -λογία


κόλπο

κόλπο mittelgriechisch κόλπο italienisch colpo spätlateinisch colpus lateinisch colophus colaphus altgriechisch κόλαφος (αντιδάνειο)


εμπόδιο

εμπόδιο altgriechisch ἐμπόδιον ἐν + πούς


παντελής

παντελής altgriechisch παντελής παν- + τέλος


ζημία

ζημία (λόγιο) altgriechisch ζημία. siehe auch ζημιά


παραμονή

παραμονή Koine-Griechisch παραμονή altgriechisch παραμένω παρά + μένω


ξενώνας

ξενώνας altgriechisch ξενών


εμβόλιο

εμβόλιο spätgriechisch υποκοριστικό altgriechisch ἔμβολον


αποφασίζω

αποφασίζω mittelgriechisch αποφασίζω Koine-Griechisch ἀπόφασις altgriechisch ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


σκάφος

σκάφος altgriechisch σκάφος σκάπτω


πέταλο

πέταλο altgriechisch πέταλον


ξυλεία

ξυλεία Koine-Griechisch ξυλεία ξυλεύω altgriechisch ξύλον


δόση

δόση altgriechisch δόσις δίδωμι ((Lehnbedeutung) französisch dose)


στέλνω

στέλνω mittelgriechisch στέλνω altgriechisch στέλλω proto-griechisch *stéľľō proto-indogermanisch *stel- (θέτω, βάζω)


πόση

πόση altgriechisch πόσις


επίκληση

επίκληση altgriechisch ἐπίκλησις


απευθύνω

απευθύνω altgriechisch ἀπευθύνω ἀπό + εὐθύνω εὐθύς ((Lehnbedeutung) französisch adresser)


μετάδοση

μετάδοση Koine-Griechisch μετάδοσις (παρόμοια σημασία) altgriechisch μετάδοσις μεταδίδωμι μετά + δίδωμι


χτύπημα

χτύπημα altgriechisch κτύπημα κτυπέω / κτυπῶ κτύπος


θήρα

θήρα altgriechisch θήρα θήρα και θήρη (κυνήγι) θήρ (σαρκοφάγο ζώο)


άλογο

άλογο Koine-Griechisch ἄλογον substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ἄλογος (altgriechisch ἄλογος), από στρατιωτική ορολογία, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του στρατού, τους άνδρες, που είχαν λογική ή λόγο, δηλ. διέθεταν ομιλία


νιώθω

νιώθω mittelgriechisch νιώθω altgriechisch γιγνώσκω


εξακολουθώ

εξακολουθώ Koine-Griechisch ἐξᾰκολουθέω / ἐξακολουθῶ altgriechisch ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ ἀκόλουθος ἀ- + κέλευθος proto-indogermanisch *kel-


φύλαξη

φύλαξη altgriechisch φύλαξις φυλάσσω


βλέμμα

βλέμμα altgriechisch βλέμμα


τροφή

τροφή altgriechisch τροφή τρέφω


ένδειξη

ένδειξη altgriechisch ἔνδειξις ἐνδείκνυμι ἐν + δείκνυμι


μητρώο

μητρώο altgriechisch Μητρῷον[1], Maskulinum von Μητρῷος μήτηρ proto-griechisch *mā́tēr proto-indogermanisch *méh₂tēr (μητέρα) ((Lehnbedeutung) französisch matricule)


τελειώνω

τελειώνω altgriechisch τελειόω / τελειῶ τέλειος τέλος proto-indogermanisch *kʷel- (κινώ, στρίβω)


είκοσι

είκοσι altgriechisch εἴκοσι


ενδέχεται

ενδέχεται altgriechisch ἐνδέχεται ἐνδέχομαι ἐν + δέχομαι


πλυντήριο

πλυντήριο altgriechisch πλυντήριον Maskulinum von επιθέτου πλυντήριος ως ουσ. πλύνω ((Lehnübersetzung) englisch washing machine)


στρατόπεδο

στρατόπεδο altgriechisch στρατόπεδον στρατός + πέδον


ισθμός

ισθμός altgriechisch ἰσθμός


διαμαρτυρία

διαμαρτυρία Koine-Griechisch διαμαρτυρία altgriechisch διαμαρτυρέω / διαμαρτυρῶ μαρτυρέω / μαρτυρῶ μάρτυς


λαμβάνω

λαμβάνω altgriechisch λαμβάνω proto-indogermanisch *sleh₂gʷ-


σημείωμα

σημείωμα Koine-Griechisch σημείωμα σημειόω / σημειῶ altgriechisch σημεῖον σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω) ((Lehnübersetzung) französisch noter)


σαράντα

σαράντα mittelgriechisch σαράκοντα altgriechisch τεσσαράκοντα (Με αποκοπή της πρώτης συλλαβής, η οποία το Μεσαίωνα θεωρήθηκε άρθρο: τές σαράκοντα, ενώ η αποβολή της συλλαβής -κο- απαντά σε πολλά αριθμητικά, λ.χ. τριάκοντα - τριάντα, ἑξήκοντα - ἑξῆντα κτλ.)


γύρος

γύρος Koine-Griechisch γῦρος altgriechisch γυρός (στρογγυλός) που σχετίζεται ίσως με εικαζόμενη indoeuropäisch (Wurzel) *geu- η οποία πιθανολογείται ότι σήμαινε κάμπτω, κυρτώνω


ανάγνωση

ανάγνωση altgriechisch ἀνάγνωσις ἀναγιγνώσκω


ιδίως

ιδίως, λόγια λέξη altgriechisch ἰδίως


γιατρός

γιατρός mittelgriechisch γιατρός altgriechisch ἰατρός με τροπή του άτονου [i] > ημίφωνο [j] πριν από φωνήεν > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] siehe auch Γιάννης, γιορτή


συμπέρασμα

συμπέρασμα altgriechisch συμπέρασμα


κρατώ

κρατώ altgriechisch κρατέω-ῶ κράτος


ιδιοκτησία

ιδιοκτησία λόγιο ιδιοκτησία altgriechisch ἰδιόκτητος (Lehnübersetzung von deutsch Eigenbesitz)


έμφαση

έμφαση altgriechisch ἔμφασις ἐμφαίνω ἐν + φαίνω


τελετή

τελετή altgriechisch τελετή τελέω / τελῶ τέλος proto-indogermanisch *kʷel- (κινώ, γυρίζω) ((Lehnbedeutung) französisch cérémonie)


αντικατάσταση

αντικατάσταση Koine-Griechisch ἀντικατάστασις altgriechisch ἀντικαθίστημι ἀντί + καθίστημι κατά + ἵστημι


αεροπλάνο

αεροπλάνο (entlehnt aus) französisch aéroplane aéro- ( altgriechisch ἀήρ) + -plane ( planer lateinisch planus proto-indogermanisch *pleh₂-)


σύγκρουση

σύγκρουση altgriechisch σύγκρουσις


πολίχνη

πολίχνη altgriechisch πολίχνη


μάρμαρο

μάρμαρο altgriechisch μάρμαρον μαρμαίρω (: λάμπω)


ώρα

ώρα altgriechisch ὥρα


εύχομαι

εύχομαι altgriechisch εὔχομαι


ηθική

ηθική Koine-Griechisch ἠθική altgriechisch ἠθικός ἦθος


απάτη

απάτη altgriechisch ἀπάτη


έλλειμμα

έλλειμμα altgriechisch ἔλλειμμα ἐλλείπω λείπω


απορώ

απορώ altgriechisch ἀπορῶ


πρόθεση

πρόθεση Katharevousa πρόθεσις altgriechisch πρόθεσις προτίθημι πρό (μπροστά) + τίθημι (βάζω)


διάγνωση

διάγνωση altgriechisch διάγνωσις διαγιγνώσκω διά + γιγνώσκω


εκστρατεία

εκστρατεία Koine-Griechisch ἐκστρατεία altgriechisch ἐκστρατεύω (2.(Lehnbedeutung) französisch campagne)


χορήγηση

χορήγηση altgriechisch χορήγησις


σύσκεψη

σύσκεψη Koine-Griechisch σύσκεψις συσκέπτομαι σύν + altgriechisch σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)


αστρολογία

αστρολογία Koine-Griechisch ἀστρολογία (ίδια σημασία) altgriechisch ἀστρολογία (αστρονομία)


συνήθεια

συνήθεια altgriechisch συνήθεια συνήθης


μέντα

μέντα italienisch menta lateinisch menta / mentha altgriechisch μίνθη


αλυσίδα

αλυσίδα altgriechisch ἅλυσις


αγαθό

αγαθό altgriechisch ἀγαθόν[1], substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αγαθός, ἀγαθός


σύνοδος

σύνοδος (λόγιο) altgriechisch σύνοδος (σύν- + ὁδός)[1]


ζημιά

ζημιά mittelgriechisch ζημιά με συνίζηση altgriechisch ζημία[1]


κλήση

κλήση altgriechisch κλῆσις


ειδικότητα

ειδικότητα ειδικός + -ότητα altgriechisch εἰδικός εἶδος proto-indogermanisch *wéydos *weyd- (βλέπω) ((Lehnübersetzung) französisch spécialité)


ταλέντο

ταλέντο italienisch talento lateinisch talentum altgriechisch τάλαντον (αντιδάνειο)


προθεσμία

προθεσμία altgriechisch προθεσμία


επωνυμία

επωνυμία altgriechisch ἐπωνυμία


δουλεύω

δουλεύω Koine-Griechisch δουλεύω altgriechisch δοῦλος Mykenisches Griechisch ???????????? (do-e-or) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback