στέλνω Verb  [stelno, stelnw]

  Verb
(83)
  Verb
(16)
  Verb
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)

Etymologie zu στέλνω

στέλνω mittelgriechisch στέλνω altgriechisch στέλλω proto-griechisch *stéľľō proto-indogermanisch *stel- (θέτω, βάζω)


GriechischDeutsch
Και έτσι σιωπηρά στο παρασκήνιο, άρχισα να το στέλνω στον κόσμο.Und während dessen hab ich heimlich angefangen, Leuten das hier zu schicken.

Übersetzung nicht bestätigt

Και, στην πραγματικότητα, άρχισα να ζωγραφίζω σε οτιδήποτε, και άρχισα να τους στέλνω σε διάφορα σημεία της πόλης.Eigentlich begann ich auf allem zu malen, und ich begann sie in der Stadt herum zu schicken.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu στέλνω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στέλνωστέλνουμε, στέλνομεστέλνομαιστελνόμαστε
στέλνειςστέλνετεστέλνεσαιστέλνεστε, στελνόσαστε
στέλνειστέλνουν(ε)στέλνεταιστέλνονται
Imper
fekt
έστελναστέλναμεστελνόμουν(α)στελνόμαστε, στελνόμασταν
έστελνεςστέλνατεστελνόσουν(α)στελνόσαστε, στελνόσασταν
έστελνεέστελναν, στέλναν(ε)στελνόταν(ε)στέλνονταν, στελνόντανε, στελνόντουσαν
Aoristέστειλαστείλαμεστάλθηκα, εστάληνσταλθήκαμε, εστάλημεν
έστειλεςστείλατεστάλθηκες, εστάληςσταλθήκατε, εστάλητε
έστειλεέστειλαν, στείλαν(ε)στάλθηκε, εστάληστάλθηκαν, σταλθήκαν(ε), εστάλησαν
Per
fekt
έχω στείλει
έχω σταλμένο
έχουμε στείλει
έχουμε σταλμένο
έχω σταλθεί/σταλεί
είμαι σταλμένος, -η
έχουμε σταλθεί/σταλεί
είμαστε σταλμένοι, -ες
έχεις στείλει
έχεις σταλμένο
έχετε στείλει
έχετε σταλμένο
έχεις σταλθεί/σταλεί
είσαι σταλμένος, -η
έχετε σταλθεί/σταλεί
είστε σταλμένοι, -ες
έχει στείλει
έχει σταλμένο
έχουν στείλει
έχουν σταλμένο
έχει σταλθεί/σταλεί
είναι σταλμένος, -η, -ο
έχουν σταλθεί/σταλεί
είναι σταλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στείλει
είχα σταλμένο
είχαμε στείλει
είχαμε σταλμένο
είχα σταλθεί/σταλεί
ήμουν σταλμένος, -η
είχαμε σταλθεί/σταλεί
ήμαστε σταλμένοι, -ες
είχες στείλει
είχες σταλμένο
είχατε στείλει
είχατε σταλμένο
είχες σταλθεί/σταλεί
ήσουν σταλμένος, -η
είχατε σταλθεί/σταλεί
ήσαστε σταλμένοι, -ες
είχε στείλει
είχε σταλμένο
είχαν στείλει
είχαν σταλμένο
είχε σταλθεί/σταλεί
ήταν σταλμένος, -η, -ο
είχαν σταλθεί/σταλεί
ήταν σταλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στέλνωθα στέλνουμε, θα στέλνομεθα στέλνομαιθα στελνόμαστε
θα στέλνειςθα στέλνετεθα στέλνεσαιθα στέλνεστε, θα στελνόσαστε
θα στέλνειθα στέλνουν(ε)θα στέλνεταιθα στέλνονται
Fut
ur
θα στείλωθα στείλουμε, θα στείλομεθα σταλθώ, θα σταλώθα σταλθούμε, θα σταλούμε
θα στείλειςθα στείλετεθα σταλθείς, θα σταλείςθα σταλθείτε, θα σταλείτε
θα στείλειθα στείλουν(ε)θα σταλθεί, θα σταλείθα σταλθούν(ε), θα σταλούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στείλει
θα έχω σταλμένο
θα έχουμε στείλει
θα έχουμε σταλμένο
θα έχω σταλθεί/σταλεί
θα είμαι σταλμένος, -η
θα έχουμε σταλθεί/σταλεί
θα είμαστε σταλμένοι, -ες
θα έχεις στείλει
θα έχεις σταλμένο
θα έχετε στείλει
θα έχετε σταλμένο
θα έχεις σταλθεί/σταλεί
θα είσαι σταλμένος, -η
θα έχετε σταλθεί/σταλεί
θα είστε σταλμένοι, -ες
θα έχει στείλει
θα έχει σταλμένο
θα έχουν στείλει
θα έχουν σταλμένο
θα έχει σταλθεί/σταλεί
θα είναι σταλμένος, -η, -ο
θα έχουν σταλθεί/σταλεί
θα είναι σταλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στέλνωνα στέλνουμε, να στέλνομενα στέλνομαινα στελνόμαστε
να στέλνειςνα στέλνετενα στέλνεσαινα στέλνεστε, να στελνόσαστε
να στέλνεινα στέλνουν(ε)να στέλνεταινα στέλνονται
Aoristνα στείλωνα στείλουμε, να στείλομενα σταλθώ, να σταλώνα σταλθούμε, να σταλούμε
να στείλειςνα στείλετενα σταλθείς, να σταλείςνα σταλθείτε, να σταλείτε
να στείλεινα στείλουν(ε)να σταλθεί, να σταλείνα σταλθούν(ε), να σταλούν(ε)
Perfνα έχω στείλει
να έχω σταλμένο
να έχουμε στείλει
να έχουμε σταλμένο
να έχω σταλθεί/σταλεί
να είμαι σταλμένος, -η
να έχουμε σταλθεί/σταλεί
να είμαστε σταλμένοι, -ες
να έχεις στείλει
να έχεις σταλμένο
να έχετε στείλει
να έχετε σταλμένο
να έχεις σταλθεί/σταλεί
να είσαι σταλμένος, -η
να έχετε σταλθεί/σταλεί
να είστε σταλμένοι, -ες
να έχει στείλει
να έχει σταλμένο
να έχουν στείλει
να έχουν σταλμένο
να έχει σταλθεί/σταλεί
να είναι σταλμένος, -η, -ο
να έχουν σταλθεί/σταλεί
να είναι σταλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστέλνεστέλνετεστέλνεστε
Aoristστείλεστείλετε, στείλτεσταλθείτε, σταλείτε
Part
izip
Presστέλνοντας
Perfέχοντας στείλει, έχοντας σταλμένοσταλμένος, -η, -οσταλμένοι, -ες, -α
InfinAoristστείλεισταλθεί, σταλεί

















Griechische Definition zu στέλνω

στέλνω [stélno] -ομαι Ρ αόρ. έστειλα, απαρέμφ. στείλει, παθ. αόρ. στάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εστάλη, εστάλησαν, απαρέμφ. σταλεί και σταλθεί, μππ. σταλμένος : 1. ενεργώ έτσι ώστε κτ.: α. να μεταφερθεί, να παρα δοθεί σε ορισμένο μέρος μέσο ενός προσώπου ή μιας αρμόδιας υπηρεσίας: στέλνω ένα γράμμα / μια επιταγή / ένα τηλεγράφημα σε κπ. Tα εμπορεύ ματα να σταλούν σιδηροδρομικώς. || Tους έστειλε χαιρετίσματα με το γιο τους. β. να κατευθυνθεί από ένα μέρος σε άλλο χωρίς την παρεμβολή κάποιου: Mε ένα δυνατό σουτ έστειλε την μπάλα στα δίχτυα. Ο ήλιος στέλνει στη γη φως και θερμότητα. || στέλνω σε κπ. χαμόγελα / φιλιά, απευθύνω από απόσταση. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback