vorbeigehen
 Verb

περνώ Verb
(0)
διαβαίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Meine liebe Dame, jeden Tag in die letzten Monate, ich sehen diese Polizist, der immer vorbeigehen an meine Obststand.ΑΙΘΟΥΣΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Αγαπητή μου κυρία,κάθε μέρα, τους τελευταίους δυο μήνες, αυτός ο αστυνομικός, περνάει μπροστά, από τον πάγκο με τα μήλα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir haben einen dramatischen Augenblick vorbeigehen lassen müssen in der Geschichte der Werbung und Sie haben mich zu einem Trottel gestempelt.Δημιουργήσαμε την πιο δραματική διαφημιστική καμπάνια στην ιστορία, και με κάνατε να φανώ χοντροκέφαλος.

Übersetzung nicht bestätigt

Erschreckt es dich nicht manchmal? Dass die Jahre vorbeigehen und dass du einmal findest, dass du nicht mehr glücklich sein kannst?Αλλά δε σε τρομάζει καμιά φορά... ότι τα χρόνια περνούν... και ότι κάποια στιγμή ίσως να διαπιστώσεις... ότι έχεις χάσει την πιθανότητα της ευτυχίας;

Übersetzung nicht bestätigt

Nur daran vorbeigehen.-Να περνάει, εννοώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie an der Küche vorbeigehen, bitten Sie mal den Koch, das aufzuwärmen.Περνώντας απ' την κουζίνα, λέτε του μάγειρα να μου το ζεστάνει;

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περνάω, περνώπερνάμε, περνούμεπερνιέμαιπερνιόμαστε
περνάςπερνάτεπερνιέσαιπερνιέστε, περνιόσαστε
περνάει, περνάπερνάν(ε), περνούν(ε)περνιέταιπερνιούνται, περνιόνται
Imper
fekt
περνούσα, πέρναγαπερνούσαμε, περνάγαμεπερνιόμουν(α)περνιόμαστε, περνιόμασταν
περνούσες, πέρναγεςπερνούσατε, περνάγατεπερνιόσουν(α)περνιόσαστε, περνιόσασταν
περνούσε, πέρναγεπερνούσαν(ε), πέρναγαν, περνάγανεπερνιόταν(ε)περνιόνταν(ε), περνιούνταν, περνιόντουσαν
Aoristπέρασαπεράσαμεπεράστηκαπεραστήκαμε
πέρασεςπεράσατεπεράστηκεςπεραστήκατε
πέρασεπέρασαν, περάσαν(ε)περάστηκεπεράστηκαν, περαστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περάσει
έχω περασμένο
έχουμε περάσει
έχουμε περασμένο
έχω περαστεί
είμαι περασμένος, -η
έχουμε περαστεί
είμαστε περασμένοι, -ες
έχεις περάσει
έχεις περασμένο
έχετε περάσει
έχετε περασμένο
έχεις περαστεί
είσαι περασμένος, -η
έχετε περαστεί
είστε περασμένοι, -ες
έχει περάσει
έχει περασμένο
έχουν περάσει
έχουν περασμένο
έχει περαστεί
είναι περασμένος, -η, -ο
έχουν περαστεί
είναι περασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα περάσει
είχα περασμένο
είχαμε περάσει
είχαμε περασμένο
είχα περαστεί
ήμουν περασμένος, -η
είχαμε περαστεί
ήμαστε περασμένοι, -ες
είχες περάσει
είχες περασμένο
είχατε περάσει
είχατε περασμένο
είχες περαστεί
ήσουν περασμένος, -η
είχατε περαστεί
ήσαστε περασμένοι, -ες
είχε περάσει
είχε περασμένο
είχαν περάσει
είχαν περασμένο
είχε περαστεί
ήταν περνημενος, -η, -ο
είχαν περαστεί
ήταν περασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περνάω, θα περνώθα περνάμε, θα περνούμεθα περνιέμαιθα περνιόμαστε
θα περνάςθα περνάτεθα περνιέσαιθα περνιέστε, θα περνιόσαστε
θα περνάει, θα περνάθα περνάν(ε), θα περνούν(ε)θα περνιέταιθα περνιούνται, θα περνιόνται
Fut
ur
θα περάσωθα περάσουμε, θα περάσομεθα περαστώθα περαστούμε
θα περάσειςθα περάσετεθα περαστείςθα περαστείτε
θα περάσειθα περάσουν(ε)θα περαστείθα περαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περάσει
θα έχω περασμένο
θα έχουμε περάσει
θα έχουμε περασμένο
θα έχω περαστεί
θα είμαι περασμένος, -η
θα έχουμε περαστεί
θα είμαστε περασμένοι, -ες
θα έχεις περάσει
θα έχεις περασμένο
θα έχετε περάσει
θα έχετε περασμένο
θα έχεις περαστεί
θα είσαι περασμένος, -η
θα έχετε περαστεί
θα είστε περνημενοι, -ες
θα έχει περάσει
θα έχει περασμένο
θα έχουν περάσει
θα έχουν περασμένο
θα έχει περαστεί
θα είναι περνημένος, -η, -ο
θα έχουν περαστεί
θα είναι περασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περνάω, να περνώνα περνάμε, να περνούμενα περνιέμαινα περνιόμαστε
να περνάςνα περνάτενα περνιέσαινα περνιέστε
να περνάει, να περνάνα περνάν(ε), να περνούν(ε)να περνιέταινα περνιούνται, να περνιόνται
Aoristνα περάσωνα περάσουμε, να περάσομενα περαστώνα περαστούμε
να περάσειςνα περάσετενα περαστείςνα περαστείτε
να περάσεινα περάσουν(ε)να περαστείνα περαστούν(ε)
Perfνα έχω περάσει
να έχω περασμένο
να έχουμε περάσει
να έχουμε περασμένο
να έχω περαστεί
να είμαι περασμένος, -η
να έχουμε περαστεί
να είμαστε περνημενοι, -ες
να έχεις περάσει
να έχεις περασμένο
να έχετε περάσει
να έχετε περασμένο
να έχεις περαστεί
να είσαι περασμένος, -η
να έχετε περαστεί
να είστε περασμένοι, -η
να έχει περάσει
να έχει περασμένο
να έχουν περάσει
να έχουν περασμένο
να έχει περαστεί
να είναι περνημένος, -η, -ο
να έχουν περαστεί
να είναι περασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέρνα, πέρναγεπερνάτεπερνιέστε
Aoristπέρασε, πέρναπεράστεπεράσουπεραστείτε
Part
izip
Presπερνώντας
Perfέχοντας περάσει, έχοντας περασμένοπερασμένος, -η, -οπερασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεράσειπεραστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαβαίνωδιαβαίνουμε, διαβαίνομε
διαβαίνειςδιαβαίνετε
διαβαίνειδιαβαίνουν(ε)
Imper
fekt
διάβαιναδιαβαίναμε
διάβαινεςδιαβαίνατε
διάβαινεδιάβαιναν, διαβαίναν(ε)
Aoristδιάβηκαδιαβήκαμε
διάβηκεςδιαβήκατε
διάβηκεδιάβηκαν, διαβήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διάβει/διαβείέχουμε διάβει/διαβεί
έχεις διάβει/διαβείέχετε διάβει/διαβεί
έχει διάβει/διαβείέχουν διάβει/διαβεί
Plu
per
fekt
είχα διάβει/διαβείείχαμε διάβει/διαβεί
είχες διάβει/διαβείείχατε διάβει/διαβεί
είχε διάβει/διαβείείχαν διάβει/διαβεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαβαίνωθα διαβαίνουμε, θα διαβαίνομε
θα διαβαίνειςθα διαβαίνετε
θα διαβαίνειθα διαβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα διάβω, θα διαβώθα διάβουμε, θα διάβομε, θα διαβούμε
θα διάβεις, θα διαβείςθα διάβετε, θα διαβείτε
θα διάβει, θα διαβείθα διάβουν(ε), θα διαβούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διάβει/διαβείθα έχουμε διάβει/διαβεί
θα έχεις διάβει/διαβείθα έχετε διάβει/διαβεί
θα έχει διάβει/διαβείθα έχουν διάβει/διαβεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαβαίνωνα διαβαίνουμε, να διαβαίνομε
να διαβαίνειςνα διαβαίνετε
να διαβαίνεινα διαβαίνουν(ε)
Aoristνα διάβω, να διαβώνα διάβουμε, να διάβομε, να διαβούμε
να διάβεις, να διαβείςνα διάβειτε, να διαβείτε
να διάβει, να διαβείνα διαβούν
Perfνα έχω διάβει/διαβείνα έχουμε διάβει/διαβεί
να έχεις διάβει/διαβείνα έχετε διάβει/διαβεί
να έχει διάβει/διαβείνα έχουν διάβει/διαβεί
Imper
ativ
Presδιάβαινεδιαβαίνετε
Aoristδιάβαδιαβείτε
Part
izip
Presδιαβαίνοντας
Perfέχοντας διάβει/διαβεί
InfinAoristδιάβει/διαβεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback