verlaufen
 Verb

περνώ Verb
(1)
πηγαίνω Verb
(1)
εξελίσσομαι 
(0)
DeutschGriechisch
Wie verlaufen die? Sie verlaufen.Απλά τον περνώ.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περνάω, περνώπερνάμε, περνούμεπερνιέμαιπερνιόμαστε
περνάςπερνάτεπερνιέσαιπερνιέστε, περνιόσαστε
περνάει, περνάπερνάν(ε), περνούν(ε)περνιέταιπερνιούνται, περνιόνται
Imper
fekt
περνούσα, πέρναγαπερνούσαμε, περνάγαμεπερνιόμουν(α)περνιόμαστε, περνιόμασταν
περνούσες, πέρναγεςπερνούσατε, περνάγατεπερνιόσουν(α)περνιόσαστε, περνιόσασταν
περνούσε, πέρναγεπερνούσαν(ε), πέρναγαν, περνάγανεπερνιόταν(ε)περνιόνταν(ε), περνιούνταν, περνιόντουσαν
Aoristπέρασαπεράσαμεπεράστηκαπεραστήκαμε
πέρασεςπεράσατεπεράστηκεςπεραστήκατε
πέρασεπέρασαν, περάσαν(ε)περάστηκεπεράστηκαν, περαστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περάσει
έχω περασμένο
έχουμε περάσει
έχουμε περασμένο
έχω περαστεί
είμαι περασμένος, -η
έχουμε περαστεί
είμαστε περασμένοι, -ες
έχεις περάσει
έχεις περασμένο
έχετε περάσει
έχετε περασμένο
έχεις περαστεί
είσαι περασμένος, -η
έχετε περαστεί
είστε περασμένοι, -ες
έχει περάσει
έχει περασμένο
έχουν περάσει
έχουν περασμένο
έχει περαστεί
είναι περασμένος, -η, -ο
έχουν περαστεί
είναι περασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα περάσει
είχα περασμένο
είχαμε περάσει
είχαμε περασμένο
είχα περαστεί
ήμουν περασμένος, -η
είχαμε περαστεί
ήμαστε περασμένοι, -ες
είχες περάσει
είχες περασμένο
είχατε περάσει
είχατε περασμένο
είχες περαστεί
ήσουν περασμένος, -η
είχατε περαστεί
ήσαστε περασμένοι, -ες
είχε περάσει
είχε περασμένο
είχαν περάσει
είχαν περασμένο
είχε περαστεί
ήταν περνημενος, -η, -ο
είχαν περαστεί
ήταν περασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περνάω, θα περνώθα περνάμε, θα περνούμεθα περνιέμαιθα περνιόμαστε
θα περνάςθα περνάτεθα περνιέσαιθα περνιέστε, θα περνιόσαστε
θα περνάει, θα περνάθα περνάν(ε), θα περνούν(ε)θα περνιέταιθα περνιούνται, θα περνιόνται
Fut
ur
θα περάσωθα περάσουμε, θα περάσομεθα περαστώθα περαστούμε
θα περάσειςθα περάσετεθα περαστείςθα περαστείτε
θα περάσειθα περάσουν(ε)θα περαστείθα περαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περάσει
θα έχω περασμένο
θα έχουμε περάσει
θα έχουμε περασμένο
θα έχω περαστεί
θα είμαι περασμένος, -η
θα έχουμε περαστεί
θα είμαστε περασμένοι, -ες
θα έχεις περάσει
θα έχεις περασμένο
θα έχετε περάσει
θα έχετε περασμένο
θα έχεις περαστεί
θα είσαι περασμένος, -η
θα έχετε περαστεί
θα είστε περνημενοι, -ες
θα έχει περάσει
θα έχει περασμένο
θα έχουν περάσει
θα έχουν περασμένο
θα έχει περαστεί
θα είναι περνημένος, -η, -ο
θα έχουν περαστεί
θα είναι περασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περνάω, να περνώνα περνάμε, να περνούμενα περνιέμαινα περνιόμαστε
να περνάςνα περνάτενα περνιέσαινα περνιέστε
να περνάει, να περνάνα περνάν(ε), να περνούν(ε)να περνιέταινα περνιούνται, να περνιόνται
Aoristνα περάσωνα περάσουμε, να περάσομενα περαστώνα περαστούμε
να περάσειςνα περάσετενα περαστείςνα περαστείτε
να περάσεινα περάσουν(ε)να περαστείνα περαστούν(ε)
Perfνα έχω περάσει
να έχω περασμένο
να έχουμε περάσει
να έχουμε περασμένο
να έχω περαστεί
να είμαι περασμένος, -η
να έχουμε περαστεί
να είμαστε περνημενοι, -ες
να έχεις περάσει
να έχεις περασμένο
να έχετε περάσει
να έχετε περασμένο
να έχεις περαστεί
να είσαι περασμένος, -η
να έχετε περαστεί
να είστε περασμένοι, -η
να έχει περάσει
να έχει περασμένο
να έχουν περάσει
να έχουν περασμένο
να έχει περαστεί
να είναι περνημένος, -η, -ο
να έχουν περαστεί
να είναι περασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέρνα, πέρναγεπερνάτεπερνιέστε
Aoristπέρασε, πέρναπεράστεπεράσουπεραστείτε
Part
izip
Presπερνώντας
Perfέχοντας περάσει, έχοντας περασμένοπερασμένος, -η, -οπερασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεράσειπεραστεί



απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
πάει
μετοχή (ενεστώτας)
πηγαίνοντας
προσωπικές εγκλίσεις
ρόνοιενεστώταςπήγαινεπηγαίνετε
αόριστος(πάνε)πάτε



ΕΞΕΛΙΣΣΟΜΑΙ
I evolve
Passive
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξελίσσομαιεξελισσόμαστε
εξελίσσεσαιεξελίσσεστε, εξελισσόσαστε
εξελίσσεταιεξελίσσονται
Imper
fekt
εξελισσόμουν(α)εξελισσόμαστε, εξελισσόμασταν
εξελισσόσουν(α)εξελισσόσαστε, εξελισσόσασταν
εξελισσόταν(ε)εξελίσσονταν, εξελισσόντανε, εξελισσόντουσαν
Aoristεξελίχθηκα, εξελίχτηκαεξελιχθήκαμε, εξελιχτήκαμε
εξελίχθηκες, εξελίχτηκεςεξελιχθήκατε, εξελιχτήκατε
εξελίχθηκε, εξελίχτηκεεξελίχθηκαν, εξελιχθήκαν(ε)
εξελίχτηκαν, εξελιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξελιχθεί
έχω εξελιχτεί
είμαι εξελιγμένος, -η
έχουμε εξελιχθεί
έχουμε εξελιχτεί
είμαστε εξελιγμένοι, -ες
έχεις εξελιχθεί
έχεις εξελιχτεί
είσαι εξελιγμένος, -η
έχετε εξελιχθεί
έχετε εξελιχτεί
είστε εξελιγμένοι, -ες
έχει εξελιχθεί
έχει εξελιχτεί
είναι εξελιγμένος, -η, -ο
έχουν εξελιχθεί
έχουν εξελιχτεί
είναι εξελιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξελιχθεί
είχα εξελιχτεί
ήμουν εξελιγμένος, -η
είχαμε εξελιχθεί
είχαμε εξελιχτεί
ήμαστε εξελιγμένοι, -ες
είχες εξελιχθεί
είχες εξελιχτεί
ήσουν εξελιγμένος, -η
είχατε εξελιχθεί
είχατε εξελιχτεί
ήσαστε εξελιγμένοι, -ες
είχε εξελιχθεί
είχε εξελιχτεί
ήταν εξελιγμένος, -η, -ο
είχαν εξελιχθεί
είχαν εξελιχτεί
ήταν εξελιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξελίσσομαιθα εξελισσόμαστε
θα εξελίσσεσαιθα εξελίσσεστε, θα εξελισσόσαστε
θα εξελίσσεταιθα εξελίσσονται
Fut
ur
θα εξελιχθώ, θα εξελιχτώθα εξελιχθούμε, θα εξελιχτούμε
θα εξελιχθείς, θα εξελιχτείςθα εξελιχθείτε, θα εξελιχτείτε
θα εξελιχθεί, θα εξελιχτείθα εξελιχθούν(ε), θα εξελιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξελιχθεί
θα έχω εξελιχτεί
θα είμαι εξελιγμένος, -η
θα έχουμε εξελιχθεί
θα έχουμε εξελιχτεί
θα είμαστε εξελιγμένοι, -ες
θα έχεις εξελιχθεί
θα έχεις εξελιχτεί
θα είσαι εξελιγμένος, -η
θα έχετε εξελιχθεί
θα έχετε εξελιχτεί
θα είστε εξελιγμένοι, -ες
θα έχει εξελιχθεί
θα έχει εξελιχτεί
θα είναι εξελιγμένος, -η, -ο
θα έχουν εξελιχθεί
θα έχουν εξελιχτεί
θα είναι εξελιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξελίσσομαινα εξελισσόμαστε
να εξελίσσεσαινα εξελίσσεστε, να εξελισσόσαστε
να εξελίσσεταινα εξελίσσονται
Aoristνα εξελιχθώ, να εξελιχτώνα εξελιχθούμε, να εξελιχτούμε
να εξελιχθείς, να εξελιχτείςνα εξελιχθείτε, να εξελιχτείτε
να εξελιχθεί, να εξελιχτείνα εξελιχθούν(ε), να εξελιχτούν(ε)
Perfνα έχω εξελιχθεί
να έχω εξελιχτεί
να είμαι εξελιγμένος, -η
να έχουμε εξελιχθεί
να έχουμε εξελιχτεί
να είμαστε εξελιγμένοι, -ες
να έχεις εξελιχθεί
να έχεις εξελιχτεί
να είσαι εξελιγμένος, -η
να έχετε εξελιχθεί
να έχετε εξελιχτεί
να είστε εξελιγμένοι, -ες
να έχει εξελιχθεί
να έχει εξελιχτεί
να είναι εξελιγμένος, -η, -ο
να έχουν εξελιχθεί
να έχουν εξελιχτεί
να είναι εξελιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξελίσσεστε
Aoristεξελίξουεξελιχθείτε, εξελιχτείτε
Part
izip
Presεξελισσόμενος
Perfεξελιγμένος, -η, -οεξελιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξελιχθεί, εξελιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback