βάρκα mittelgriechisch βάρκα spätlateinisch barca lateinisch baris altgriechisch βᾶρις (αντιδάνειο) altägyptisch bꜣjr (bair)[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Έβλεπα μάλιστα την άγια μορφή του Ιησού που ψάρευε σε μια βάρκα μαζί με τον Αγιο Πέτρο, αλλά ο Αγιος Πέτρος είχε το πρόσωπο του κ. Varela. | Ich sah also Jesus, wie er gemeinsam mit Petrus in einem Boot saß und fischte, doch Petrus hatte das Gesicht von Herrn Varela. Übersetzung bestätigt |
Είναι, ακριβώς, ένα παράδειγμα αειφόρου ανάπτυξης, διότι πρόκειται για την μεταφορά νερού από εκεί όπου περισσεύει σε εκείνα τα εδάφη όπου άλλοτε κάναμε περιφορές των αγίων για να βρέξει και σε άλλα που τα διασχίζαμε με βάρκα μετά από μία καταιγίδα. | Er ist gerade ein Beispiel für nachhaltige Entwicklung, weil es darum geht, Wasser von einem Ort, an dem es im Überfluss vorhanden ist, in diejenigen Gebiete zu bringen, in denen wir an manchen Tagen die Heiligen anrufen, damit es regnet, und die wir an anderen nach einem Unwetter im Boot durchqueren. Übersetzung bestätigt |
Στα παλιρροϊκά κύματα φτωχοί και πλούσιοι βρίσκονται στην ίδια βάρκα. | Ob reich oder arm, bei dem Seebeben sitzen wir alle im selben Boot. Übersetzung bestätigt |
Αυτό σημαίνει: «μην κουνάτε τη βάρκα, παιδιά – είμαστε όλοι μέσα». | Das soll heißen: „Macht keinen Ärger, Leute – wir sitzen alle im selben Boot“. Übersetzung bestätigt |
Χωρούν συνήθως 30 ανθρώπους, αρκετός αριθμός για αυτές τις βάρκες ώστε να αρχίσουν να βάζουν ποσότητες νερού ικανές να τα βυθίσουν στην πρώτη υποψία αέρα ή φουσκοθαλασσιάς. | Meist werden rund 30 Menschen in so ein Boot gepfercht, wodurch so viel Wasser hineinläuft, dass es beim ersten Windstoß oder Wellengang sinkt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
λέμβος |
Ähnliche Wörter |
---|
βαρκάδα |
βαρκάκι |
βαρκάρης |
βαρκαρόλα |
βάρκα με κουπιά |
βάρκα η [várka] Ο25α : μικρό σκάφος που κινείται με κουπιά, μηχανή ή πανί· λέμβος: Στο λιμάνι του νησιού είναι αραγμένες οι βάρκες των ψαράδων. Tραβούσα γρήγορα κουπί κι η βάρκα έσκιζε τα νερά. Λαστιχένια / φουσκωτή βάρκα. || Aυτά τα παπούτσια είναι σαν βάρκες: α. δυσανάλογα μεγάλα και φαρδιά για το πόδι αυτού που τα φοράει. β. ξεχειλωμένα από τη χρήση. (έκφρ.) πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, για κτ. που επιχειρείται χωρίς να στηρίζεται σε σχεδιασμό ή σε άλλες εγγυήσεις επιτυχίας αλλά μόνο σε ελπίδες. σε βάρκα γεννήθηκες;, ειρωνικά, όταν κάποιος ξεχνάει, δε φροντίζει να κλείνει την πόρτα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.