leiten
 Verb

διευθύνω Verb
(54)
διοικώ Verb
(14)
ηγούμαι Verb
(9)
κατευθύνω Verb
(3)
διαχειρίζομαι Verb
(1)
μεταδίδω Verb
(0)
διοχετεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Unzulässigerweise schließe ich mich, obwohl ich die Aussprache nur leiten soll, der Aufforderung von Frau Jöns an, dass Sie die Leitlinien ins Netz stellen.Μολονότι πρέπει απλά να διευθύνω τη συζήτηση, θα κάνω κάτι που δεν προβλέπεται και θα υποστηρίξω το αίτημά σας να παρουσιαστούν οι κατευθυντήριες γραμμές στο διαδίκτυο. "

Übersetzung bestätigt

Dies wird als Richtschnur für die Maßnahmen die, die ich die Ehre habe im Kollegium zu leiten.Αυτό το στοιχείο θα αποτελέσει τον οδηγό στη δράση που θα έχω την τιμή να διευθύνω στο Σώμα των Επιτρόπων.

Übersetzung bestätigt

Und ich habe derzeit das Privileg, den gemeinnützigen "Joint Consultative Council" zu leiten.Έχω το προνόμιο τώρα να διευθύνω το Κοινό Γνωματευτικό Συμβούλιο, που είναι μη-κερδοσκοπικό.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διευθύνωδιευθύνουμε, διευθύνομεδιευθύνομαιδιευθυνόμαστε
διευθύνειςδιευθύνετεδιευθύνεσαιδιευθύνεστε, διευθυνόσαστε
διευθύνειδιευθύνουν(ε)διευθύνεταιδιευθύνονται
Imper
fekt
διεύθυναδιευθύναμεδιευθυνόμουν(α)διευθυνόμαστε, διευθυνόμασταν
διεύθυνεςδιευθύνατεδιευθυνόσουν(α)διευθυνόσαστε, διευθυνόσασταν
διεύθυνεδιεύθυναν, διευθύναν(ε)διευθυνόταν(ε)διευθύνονταν, διευθυνόντανε, διευθυνόντουσαν
Aoristδιηύθυνα, διεύθυναδιευθύναμεδιευθύνθηκαδιευθυνθήκαμε
διηύθυνες, διεύθυνεςδιευθύνατεδιευθύνθηκεςδιευθυνθήκατε
διηύθυνε, διεύθυνεδιηύθυναν, διεύθυναν, διευθύναν(ε)διευθύνθηκεδιευθύνθηκαν, διευθυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διευθύνειέχουμε διευθύνειέχω διευθυνθείέχουμε διευθυνθεί
έχεις διευθύνειέχετε διευθύνειέχεις διευθυνθείέχετε διευθυνθεί
έχει διευθύνειέχουν διευθύνειέχει διευθυνθείέχουν διευθυνθεί
Plu
per
fekt
είχα διευθύνειείχαμε διευθύνειείχα διευθυνθείείχαμε διευθυνθεί
είχες διευθύνειείχατε διευθύνειείχες διευθυνθείείχατε διευθυνθεί
είχε διευθύνειείχαν διευθύνειείχε διευθυνθείείχαν διευθυνθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διευθύνωθα διευθύνουμε, θα διευθύνομεθα διευθύνομαιθα διευθυνόμαστε
θα διευθύνειςθα διευθύνετεθα διευθύνεσαιθα διευθύνεστε, θα διευθυνόσαστε
θα διευθύνειθα διευθύνουν(ε)θα διευθύνεταιθα διευθύνονται
Fut
ur
θα διευθύνωθα διευθύνουμε, θα διευθύνομεθα διευθυνθώθα διευθυνθούμε
θα διευθύνειςθα διευθύνετεθα διευθυνθείςθα διευθυνθείτε
θα διευθύνειθα διευθύνουν(ε)θα διευθυνθείθα διευθυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διευθύνειθα έχουμε διευθύνειθα έχω διευθυνθείθα έχουμε διευθυνθεί
θα έχεις διευθύνειθα έχετε διευθύνειθα έχεις διευθυνθείθα έχετε διευθυνθεί
θα έχει διευθύνειθα έχουν διευθύνειθα έχει διευθυνθείθα έχουν διευθυνθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διευθύνωνα διευθύνουμε, να διευθύνομενα διευθύνομαινα διευθυνόμαστε
να διευθύνειςνα διευθύνετενα διευθύνεσαινα διευθύνεστε, να διευθυνόσαστε
να διευθύνεινα διευθύνουν(ε)να διευθύνεταινα διευθύνονται
Aoristνα διευθύνωνα διευθύνουμε, να διευθύνομενα διευθυνθώνα διευθυνθούμε
να διευθύνειςνα διευθύνετενα διευθυνθείςνα διευθυνθείτε
να διευθύνεινα διευθύνουν(ε)να διευθυνθείνα διευθυνθούν(ε)
Perfνα έχω διευθύνεινα έχουμε διευθύνεινα έχω διευθυνθείνα έχουμε διευθυνθεί
να έχεις διευθύνεινα έχετε διευθύνεινα έχεις διευθυνθείνα έχετε διευθυνθεί
να έχει διευθύνεινα έχουν διευθύνεινα έχει διευθυνθείνα έχουν διευθυνθεί
Imper
ativ
Presδιεύθυνεδιευθύνετεδιευθύνεστε
Aoristδιεύθυνεδιευθύνετεδιευθύνσουδιευθυνθείτε
Part
izip
Presδιευθύνοντας
Perfέχοντας διευθύνει
InfinAoristδιευθύνειδιευθυνθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατευθύνωκατευθύνουμε, κατευθύνομεκατευθύνομαικατευθυνόμαστε
κατευθύνειςκατευθύνετεκατευθύνεσαικατευθύνεστε, κατευθυνόσαστε
κατευθύνεικατευθύνουν(ε)κατευθύνεταικατευθύνονται
Imper
fekt
κατεύθυνακατευθύναμεκατευθυνόμουν(α)κατευθυνόμαστε, κατευθυνόμασταν
κατεύθυνεςκατευθύνατεκατευθυνόσουν(α)κατευθυνόσαστε, κατευθυνόσασταν
κατεύθυνεκατεύθυναν, κατευθύναν(ε)κατευθυνόταν(ε)κατευθύνονταν, κατευθυνόντανε, κατευθυνόντουσαν
Aoristκατηύθυνα, κατεύθυνακατευθύναμεκατευθύνθηκακατευθυνθήκαμε
κατηύθυνες, κατεύθυνεςκατευθύνατεκατευθύνθηκεςκατευθυνθήκατε
κατηύθυνε, κατεύθυνεκατηύθυναν, κατεύθυναν, κατευθύναν(ε)κατευθύνθηκεκατευθύνθηκαν, κατευθυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατευθύνειέχουμε κατευθύνειέχω κατευθυνθείέχουμε κατευθυνθεί
έχεις κατευθύνειέχετε κατευθύνειέχεις κατευθυνθείέχετε κατευθυνθεί
έχει κατευθύνειέχουν κατευθύνειέχει κατευθυνθείέχουν κατευθυνθεί
Plu
per
fekt
είχα κατευθύνειείχαμε κατευθύνειείχα κατευθυνθείείχαμε κατευθυνθεί
είχες κατευθύνειείχατε κατευθύνειείχες κατευθυνθείείχατε κατευθυνθεί
είχε κατευθύνειείχαν κατευθύνειείχε κατευθυνθείείχαν κατευθυνθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατευθύνωθα κατευθύνουμε, θα κατευθύνομεθα κατευθύνομαιθα κατευθυνόμαστε
θα κατευθύνειςθα κατευθύνετεθα κατευθύνεσαιθα κατευθύνεστε, θα κατευθυνόσαστε
θα κατευθύνειθα κατευθύνουν(ε)θα κατευθύνεταιθα κατευθύνονται
Fut
ur
θα κατευθύνωθα κατευθύνουμε, θα κατευθύνομεθα κατευθυνθώθα κατευθυνθούμε
θα κατευθύνειςθα κατευθύνετεθα κατευθυνθείςθα κατευθυνθείτε
θα κατευθύνειθα κατευθύνουν(ε)θα κατευθυνθείθα κατευθυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατευθύνειθα έχουμε κατευθύνειθα έχω κατευθυνθείθα έχουμε κατευθυνθεί
θα έχεις κατευθύνειθα έχετε κατευθύνειθα έχεις κατευθυνθείθα έχετε κατευθυνθεί
θα έχει κατευθύνειθα έχουν κατευθύνειθα έχει κατευθυνθείθα έχουν κατευθυνθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατευθύνωνα κατευθύνουμε, να κατευθύνομενα κατευθύνομαινα κατευθυνόμαστε
να κατευθύνειςνα κατευθύνετενα κατευθύνεσαινα κατευθύνεστε, να κατευθυνόσαστε
να κατευθύνεινα κατευθύνουν(ε)να κατευθύνεταινα κατευθύνονται
Aoristνα κατευθύνωνα κατευθύνουμε, να κατευθύνομενα κατευθυνθώνα κατευθυνθούμε
να κατευθύνειςνα κατευθύνετενα κατευθυνθείςνα κατευθυνθείτε
να κατευθύνεινα κατευθύνουν(ε)να κατευθυνθείνα κατευθυνθούν(ε)
Perfνα έχω κατευθύνεινα έχουμε κατευθύνεινα έχω κατευθυνθείνα έχουμε κατευθυνθεί
να έχεις κατευθύνεινα έχετε κατευθύνεινα έχεις κατευθυνθείνα έχετε κατευθυνθεί
να έχει κατευθύνεινα έχουν κατευθύνεινα έχει κατευθυνθείνα έχουν κατευθυνθεί
Imper
ativ
Presκατεύθυνεκατευθύνετεκατευθύνεστε
Aoristκατεύθυνεκατευθύνετεκατευθύνσουκατευθυνθείτε
Part
izip
Presκατευθύνοντας
Perfέχοντας κατευθύνει
InfinAoristκατευθύνεικατευθυνθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταδίδωμεταδίδουμε, μεταδίδομεμεταδίδομαιμεταδιδόμαστε
μεταδίδειςμεταδίδετεμεταδίδεσαιμεταδίδεστε, μεταδιδόσαστε
μεταδίδειμεταδίδουν(ε)μεταδίδεταιμεταδίδονται
Imper
fekt
μετέδιδαμεταδίδαμεμεταδιδόμουν(α)μεταδιδόμαστε
μετέδιδεςμεταδίδατεμεταδιδόσουν(α)μεταδιδόσαστε
μετέδιδεμετέδιδαν, μεταδίδαν(ε)μεταδιδόταν(ε)μεταδίδονταν
Aoristμετέδωσα, μετάδωσαμεταδώσαμεμεταδόθηκαμεταδοθήκαμε
μετέδωσες, μετάδωσεςμεταδώσατεμεταδόθηκεςμεταδοθήκατε
μετέδωσε, μετάδωσεμετέδωσαν, μεταδώσαν(ε)μεταδόθηκεμεταδόθηκαν, μεταδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταδώσειέχουμε μεταδώσειέχω μεταδοθεί
(είμαι μεταδομένος, -η)
έχουμε μεταδοθεί
(είμαστε μεταδομένοι, -ες)
έχεις μεταδώσειέχετε μεταδώσειέχεις μεταδοθεί
(είσαι μεταδομένος, -η)
έχετε μεταδοθεί
(είστε μεταδομένοι, -ες)
έχει μεταδώσειέχουν μεταδώσειέχει μεταδοθεί
(είναι μεταδομένος, -η, -ο)
έχουν μεταδοθεί
(είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα μεταδώσειείχαμε μεταδώσειείχα μεταδοθεί
(ήμουν μεταδομένος, -η)
είχαμε μεταδοθεί
(ήμαστε μεταδομένος, -η)
είχες μεταδώσειείχατε μεταδώσειείχες μεταδοθεί
(ήσουν μεταδομένος, -η)
είχατε μεταδοθεί
(ήσαστε μεταδομένος, -η)
είχε μεταδώσειείχαν μεταδώσειείχε μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένος, -η, -ο)
είχαν μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταδίδωθα μεταδίδουμε, θα μεταδίδομεθα μεταδίδομαιθα μεταδιδόμαστε
θα μεταδίδειςθα μεταδίδετεθα μεταδίδεσαιθα μεταδίδεστε, θα μεταδιδόσαστε
θα μεταδίδειθα μεταδίδουν(ε)θα μεταδίδεταιθα μεταδίδονται
Fut
ur
θα μεταδώσωθα μεταδώσουμε, θα μεταδώσομεθα μεταδοθώθα μεταδοθούμε
θα μεταδώσειςθα μεταδώσετεθα μεταδοθείςθα μεταδοθείτε
θα μεταδώσειθα μεταδώσουν(ε)θα μεταδοθείθα μεταδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταδώσειθα έχουμε μεταδώσειθα έχω μεταδοθεί
(θα είμαι μεταδομένος, -η)
θα έχουμε μεταδοθεί
(θα είμαστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχεις μεταδώσειθα έχετε μεταδώσειθα έχεις μεταδοθεί
(θα είσαι μεταδομένος, -η)
θα έχετε μεταδοθεί
(θα είστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχει μεταδώσειθα έχουν μεταδώσειθα έχει μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένος, -η, -ο)
θα έχουν μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταδίδωνα μεταδίδουμε, να μεταδίδομενα μεταδίδομαινα μεταδιδόμαστε
να μεταδίδειςνα μεταδίδετενα μεταδίδεσαινα μεταδίδεστε, να μεταδιδόσαστε
να μεταδίδεινα μεταδίδουν(ε)να μεταδίδεταινα μεταδίδονται
Aoristνα μεταδώσωνα μεταδώσουμε, να μεταδώσομενα μεταδοθώνα μεταδοθούμε
να μεταδώσειςνα μεταδώσετενα μεταδοθείςνα μεταδοθείτε
να μεταδώσεινα μεταδώσουν(ε)να μεταδοθείνα μεταδοθούν(ε)
Perfνα έχω μεταδώσεινα έχουμε μεταδώσεινα έχω μεταδοθεί
(να είμαι μεταδομένος, -η)
να έχουμε μεταδοθεί
(να είμαστε μεταδομένοι, -ες)
να έχεις μεταδώσεινα έχετε μεταδώσεινα έχεις μεταδοθεί
(να είσαι μεταδομένος, -η)
να έχετε μεταδοθεί
(να είστε μεταδομένοι, -ες)
να έχει μεταδώσεινα έχουν μεταδώσεινα έχει μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένος, -η, -ο)
να έχουν μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presμετάδιδεμεταδίδετεμεταδίδεστε
Aoristμετάδωσεμεταδώστε, μεταδώσετεμεταδώσουμεταδοθείτε
Part
izip
Presμεταδίδονταςμεταδιδόμενος
Perfέχοντας μεταδώσειμεταδομένος, -η, -ομεταδομένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταδώσειμεταδοθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback