lenken
 Verb

κατευθύνω Verb
(8)
οδηγώ Verb
(5)
DeutschGriechisch
(BG) Ich möchte die Debatte in eine praktischere Richtung lenken, denn vergangene Woche hat der Kommissar erklärt, dass Eurostat eine spezielle Prüfung der statistischen Daten durchführen wird, die die Kommission aus Bulgarien erhalten hat.(BG) Θα ήθελα να κατευθύνω τη συζήτηση προς μια πιο πρακτική κατεύθυνση, επειδή την προηγούμενη εβδομάδα ο Επίτροπος δήλωσε ότι θα διεξαχθεί ειδικός έλεγχος από τη Eurostat σχετικά με τα στατιστικά δεδομένα τα οποία έλαβε η Επιτροπή από τη Βουλγαρία.

Übersetzung bestätigt

Ich stimme selbstverständlich mit vielen Dingen, die bereits gesagt wurden, überein, aber ich möchte die Debatte ein wenig weiter in Richtung Zukunft lenken.Συμφωνώ, προφανώς, με πολλά από όσα αναφέρθηκαν, όμως θα ήθελα να κατευθύνω τη συζήτηση σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατευθύνωκατευθύνουμε, κατευθύνομεκατευθύνομαικατευθυνόμαστε
κατευθύνειςκατευθύνετεκατευθύνεσαικατευθύνεστε, κατευθυνόσαστε
κατευθύνεικατευθύνουν(ε)κατευθύνεταικατευθύνονται
Imper
fekt
κατεύθυνακατευθύναμεκατευθυνόμουν(α)κατευθυνόμαστε, κατευθυνόμασταν
κατεύθυνεςκατευθύνατεκατευθυνόσουν(α)κατευθυνόσαστε, κατευθυνόσασταν
κατεύθυνεκατεύθυναν, κατευθύναν(ε)κατευθυνόταν(ε)κατευθύνονταν, κατευθυνόντανε, κατευθυνόντουσαν
Aoristκατηύθυνα, κατεύθυνακατευθύναμεκατευθύνθηκακατευθυνθήκαμε
κατηύθυνες, κατεύθυνεςκατευθύνατεκατευθύνθηκεςκατευθυνθήκατε
κατηύθυνε, κατεύθυνεκατηύθυναν, κατεύθυναν, κατευθύναν(ε)κατευθύνθηκεκατευθύνθηκαν, κατευθυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατευθύνειέχουμε κατευθύνειέχω κατευθυνθείέχουμε κατευθυνθεί
έχεις κατευθύνειέχετε κατευθύνειέχεις κατευθυνθείέχετε κατευθυνθεί
έχει κατευθύνειέχουν κατευθύνειέχει κατευθυνθείέχουν κατευθυνθεί
Plu
per
fekt
είχα κατευθύνειείχαμε κατευθύνειείχα κατευθυνθείείχαμε κατευθυνθεί
είχες κατευθύνειείχατε κατευθύνειείχες κατευθυνθείείχατε κατευθυνθεί
είχε κατευθύνειείχαν κατευθύνειείχε κατευθυνθείείχαν κατευθυνθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατευθύνωθα κατευθύνουμε, θα κατευθύνομεθα κατευθύνομαιθα κατευθυνόμαστε
θα κατευθύνειςθα κατευθύνετεθα κατευθύνεσαιθα κατευθύνεστε, θα κατευθυνόσαστε
θα κατευθύνειθα κατευθύνουν(ε)θα κατευθύνεταιθα κατευθύνονται
Fut
ur
θα κατευθύνωθα κατευθύνουμε, θα κατευθύνομεθα κατευθυνθώθα κατευθυνθούμε
θα κατευθύνειςθα κατευθύνετεθα κατευθυνθείςθα κατευθυνθείτε
θα κατευθύνειθα κατευθύνουν(ε)θα κατευθυνθείθα κατευθυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατευθύνειθα έχουμε κατευθύνειθα έχω κατευθυνθείθα έχουμε κατευθυνθεί
θα έχεις κατευθύνειθα έχετε κατευθύνειθα έχεις κατευθυνθείθα έχετε κατευθυνθεί
θα έχει κατευθύνειθα έχουν κατευθύνειθα έχει κατευθυνθείθα έχουν κατευθυνθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατευθύνωνα κατευθύνουμε, να κατευθύνομενα κατευθύνομαινα κατευθυνόμαστε
να κατευθύνειςνα κατευθύνετενα κατευθύνεσαινα κατευθύνεστε, να κατευθυνόσαστε
να κατευθύνεινα κατευθύνουν(ε)να κατευθύνεταινα κατευθύνονται
Aoristνα κατευθύνωνα κατευθύνουμε, να κατευθύνομενα κατευθυνθώνα κατευθυνθούμε
να κατευθύνειςνα κατευθύνετενα κατευθυνθείςνα κατευθυνθείτε
να κατευθύνεινα κατευθύνουν(ε)να κατευθυνθείνα κατευθυνθούν(ε)
Perfνα έχω κατευθύνεινα έχουμε κατευθύνεινα έχω κατευθυνθείνα έχουμε κατευθυνθεί
να έχεις κατευθύνεινα έχετε κατευθύνεινα έχεις κατευθυνθείνα έχετε κατευθυνθεί
να έχει κατευθύνεινα έχουν κατευθύνεινα έχει κατευθυνθείνα έχουν κατευθυνθεί
Imper
ativ
Presκατεύθυνεκατευθύνετεκατευθύνεστε
Aoristκατεύθυνεκατευθύνετεκατευθύνσουκατευθυνθείτε
Part
izip
Presκατευθύνοντας
Perfέχοντας κατευθύνει
InfinAoristκατευθύνεικατευθυνθεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
οδηγώ, odigao">οδηγάωοδηγούμεοδηγούμαιοδηγούμαστε
οδηγείςοδηγείτεοδηγείσαιοδηγείστε
οδηγείοδηγούν(ε)οδηγείταιοδηγούνται
Imper
fekt
οδηγούσαοδηγούσαμεοδηγούμουνοδηγούμαστε
οδηγούσεςοδηγούσατε
οδηγούσεοδηγούσαν(ε)οδηγούνταν, οδηγείτοοδηγούνταν, οδηγούντο
Aoristοδήγησαοδηγήσαμεοδηγήθηκαοδηγηθήκαμε
οδήγησεςοδηγήσατεοδηγήθηκεςοδηγηθήκατε
οδήγησεοδήγησαν, οδηγήσαν(ε)οδηγήθηκεοδηγήθηκαν, οδηγηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω οδηγήσει
έχω οδηγημένο
έχουμε οδηγήσει
έχουμε οδηγημένο
έχω οδηγηθεί
είμαι οδηγημένος, -η
έχουμε οδηγηθεί
είμαστε οδηγημένοι, -ες
έχεις οδηγήσει
έχεις οδηγημένο
έχετε οδηγήσει
έχετε οδηγημένο
έχεις οδηγηθεί
είσαι οδηγημένος, -η
έχετε οδηγηθεί
είστε οδηγημένοι, -ες
έχει οδηγήσει
έχει οδηγημένο
έχουν οδηγήσει
έχουν οδηγημένο
έχει οδηγηθεί
είναι οδηγημένος, -η, -ο
έχουν οδηγηθεί
είναι οδηγημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα οδηγήσει
είχα οδηγημένο
είχαμε οδηγήσει
είχαμε οδηγημένο
είχα οδηγηθεί
ήμουν οδηγημένος, -η
είχαμε οδηγηθεί
ήμαστε οδηγημένοι, -ες
είχες οδηγήσει
είχες οδηγημένο
είχατε οδηγήσει
είχατε οδηγημένο
είχες οδηγηθεί
ήσουν οδηγημένος, -η
είχατε οδηγηθεί
ήσαστε οδηγημένοι, -ες
είχε οδηγήσει
είχε οδηγημένο
είχαν οδηγήσει
είχαν οδηγημένο
είχε οδηγηθεί
ήταν οδηγημένος, -η, -ο
είχαν οδηγηθεί
ήταν οδηγημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα οδηγώθα οδηγούμεθα οδηγούμαιθα οδηγούμαστε
θα οδηγείςθα οδηγείτεθα οδηγείσαιθα οδηγείστε
θα οδηγείθα οδηγούν(ε)θα οδηγείταιθα οδηγούνται
Fut
ur
θα οδηγήσωθα οδηγήσουμεθα οδηγηθώθα οδηγηθούμε
θα οδηγήσειςθα οδηγήσετεθα οδηγηθείςθα οδηγηθείτε
θα οδηγήσειθα οδηγήσουν(ε)θα οδηγηθείθα οδηγηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω οδηγήσει
θα έχω οδηγημένο
θα έχουμε οδηγήσει
θα έχουμε οδηγημένο
θα έχω οδηγηθεί
θα είμαι οδηγημένος, -η
θα έχουμε οδηγηθεί
θα είμαστε οδηγημένοι, -ες
θα έχεις οδηγήσει
θα έχεις οδηγημένο
θα έχετε οδηγήσει
θα έχετε οδηγημένο
θα έχεις οδηγηθεί
θα είσαι οδηγημένος, -η
θα έχετε οδηγηθεί
θα είστε οδηγημένοι, -η
θα έχει οδηγήσει
θα έχει οδηγημένο
θα έχουν οδηγήσει
θα έχουν οδηγημένο
θα έχει οδηγηθεί
θα είναι οδηγημένος, -η, -ο
θα έχουν οδηγηθεί
θα είναι οδηγημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να οδηγώνα οδηγούμενα οδηγούμαινα οδηγούμαστε
να οδηγείςνα οδηγείτενα οδηγείσαινα οδηγείστε
να οδηγείνα οδηγούν(ε)να οδηγείταινα οδηγούνται
Aoristνα οδηγήσωνα οδηγήσουμε, να οδηγήσομενα οδηγηθώνα οδηγηθούμε
να οδηγήσειςνα οδηγήσετενα οδηγηθείςνα οδηγηθείτε
να οδηγήσεινα οδηγήσουν(ε)να οδηγηθείνα οδηγηθούν(ε)
Perfνα έχω οδηγήσει
να έχω οδηγημένο
να έχουμε οδηγήσει
να έχουμε οδηγημένο
να έχω οδηγηθεί
να είμαι οδηγημένος, -η
να έχουμε οδηγηθεί
να είμαστε οδηγημένοι, -ες
να έχεις οδηγήσει
να έχεις οδηγημένο
να έχετε οδηγήσει
να έχετε οδηγημένο
να έχεις οδηγηθεί
να είσαι οδηγημένος, -η
να έχετε οδηγηθεί
να είστε οδηγημένοι, -ες
να έχει οδηγήσει
να έχει οδηγημένο
να έχουν οδηγήσει
να έχουν οδηγημένο
να έχει οδηγηθεί
να είναι οδηγημένος, -η, -ο
να έχουν οδηγηθεί
να είναι οδηγημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presοδηγείτεοδηγείστε
Aoristοδήγησεοδηγήστε, οδηγήσετεοδηγήσουοδηγηθείτε
Part
izip
Presοδηγώντας
Perfέχοντας οδηγήσει
έχοντας οδηγημένο
οδηγημένος, -η, -οοδηγημένοι, -ες, -α
InfinAoristοδηγήσειοδηγηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback