σκάφος altgriechisch σκάφος σκάπτω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ως “παρασυρόμενο δίχτυ” νοείται οποιοδήποτε απλάδι δίχτυ, το οποίο διατηρείται στην επιφάνεια της θαλάσσης ή σε ορισμένη απόσταση κάτω από αυτήν με συσκευές επίπλευσης και το οποίο παρασύρεται ελεύθερα από το ρεύμα ανεξάρτητα ή μαζί με το σκάφος στο οποίο είναι προσδεδεμένο. | ‚Treibnetz‘ ein Kiemennetz, das mit einer Schwimmleine an der Meeresoberfläche oder in gewünschter Tiefe gehalten wird und meist zusammen mit dem Boot, an dem es festgemacht ist, frei in der Strömung treibt. Übersetzung bestätigt |
Γρι-γρι με χειρισμό από ένα σκάφος | von einem Boot bedient Übersetzung bestätigt |
Οι χειροκίνητες δράγες ή οι δράγες που σύρονται με χειροκίνητο βαρούλκο σε ρηχά νερά με ή χωρίς σκάφος για την αλιεία δίθυρων μαλακίων, γαστεροπόδων ή σπόγγων (χειροκίνητες δράγες) δεν θεωρούνται ως συρόμενα εργαλεία για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού· | Dredgen, die mit oder ohne Boot in seichtem Gewässer von Hand oder mit Hilfe einer Handwinde gezogen und zum Fang von Muscheln, Meeresschnecken oder Schwämmen eingesetzt werden (Handdredgen), zählen nicht zu den gezogenen Netzen im Sinne dieser Verordnung; Übersetzung bestätigt |
«πεζότρατες»: κυκλωτικά δίχτυα και συρόμενοι γρίποι οι οποίοι ποντίζονται από σκάφος και των οποίων ο χειρισμός πραγματοποιείται από την ακτή· | „Strandwaden“ Umschließungsnetze und gezogene Waden, die mit einem Boot ausgefahren und vom Strand aus bedient werden; Übersetzung bestätigt |
«γρίποι που σύρονται από σκάφη»: κυκλωτικά δίχτυα και συρόμενοι γρίποι, των οποίων ο χειρισμός και η ανάσυρση πραγματοποιούνται με σχοινιά και βαρούλκα κινούμενου ή αγκυροβολημένου σκάφους χωρίς τη βοήθεια του κύριου κινητήρα του σκάφους, και τα οποία αποτελούνται από δύο πλευρικά πτερύγια και ένα κεντρικό χαλαρό τμήμα είτε υπό τη μορφή απόχης είτε με ένα σάκο στο άκρο του οπίσθιου τμήματος και μπορούν να χρησιμοποιούνται από την επιφάνεια έως το βυθό ανάλογα με τα είδη που προορίζονται να αλιεύσουν· | „Bootswaden“ Umschließungsnetze und gezogene Waden, die über Seile und Winden von einem fahrenden oder verankerten Boot aus bedient werden und nicht mit Hilfe der Hauptmaschine des Schiffs gezogen werden, bestehend aus zwei seitlichen Flügeln mit einem zentralen Bauch, der entweder löffelförmig ist oder im hinteren Teil einen Netzsack aufweist, und die je nach Zielart in unterschiedlicher Tiefe eingesetzt werden; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
σκάφος αναψυχής |
Deutsche Synonyme |
---|
Schiff |
Boot |
Kutter |
Rumpf |
Schiffskörper |
Schiffsrumpf |
σκάφος το [skáfos] : 1. γενική ονομασία για κάθε είδος μικρό ή μεγά λο πλοίο: Aλιευτικό σκάφος. Σκάφη αναψυχής. Tα σκάφη του πολεμικού ναυτικού. (έκφρ.) το σκάφος της πολιτείας, η πολιτεία, το κράτος ως οργανισμός που ακολουθεί μια καθορισμένη πορεία: Tο σκάφος της πολιτείας κλυδωνίζεται. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.