πηγαίνω mittelgriechisch πηγαίνω και ὑπαγαίνω altgriechisch ὑπάγω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι έπρεπε να πηγαίνω στον βρεφονηπιακό σταθμό τον μικρό μου αδερφό, ηλικίας τριών μηνών, διότι η μητέρα μου έπρεπε να πάει νωρίς στην δουλειά της. | Ich werde nie vergessen, wie ich meinen drei Monate alten kleineren Bruder in die Kinderkrippe bringen musste, da meine Mutter gezwungen war, frühzeitig wieder arbeiten zu gehen. Übersetzung bestätigt |
Τώρα μπορώ απλώς να πηγαίνω στη δουλειά μου και να διαπιστώνω απάτες δισεκατομμυρίων. | Aber jetzt brauche ich nur in den Dienst zu gehen, um Milliardenbetrug zu erleben. Übersetzung bestätigt |
Μετά άρχισα να πηγαίνω στα τούνελ, κάτι το οποίο με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι υπάρχει μια ολόκληρη νέα διάσταση της πόλης που ποτέ πριν δεν είδα και που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν βλέπουν ποτέ. | Dann begann ich also, in die Tunnel zu gehen, was dazu geführt hat, dass ich begriff, dass eine ganz neue Dimension dieser Stadt existiert, eine, die ich nie zuvor gesehen habe und welche die meisten Menschen nicht zu sehen bekommen. Übersetzung nicht bestätigt |
Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω σε αυτό το μαγαζί αλλά κάποια στιγμή αναρωτήθηκα πως και δεν αγοράζω ποτέ τίποτα; | Ich habe es geliebt zu diesem Geschäft zu gehen; aber zu einem Zeitpunkt habe ich mich gefragt, naja, wie kommt es, dass du nie etwas kaufst? Übersetzung nicht bestätigt |
Πρέπει να πηγαίνω". | Ich muss gehen." Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
πηγαίνω κόντρα σε κάποιον |
απαρέμφατο (αόριστος) | ||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | ||||||||
ρόνοι | ενεστώτας | πήγαινε | πηγαίνετε | |||||
αόριστος | (πάνε) | πάτε |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gehe | ||
du | gehst | |||
er, sie, es | geht | |||
Präteritum | ich | ging | ||
Konjunktiv II | ich | ginge | ||
Imperativ | Singular | geh! gehe! | ||
Plural | geht! gehet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gegangen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:gehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verlaufe | ||
du | verläufst | |||
er, sie, es | verläuft | |||
Präteritum | ich | verlief | ||
Konjunktiv II | ich | verliefe | ||
Imperativ | Singular | verlaufe! verlauf! | ||
Plural | verlauft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verlaufen | sein, haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verlaufen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | führe fort | ||
du | führst fort | |||
er, sie, es | führt fort | |||
Präteritum | ich | führte fort | ||
Konjunktiv II | ich | führte fort | ||
Imperativ | Singular | führ fort! führe fort! | ||
Plural | führt fort! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
fortgeführt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:fortführen |
πηγαίνω [pijéno] & πάω [páo] Ρ πας, πάει, πάμε, πάτε, πάνε και παν· πρτ. πήγαινα, αόρ. πήγα, προστ. και πάνε, πάτε, απαρέμφ. πάει, μππ. (λαϊκότρ.) πηγαιμένος : 1. διανύω μιαν απόσταση για να φτάσω κάπου, ακολουθώ μια διαδρομή, μια πορεία (πεζός ή με όχημα): Πήγαινε να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό. Aφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε με τα πόδια. πηγαίνω στη δουλειά με το ποδήλατο. πηγαίνω από το μονοπάτι / σιγά σιγά / τοίχο τοί χο. Θα πας ίσια και μετά θα στρίψεις δεξιά. Πάμε σπίτι μου να δούμε τηλεόραση. πηγαίνω βόλτα / περίπατο. || βαδίζω, προχωρώ: Ένας πήγαινε μπροστά κι οι άλλοι ακολουθούσαν. || ταξιδεύω: Πήγαμε με (το) αεροπλάνο / τρένο / πλοίο. (έκφρ.) πήγαινε / πάνε έλα, με επιστροφή: H απόσταση είναι μία ώρα πήγαινε έλα. όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα / ερχόμουνα, για όσους κάνουν τον έξυπνο, τον ειδήμονα, τον έμπειρο σε εξυπνότερους ή εμπειρότερούς τους. ο νους* / το μυαλό* μου πηγαίνει σε κπ. / σε κτ. μην πας μακριά, δε χρειάζεται να σκεφτείς, να ψάξεις πολύ. πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ελπίδα. πάει / πάνε μαζί*. ΦΡ κάποιος / κτ. πηγαίνει σαν τον κάβουρα*. πάω μπροστά, προοδεύω, προκόβω, πετυχαί νω: Aυτό το παιδί είναι έξυπνο, θα πάει μπροστά. H δουλειά πάει μπροστά, προχωράει. πάω πίσω, καθυστερώ, χάνω έδαφος: H δικτατορία μάς πήγε πολλά χρόνια πίσω. πάει κι έρχεται κτ., είναι ανεκτό, ταιριάζει κάπως, είναι συζητήσιμο. πάω κι έρχομαι: α. για ισχυρό τράνταγμα: Tα σπίτια πήγαν κι ήρθαν με το σεισμό. β. για έντονη συγκίνηση, φόβο, ταραχή: H καρδιά μου πήγε κι ήρθε. πάει μακριά η βαλίτσα*. πάει περίπατο*. και πάει λέγοντας*. πάω όπου φυσάει ο άνεμος*. πάει για βρούβες*. δυο δυο πάνε οι Xιώτες* / πάνε δυο δυο σαν τους Xιώτες. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.