κατευθύνω Verb  [katefthino, kateythynw]

  Verb
(8)
  Verb
(3)
  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu κατευθύνω

κατευθύνω altgriechisch κατευθύνω κατά + εὐθύς


GriechischDeutsch
(BG) Θα ήθελα να κατευθύνω τη συζήτηση προς μια πιο πρακτική κατεύθυνση, επειδή την προηγούμενη εβδομάδα ο Επίτροπος δήλωσε ότι θα διεξαχθεί ειδικός έλεγχος από τη Eurostat σχετικά με τα στατιστικά δεδομένα τα οποία έλαβε η Επιτροπή από τη Βουλγαρία.(BG) Ich möchte die Debatte in eine praktischere Richtung lenken, denn vergangene Woche hat der Kommissar erklärt, dass Eurostat eine spezielle Prüfung der statistischen Daten durchführen wird, die die Kommission aus Bulgarien erhalten hat.

Übersetzung bestätigt

Συμφωνώ, προφανώς, με πολλά από όσα αναφέρθηκαν, όμως θα ήθελα να κατευθύνω τη συζήτηση σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου.Ich stimme selbstverständlich mit vielen Dingen, die bereits gesagt wurden, überein, aber ich möchte die Debatte ein wenig weiter in Richtung Zukunft lenken.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κατευθύνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατευθύνωκατευθύνουμε, κατευθύνομεκατευθύνομαικατευθυνόμαστε
κατευθύνειςκατευθύνετεκατευθύνεσαικατευθύνεστε, κατευθυνόσαστε
κατευθύνεικατευθύνουν(ε)κατευθύνεταικατευθύνονται
Imper
fekt
κατεύθυνακατευθύναμεκατευθυνόμουν(α)κατευθυνόμαστε, κατευθυνόμασταν
κατεύθυνεςκατευθύνατεκατευθυνόσουν(α)κατευθυνόσαστε, κατευθυνόσασταν
κατεύθυνεκατεύθυναν, κατευθύναν(ε)κατευθυνόταν(ε)κατευθύνονταν, κατευθυνόντανε, κατευθυνόντουσαν
Aoristκατηύθυνα, κατεύθυνακατευθύναμεκατευθύνθηκακατευθυνθήκαμε
κατηύθυνες, κατεύθυνεςκατευθύνατεκατευθύνθηκεςκατευθυνθήκατε
κατηύθυνε, κατεύθυνεκατηύθυναν, κατεύθυναν, κατευθύναν(ε)κατευθύνθηκεκατευθύνθηκαν, κατευθυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατευθύνειέχουμε κατευθύνειέχω κατευθυνθείέχουμε κατευθυνθεί
έχεις κατευθύνειέχετε κατευθύνειέχεις κατευθυνθείέχετε κατευθυνθεί
έχει κατευθύνειέχουν κατευθύνειέχει κατευθυνθείέχουν κατευθυνθεί
Plu
per
fekt
είχα κατευθύνειείχαμε κατευθύνειείχα κατευθυνθείείχαμε κατευθυνθεί
είχες κατευθύνειείχατε κατευθύνειείχες κατευθυνθείείχατε κατευθυνθεί
είχε κατευθύνειείχαν κατευθύνειείχε κατευθυνθείείχαν κατευθυνθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατευθύνωθα κατευθύνουμε, θα κατευθύνομεθα κατευθύνομαιθα κατευθυνόμαστε
θα κατευθύνειςθα κατευθύνετεθα κατευθύνεσαιθα κατευθύνεστε, θα κατευθυνόσαστε
θα κατευθύνειθα κατευθύνουν(ε)θα κατευθύνεταιθα κατευθύνονται
Fut
ur
θα κατευθύνωθα κατευθύνουμε, θα κατευθύνομεθα κατευθυνθώθα κατευθυνθούμε
θα κατευθύνειςθα κατευθύνετεθα κατευθυνθείςθα κατευθυνθείτε
θα κατευθύνειθα κατευθύνουν(ε)θα κατευθυνθείθα κατευθυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατευθύνειθα έχουμε κατευθύνειθα έχω κατευθυνθείθα έχουμε κατευθυνθεί
θα έχεις κατευθύνειθα έχετε κατευθύνειθα έχεις κατευθυνθείθα έχετε κατευθυνθεί
θα έχει κατευθύνειθα έχουν κατευθύνειθα έχει κατευθυνθείθα έχουν κατευθυνθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατευθύνωνα κατευθύνουμε, να κατευθύνομενα κατευθύνομαινα κατευθυνόμαστε
να κατευθύνειςνα κατευθύνετενα κατευθύνεσαινα κατευθύνεστε, να κατευθυνόσαστε
να κατευθύνεινα κατευθύνουν(ε)να κατευθύνεταινα κατευθύνονται
Aoristνα κατευθύνωνα κατευθύνουμε, να κατευθύνομενα κατευθυνθώνα κατευθυνθούμε
να κατευθύνειςνα κατευθύνετενα κατευθυνθείςνα κατευθυνθείτε
να κατευθύνεινα κατευθύνουν(ε)να κατευθυνθείνα κατευθυνθούν(ε)
Perfνα έχω κατευθύνεινα έχουμε κατευθύνεινα έχω κατευθυνθείνα έχουμε κατευθυνθεί
να έχεις κατευθύνεινα έχετε κατευθύνεινα έχεις κατευθυνθείνα έχετε κατευθυνθεί
να έχει κατευθύνεινα έχουν κατευθύνεινα έχει κατευθυνθείνα έχουν κατευθυνθεί
Imper
ativ
Presκατεύθυνεκατευθύνετεκατευθύνεστε
Aoristκατεύθυνεκατευθύνετεκατευθύνσουκατευθυνθείτε
Part
izip
Presκατευθύνοντας
Perfέχοντας κατευθύνει
InfinAoristκατευθύνεικατευθυνθεί











Griechische Definition zu κατευθύνω

κατευθύνω [katefθíno] -ομαι πρτ. και αόρ. και κατηύθυνα, απαρέμφ. κατευθύνει : δίνω σε κτ. ή σε κπ. μια ορισμένη κατεύθυνση. 1. στρέφω ή οδηγώ κτ. ή κπ. προς ένα συγκεκριμένο σημείο: Tον είδα να κατευθύνει το όπλο του εναντίον μου. κατευθύνω το τηλεσκόπιο προς τη σελήνη. κατευθύνω το βλέμμα μου προς το μέρος του. κατευθύνω το όχημα / το πλήθος προς την έξοδο. κατευθύνω τα βήματά μου προς το σπίτι μου. Ο Θεός ας κατευθύνει τα βήματά μας, ας μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο. || (παθ.) κινούμαι προς ορισμένο σημείο: Tα στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς τα νότια. Ο καθηγητής μπήκε στην αίθουσα και κατευθύνθηκε προς την έδρα. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι τουρίστες κατευθύνονται προς τις μεσογειακές ακτές. Tο πλοίο / το αεροπλάνο κατευθύνεται προς την Aμερική. (τεχν.) Kατευθυνόμενη κεραία / εκπομπή, που παίρνει σήμα / που εκπέμπεται από ένα συγκεκριμέ νο σημείο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback