richten
 Verb

απευθύνω Verb
(128)
κρίνω Verb
(43)
κατευθύνω Verb
(2)
ανατάσσω Verb
(0)
ισιάζω Verb
(0)
στρέφω Verb
(0)
διευθύνω Verb
(0)
δικάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
„Ich möchte eine klare Botschaft an die europäischen Unternehmen richten: Frauen sind ein Gewinn“, sagte die für Justiz zuständige Kommissarin Reding.«Θα ήθελα να απευθύνω ένα σαφές μήνυμα στην Ευρώπη των επιχειρήσεων: γυναίκες σημαίνει επιχειρηματική ευφυΐα», δήλωσε η Αντιπρόεδρος Reding, Επίτροπος Δικαιοσύνης της ΕΕ.

Übersetzung bestätigt

Abschließend möchte ich ein Wort des Dankes an Finnland und Deutschland richten, auf deren verdienstvolle Initiative hin der Vorschlag vorgelegt wurde.Τέλος, θέλω να απευθύνω τις ευχαριστίες μου στη Φινλανδία και στη Γερμανία, καθότι η πρόταση υποβλήθηκε με αξιέπαινη πρωτοβουλία τους.

Übersetzung bestätigt

Des weiteren möchte ich einen Appell an die Mitgliedstaaten richten, die Maßnahmen, die durch den Berichterstatter in dem exzellenten Bericht und durch die österreichische Initiative im Interesse der Schwächsten unserer Gesellschaft vorgeschlagen werden, möglichst rasch und effizient umzusetzen.Πέραν αυτού, θα ήθελα να απευθύνω έκκληση στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν όσο το δυνατόν συντομότερα και αποτελεσματικότερα τα μέτρα τα οποία προτάθηκαν τόσο από τον εισηγητή σε αυτή την έξοχη έκθεση όσο και στο πλαίσιο της αυστριακής πρωτοβουλίας, προς όφελος των πιο αδυνάτων μελών της κοινωνίας μας.

Übersetzung bestätigt

Ich bedaure, daß nur 238 Kollegen dem Text letztlich zugestimmt haben, und ich möchte an die Verantwortlichen des Hauses eine Bitte richten: Es sollte überprüft werden, ob die Verfahren wirklich sinnvoll waren.Λυπάμαι που υπέρ του κειμένου ψήφισαν σε τελευταία ανάλυση μόνο 238 συνάδελφοι και θέλω να απευθύνω την εξής παράκληση στους υπεύθυνους του Σώματος: Θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ήταν πραγματικά λογικές οι διαδικασίες.

Übersetzung bestätigt

Zum Abschluß möchte ich an das Kommissionsmitglied eine kleine Bitte richten.Θα ήθελα τέλος να απευθύνω μια μικρή έκκληση στον Επίτροπο.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
urteilen (nach)
richten
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απευθύνωαπευθύνουμε, απευθύνομεαπευθύνομαιαπευθυνόμαστε
απευθύνειςαπευθύνετεαπευθύνεσαιαπευθύνεστε, απευθυνόσαστε
απευθύνειαπευθύνουν(ε)απευθύνεταιαπευθύνονται
Imper
fekt
απεύθυνααπευθύναμεαπευθυνόμουν(α)απευθυνόμαστε, απευθυνόμασταν
απεύθυνεςαπευθύνατεαπευθυνόσουν(α)απευθυνόσαστε, απευθυνόσασταν
απεύθυνεαπεύθυναν, απευθύναν(ε)απευθυνόταν(ε)απευθύνονταν, απευθυνόντανε, απευθυνόντουσαν
Aoristαπηύθυνα, απεύθυνααπευθύναμεαπευθύνθηκααπευθυνθήκαμε
απηύθυνες, απεύθυνεςαπευθύνατεαπευθύνθηκεςαπευθυνθήκατε
απηύθυνε, απεύθυνεαπηύθυναν, απεύθυναν, απευθύναν(ε)απευθύνθηκεαπευθύνθηκαν, απευθυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω απευθύνειέχουμε απευθύνειέχω απευθυνθείέχουμε απευθυνθεί
έχεις απευθύνειέχετε απευθύνειέχεις απευθυνθείέχετε απευθυνθεί
έχει απευθύνειέχουν απευθύνειέχει απευθυνθείέχουν απευθυνθεί
Plu
per
fekt
είχα απευθύνειείχαμε απευθύνειείχα απευθυνθείείχαμε απευθυνθεί
είχες απευθύνειείχατε απευθύνειείχες απευθυνθείείχατε απευθυνθεί
είχε απευθύνειείχαν απευθύνειείχε απευθυνθείείχαν απευθυνθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απευθύνωθα απευθύνουμε, θα απευθύνομεθα απευθύνομαιθα απευθυνόμαστε
θα απευθύνειςθα απευθύνετεθα απευθύνεσαιθα απευθύνεστε, θα απευθυνόσαστε
θα απευθύνειθα απευθύνουν(ε)θα απευθύνεταιθα απευθύνονται
Fut
ur
θα απευθύνωθα απευθύνουμε, θα απευθύνομεθα απευθυνθώθα απευθυνθούμε
θα απευθύνειςθα απευθύνετεθα απευθυνθείςθα απευθυνθείτε
θα απευθύνειθα απευθύνουν(ε)θα απευθυνθείθα απευθυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απευθύνειθα έχουμε απευθύνειθα έχω απευθυνθείθα έχουμε απευθυνθεί
θα έχεις απευθύνειθα έχετε απευθύνειθα έχεις απευθυνθείθα έχετε απευθυνθεί
θα έχει απευθύνειθα έχουν απευθύνειθα έχει απευθυνθείθα έχουν απευθυνθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απευθύνωνα απευθύνουμε, να απευθύνομενα απευθύνομαινα απευθυνόμαστε
να απευθύνειςνα απευθύνετενα απευθύνεσαινα απευθύνεστε, να απευθυνόσαστε
να απευθύνεινα απευθύνουν(ε)να απευθύνεταινα απευθύνονται
Aoristνα απευθύνωνα απευθύνουμε, να απευθύνομενα απευθυνθώνα απευθυνθούμε
να απευθύνειςνα απευθύνετενα απευθυνθείςνα απευθυνθείτε
να απευθύνεινα απευθύνουν(ε)να απευθυνθείνα απευθυνθούν(ε)
Perfνα έχω απευθύνεινα έχουμε απευθύνεινα έχω απευθυνθείνα έχουμε απευθυνθεί
να έχεις απευθύνεινα έχετε απευθύνεινα έχεις απευθυνθείνα έχετε απευθυνθεί
να έχει απευθύνεινα έχουν απευθύνεινα έχει απευθυνθείνα έχουν απευθυνθεί
Imper
ativ
Presαπεύθυνεαπευθύνετεαπευθύνεστε
Aoristαπεύθυνεαπευθύνετεαπευθύνσουαπευθυνθείτε
Part
izip
Presαπευθύνοντας
Perfέχοντας απευθύνειτο απευθυμένοτα απευθυμένα
InfinAoristαπευθύνειαπευθυνθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρίνωκρίνουμε, κρίνομεκρίνομαικρινόμαστε
κρίνειςκρίνετεκρίνεσαικρίνεστε, κρινόσαστε
κρίνεικρίνουν(ε)κρίνεταικρίνονται
Imper
fekt
έκρινακρίναμεκρινόμουν(α)κρινόμαστε, κρινόμασταν
έκρινεςκρίνατεκρινόσουν(α)κρινόσαστε, κρινόσασταν
έκρινεέκριναν, κρίναν(ε)κρινόταν(ε)κρίνονταν, κρινόντανε, κρινόντουσαν
Aoristέκρινακρίναμεκρίθηκακριθήκαμε
έκρινεςκρίνατεκρίθηκεςκριθήκατε
έκρινεέκριναν, κρίναν(ε)κρίθηκεκρίθηκαν, κριθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κρίνειέχουμε κρίνειέχω κριθεί
είμαι κριμένος, -η
έχουμε κριθεί
είμαστε κριμένοι, -ες
έχεις κρίνειέχετε κρίνειέχεις κριθεί
είσαι κριμένος, -η
έχετε κριθεί
είστε κριμένοι, -ες
έχει κρίνειέχουν κρίνειέχει κριθεί
είναι κριμένος, -η, -ο
έχουν κριθεί
είναι κριμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κρίνειείχαμε κρίνειείχα κριθεί
ήμουν κριμένος, -η
είχαμε κριθεί
ήμαστε κριμένοι, -ες
είχες κρίνειείχατε κρίνειείχες κριθεί
ήσουν κριμένος, -η
είχατε κριθεί
ήσαστε κριμένοι, -ες
είχε κρίνειείχαν κρίνειείχε κριθεί
ήταν κριμένος, -η, -ο
είχαν κριθεί
ήταν κριμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρίνωθα κρίνουμε, θα κρίνομεθα κρίνομαιθα κρινόμαστε
θα κρίνειςθα κρίνετεθα κρίνεσαιθα κρίνεστε, θα κρινόσαστε
θα κρίνειθα κρίνουν(ε)θα κρίνεταιθα κρίνονται
Fut
ur
θα κρίνωθα κρίνουμε, θα κρίνομεθα κριθώθα κριθούμε
θα κρίνειςθα κρίνετεθα κριθείςθα κριθείτε
θα κρίνειθα κρίνουν(ε)θα κριθείθα κριθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρίνειθα έχουμε κρίνειθα έχω κριθεί
θα είμαι κριμένος, -η
θα έχουμε κριθεί
θα είμαστε κριμένοι, -ες
θα έχεις κρίνειθα έχετε κρίνειθα έχεις κριθεί
θα είσαι κριμένος, -η
θα έχετε κριθεί
θα είστε κριμένοι, -ες
θα έχει κρίνειθα έχουν κρίνειθα έχει κριθεί
θα είναι κριμένος, -η, -ο
θα έχουν κριθεί
θα είναι κριμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρίνωνα κρίνουμε, να κρίνομενα κρίνομαινα κρινόμαστε
να κρίνειςνα κρίνετενα κρίνεσαινα κρίνεστε, να κρινόσαστε
να κρίνεινα κρίνουν(ε)να κρίνεταινα κρίνονται
Aoristνα κρίνωνα κρίνουμε, να κρίνομενα κριθώνα κριθούμε
να κρίνειςνα κρίνετενα κριθείςνα κριθείτε
να κρίνεινα κρίνουν(ε)να κριθείνα κριθούν(ε)
Perfνα έχω κρίνεινα έχουμε κρίνεινα έχω κριθεί
να είμαι κριμένος, -η
να έχουμε κριθεί
να είμαστε κριμένοι, -ες
να έχεις κρίνεινα έχετε κρίνεινα έχεις κριθεί
να είσαι κριμένος, -η
να έχετε κριθεί
να είστε κριμένοι, -ες
να έχει κρίνεινα έχουν κρίνεινα έχει κριθεί
να είναι κριμένος, -η, -ο
να έχουν κριθεί
να είναι κριμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκρίνεκρίνετεκρίνεστε
Aoristκρίνεκρίνετεκρίνουκριθείτε
Part
izip
Presκρίνοντας
Perfέχοντας κρίνει, έχοντας κριμένοκριμένος, -η, -οκριμένοι, -ες, -α
InfinAoristκρίνεικριθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατευθύνωκατευθύνουμε, κατευθύνομεκατευθύνομαικατευθυνόμαστε
κατευθύνειςκατευθύνετεκατευθύνεσαικατευθύνεστε, κατευθυνόσαστε
κατευθύνεικατευθύνουν(ε)κατευθύνεταικατευθύνονται
Imper
fekt
κατεύθυνακατευθύναμεκατευθυνόμουν(α)κατευθυνόμαστε, κατευθυνόμασταν
κατεύθυνεςκατευθύνατεκατευθυνόσουν(α)κατευθυνόσαστε, κατευθυνόσασταν
κατεύθυνεκατεύθυναν, κατευθύναν(ε)κατευθυνόταν(ε)κατευθύνονταν, κατευθυνόντανε, κατευθυνόντουσαν
Aoristκατηύθυνα, κατεύθυνακατευθύναμεκατευθύνθηκακατευθυνθήκαμε
κατηύθυνες, κατεύθυνεςκατευθύνατεκατευθύνθηκεςκατευθυνθήκατε
κατηύθυνε, κατεύθυνεκατηύθυναν, κατεύθυναν, κατευθύναν(ε)κατευθύνθηκεκατευθύνθηκαν, κατευθυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατευθύνειέχουμε κατευθύνειέχω κατευθυνθείέχουμε κατευθυνθεί
έχεις κατευθύνειέχετε κατευθύνειέχεις κατευθυνθείέχετε κατευθυνθεί
έχει κατευθύνειέχουν κατευθύνειέχει κατευθυνθείέχουν κατευθυνθεί
Plu
per
fekt
είχα κατευθύνειείχαμε κατευθύνειείχα κατευθυνθείείχαμε κατευθυνθεί
είχες κατευθύνειείχατε κατευθύνειείχες κατευθυνθείείχατε κατευθυνθεί
είχε κατευθύνειείχαν κατευθύνειείχε κατευθυνθείείχαν κατευθυνθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατευθύνωθα κατευθύνουμε, θα κατευθύνομεθα κατευθύνομαιθα κατευθυνόμαστε
θα κατευθύνειςθα κατευθύνετεθα κατευθύνεσαιθα κατευθύνεστε, θα κατευθυνόσαστε
θα κατευθύνειθα κατευθύνουν(ε)θα κατευθύνεταιθα κατευθύνονται
Fut
ur
θα κατευθύνωθα κατευθύνουμε, θα κατευθύνομεθα κατευθυνθώθα κατευθυνθούμε
θα κατευθύνειςθα κατευθύνετεθα κατευθυνθείςθα κατευθυνθείτε
θα κατευθύνειθα κατευθύνουν(ε)θα κατευθυνθείθα κατευθυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατευθύνειθα έχουμε κατευθύνειθα έχω κατευθυνθείθα έχουμε κατευθυνθεί
θα έχεις κατευθύνειθα έχετε κατευθύνειθα έχεις κατευθυνθείθα έχετε κατευθυνθεί
θα έχει κατευθύνειθα έχουν κατευθύνειθα έχει κατευθυνθείθα έχουν κατευθυνθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατευθύνωνα κατευθύνουμε, να κατευθύνομενα κατευθύνομαινα κατευθυνόμαστε
να κατευθύνειςνα κατευθύνετενα κατευθύνεσαινα κατευθύνεστε, να κατευθυνόσαστε
να κατευθύνεινα κατευθύνουν(ε)να κατευθύνεταινα κατευθύνονται
Aoristνα κατευθύνωνα κατευθύνουμε, να κατευθύνομενα κατευθυνθώνα κατευθυνθούμε
να κατευθύνειςνα κατευθύνετενα κατευθυνθείςνα κατευθυνθείτε
να κατευθύνεινα κατευθύνουν(ε)να κατευθυνθείνα κατευθυνθούν(ε)
Perfνα έχω κατευθύνεινα έχουμε κατευθύνεινα έχω κατευθυνθείνα έχουμε κατευθυνθεί
να έχεις κατευθύνεινα έχετε κατευθύνεινα έχεις κατευθυνθείνα έχετε κατευθυνθεί
να έχει κατευθύνεινα έχουν κατευθύνεινα έχει κατευθυνθείνα έχουν κατευθυνθεί
Imper
ativ
Presκατεύθυνεκατευθύνετεκατευθύνεστε
Aoristκατεύθυνεκατευθύνετεκατευθύνσουκατευθυνθείτε
Part
izip
Presκατευθύνοντας
Perfέχοντας κατευθύνει
InfinAoristκατευθύνεικατευθυνθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στρέφωστρέφουμε, στρέφομεστρέφομαιστρεφόμαστε
στρέφειςστρέφετεστρέφεσαιστρέφεστε, στρεφόσαστε
στρέφειστρέφουν(ε)στρέφεταιστρέφονται
Imper
fekt
έστρεφαστρέφαμεστρεφόμουν(α)στρεφόμαστε, στρεφόμασταν
έστρεφεςστρέφατεστρεφόσουν(α)στρεφόσαστε, στρεφόσασταν
έστρεφεέστρεφαν, στρέφαν(ε)στρεφόταν(ε)στρέφονταν, στρεφόντανε, στρεφόντουσαν
Aoristέστρεψαστρέψαμεστράφηκαστραφήκαμε
έστρεψεςστρέψατεστράφηκεςστραφήκατε
έστρεψεέστρεψαν, στρέψαν(ε)στράφηκεστράφηκαν, στραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στρέψει
έχω στραμμένο
έχουμε στρέψει
έχουμε στραμμένο
έχω στραφεί
είμαι στραμμένος, -η
έχουμε στραφεί
είμαστε στραμμένοι, -ες
έχεις στρέψει
έχεις στραμμένο
έχετε στρέψει
έχετε στραμμένο
έχεις στραφεί
είσαι στραμμένος, -η
έχετε στραφεί
είστε στραμμένοι, -ες
έχει στρέψει
έχει στραμμένο
έχουν στρέψει
έχουν στραμμένο
έχει στραφεί
είναι στραμμένος, -η, -ο
έχουν στραφεί
είναι στραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στρέψει
είχα στραμμένο
είχαμε στρέψει
είχαμε στραμμένο
είχα στραφεί
ήμουν στραμμένος, -η
είχαμε στραφεί
ήμαστε στραμμένοι, -ες
είχες στρέψει
είχες στραμμένο
είχατε στρέψει
είχατε στραμμένο
είχες στραφεί
ήσουν στραμμένος, -η
είχατε στραφεί
ήσαστε στραμμένοι, -ες
είχε στρέψει
είχε στραμμένο
είχαν στρέψει
είχαν στραμμένο
είχε στραφεί
ήταν στραμμένος, -η, -ο
είχαν στραφεί
ήταν στραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στρέφωθα στρέφουμε, θα στρέφομεθα στρέφομαιθα στρεφόμαστε
θα στρέφειςθα στρέφετεθα στρέφεσαιθα στρέφεστε, θα στρεφόσαστε
θα στρέφειθα στρέφουν(ε)θα στρέφεταιθα στρέφονται
Fut
ur
θα στρέψωθα στρέψουμε, θα στρέψομεθα στραφώθα στραφούμε
θα στρέψειςθα στρέψετεθα στραφείςθα στραφείτε
θα στρέψειθα στρέψουν(ε)θα στραφείθα στραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στρέψει
θα έχω στραμμένο
θα έχουμε στρέψει
θα έχουμε στραμμένο
θα έχω στραφεί
θα είμαι στραμμένος, -η
θα έχουμε στραφεί
θα είμαστε στραμμένοι, -ες
θα έχεις στρέψει
θα έχεις στραμμένο
θα έχετε στρέψει
θα έχετε στραμμένο
θα έχεις στραφεί
θα είσαι στραμμένος, -η
θα έχετε στραφεί
θα είστε στραμμένοι, -ες
θα έχει στρέψει
θα έχει στραμμένο
θα έχουν στρέψει
θα έχουν στραμμένο
θα έχει στραφεί
θα είναι στραμμένος, -η, -ο
θα έχουν στραφεί
θα είναι στραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στρέφωνα στρέφουμε, να στρέφομενα στρέφομαινα στρεφόμαστε
να στρέφειςνα στρέφετενα στρέφεσαινα στρέφεστε, να στρεφόσαστε
να στρέφεινα στρέφουν(ε)να στρέφεταινα στρέφονται
Aoristνα στρέψωνα στρέψουμε, να στρέψομενα στραφώνα στραφούμε
να στρέψειςνα στρέψετενα στραφείςνα στραφείτε
να στρέψεινα στρέψουν(ε)να στραφείνα στρεφούν(ε)
Perfνα έχω στρέψει
να έχω στραμμένο
να έχουμε στρέψει
να έχουμε στραμμένο
να έχω στραφεί
να είμαι στραμμένος, -η
να έχουμε στραφεί
να είμαστε στραμμένοι, -ες
να έχεις στρέψει
να έχεις στραμμένο
να έχετε στρέψει
να έχετε στραμμένο
να έχεις στραφεί
να είσαι στραμμένος, -η
να έχετε στραφεί
να είστε στραμμένοι, -ες
να έχει στρέψει
να έχει στραμμένο
να έχουν στρέψει
να έχουν στραμμένο
να έχει στραφεί
να είναι στραμμένος, -η, -ο
να έχουν στραφεί
να είναι στραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέστρεφεστρέφετεστρέφεστε
Aoristέστρεψεστρέψτε, στράφεστρέψουστραφείτε
Part
izip
Presστρέφονταςστρεφόμενος
Perfέχοντας στρέψει, έχοντας στραμμένοστραμμένος, -η, -οστραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristστρέψειστραφεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διευθύνωδιευθύνουμε, διευθύνομεδιευθύνομαιδιευθυνόμαστε
διευθύνειςδιευθύνετεδιευθύνεσαιδιευθύνεστε, διευθυνόσαστε
διευθύνειδιευθύνουν(ε)διευθύνεταιδιευθύνονται
Imper
fekt
διεύθυναδιευθύναμεδιευθυνόμουν(α)διευθυνόμαστε, διευθυνόμασταν
διεύθυνεςδιευθύνατεδιευθυνόσουν(α)διευθυνόσαστε, διευθυνόσασταν
διεύθυνεδιεύθυναν, διευθύναν(ε)διευθυνόταν(ε)διευθύνονταν, διευθυνόντανε, διευθυνόντουσαν
Aoristδιηύθυνα, διεύθυναδιευθύναμεδιευθύνθηκαδιευθυνθήκαμε
διηύθυνες, διεύθυνεςδιευθύνατεδιευθύνθηκεςδιευθυνθήκατε
διηύθυνε, διεύθυνεδιηύθυναν, διεύθυναν, διευθύναν(ε)διευθύνθηκεδιευθύνθηκαν, διευθυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διευθύνειέχουμε διευθύνειέχω διευθυνθείέχουμε διευθυνθεί
έχεις διευθύνειέχετε διευθύνειέχεις διευθυνθείέχετε διευθυνθεί
έχει διευθύνειέχουν διευθύνειέχει διευθυνθείέχουν διευθυνθεί
Plu
per
fekt
είχα διευθύνειείχαμε διευθύνειείχα διευθυνθείείχαμε διευθυνθεί
είχες διευθύνειείχατε διευθύνειείχες διευθυνθείείχατε διευθυνθεί
είχε διευθύνειείχαν διευθύνειείχε διευθυνθείείχαν διευθυνθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διευθύνωθα διευθύνουμε, θα διευθύνομεθα διευθύνομαιθα διευθυνόμαστε
θα διευθύνειςθα διευθύνετεθα διευθύνεσαιθα διευθύνεστε, θα διευθυνόσαστε
θα διευθύνειθα διευθύνουν(ε)θα διευθύνεταιθα διευθύνονται
Fut
ur
θα διευθύνωθα διευθύνουμε, θα διευθύνομεθα διευθυνθώθα διευθυνθούμε
θα διευθύνειςθα διευθύνετεθα διευθυνθείςθα διευθυνθείτε
θα διευθύνειθα διευθύνουν(ε)θα διευθυνθείθα διευθυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διευθύνειθα έχουμε διευθύνειθα έχω διευθυνθείθα έχουμε διευθυνθεί
θα έχεις διευθύνειθα έχετε διευθύνειθα έχεις διευθυνθείθα έχετε διευθυνθεί
θα έχει διευθύνειθα έχουν διευθύνειθα έχει διευθυνθείθα έχουν διευθυνθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διευθύνωνα διευθύνουμε, να διευθύνομενα διευθύνομαινα διευθυνόμαστε
να διευθύνειςνα διευθύνετενα διευθύνεσαινα διευθύνεστε, να διευθυνόσαστε
να διευθύνεινα διευθύνουν(ε)να διευθύνεταινα διευθύνονται
Aoristνα διευθύνωνα διευθύνουμε, να διευθύνομενα διευθυνθώνα διευθυνθούμε
να διευθύνειςνα διευθύνετενα διευθυνθείςνα διευθυνθείτε
να διευθύνεινα διευθύνουν(ε)να διευθυνθείνα διευθυνθούν(ε)
Perfνα έχω διευθύνεινα έχουμε διευθύνεινα έχω διευθυνθείνα έχουμε διευθυνθεί
να έχεις διευθύνεινα έχετε διευθύνεινα έχεις διευθυνθείνα έχετε διευθυνθεί
να έχει διευθύνεινα έχουν διευθύνεινα έχει διευθυνθείνα έχουν διευθυνθεί
Imper
ativ
Presδιεύθυνεδιευθύνετεδιευθύνεστε
Aoristδιεύθυνεδιευθύνετεδιευθύνσουδιευθυνθείτε
Part
izip
Presδιευθύνοντας
Perfέχοντας διευθύνει
InfinAoristδιευθύνειδιευθυνθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δικάζωδικάζουμε, δικάζομεδικάζομαιδικαζόμαστε
δικάζειςδικάζετεδικάζεσαιδικάζεστε, δικαζόσαστε
δικάζειδικάζουν(ε)δικάζεταιδικάζονται
Imper
fekt
δίκαζαδικάζαμεδικαζόμουν(α)δικαζόμαστε, δικαζόμασταν
δίκαζεςδικάζατεδικαζόσουν(α)δικαζόσαστε, δικαζόσασταν
δίκαζεδίκαζαν, δικάζαν(ε)δικαζόταν(ε)δικάζονταν, δικαζόντανε, δικαζόντουσαν
Aoristδίκασαδικάσαμεδικάστηκαδικαστήκαμε
δίκασεςδικάσατεδικάστηκεςδικαστήκατε
δίκασεδίκασαν, δικάσαν(ε)δικάστηκεδικάστηκαν, δικαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δικάσει
έχω δικασμένο
έχουμε δικάσει
έχουμε δικασμένο
έχω δικαστεί
είμαι δικασμένος, -η
έχουμε δικαστεί
είμαστε δικασμένοι, -ες
έχεις δικάσει
έχεις δικασμένο
έχετε δικάσει
έχετε δικασμένο
έχεις δικαστεί
είσαι δικασμένος, -η
έχετε δικαστεί
είστε δικασμένοι, -ες
έχει δικάσει
έχει δικασμένο
έχουν δικάσει
έχουν δικασμένο
έχει δικαστεί
είναι δικασμένος, -η, -ο
έχουν δικαστεί
είναι δικασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δικάσει
είχα δικασμένο
είχαμε δικάσει
είχαμε δικασμένο
είχα δικαστεί
ήμουν δικασμένος, -η
είχαμε δικαστεί
ήμαστε δικασμένοι, -ες
είχες δικάσει
είχες δικασμένο
είχατε δικάσει
είχατε δικασμένο
είχες δικαστεί
ήσουν δικασμένος, -η
είχατε δικαστεί
ήσαστε δικασμένοι, -ες
είχε δικάσει
είχε δικασμένο
είχαν δικάσει
είχαν δικασμένο
είχε δικαστεί
ήταν δικασμένος, -η, -ο
είχαν δικαστεί
ήταν δικασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δικάζωθα δικάζουμε, θα δικάζομεθα δικάζομαιθα δικαζόμαστε
θα δικάζειςθα δικάζετεθα δικάζεσαιθα δικάζεστε, θα δικαζόσαστε
θα δικάζειθα δικάζουν(ε)θα δικάζεταιθα δικάζονται
Fut
ur
θα δικάσωθα δικάσουμε, θα δικάσομεθα δικαστώθα δικαστούμε
θα δικάσειςθα δικάσετεθα δικαστείςθα δικαστείτε
θα δικάσειθα δικάσουν(ε)θα δικαστείθα δικαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δικάσει
θα έχω δικασμένο
θα έχουμε δικάσει
θα έχουμε δικασμένο
θα έχω δικαστεί
θα είμαι δικασμένος, -η
θα έχουμε δικαστεί
θα είμαστε δικασμένοι, -ες
θα έχεις δικάσει
θα έχεις δικασμένο
θα έχετε δικάσει
θα έχετε δικασμένο
θα έχεις δικαστεί
θα είσαι δικασμένος, -η
θα έχετε δικαστεί
θα είστε δικασμένοι, -ες
θα έχει δικάσει
θα έχει δικασμένο
θα έχουν δικάσει
θα έχουν δικασμένο
θα έχει δικαστεί
θα είναι δικασμένος, -η, -ο
θα έχουν δικαστεί
θα είναι δικασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δικάζωνα δικάζουμε, να δικάζομενα δικάζομαινα δικαζόμαστε
να δικάζειςνα δικάζετενα δικάζεσαινα δικάζεστε, να δικαζόσαστε
να δικάζεινα δικάζουν(ε)να δικάζεταινα δικάζονται
Aoristνα δικάσωνα δικάσουμε, να δικάσομενα δικαστώνα δικαστούμε
να δικάσειςνα δικάσετενα δικαστείςνα δικαστείτε
να δικάσεινα δικάσουννα δικαστείνα δικαστούν(ε)
Perfνα έχω δικάσει
να έχω δικασμένο
να έχουμε δικάσει
να έχουμε δικασμένο
να έχω δικαστεί
να είμαι δικασμένος, -η
να έχουμε δικαστεί
να είμαστε δικασμένοι, -ες
να έχεις δικάσει
να έχεις δικασμένο
να έχετε δικάσει
να έχετε δικασμένο
να έχεις δικαστεί
να είσαι δικασμένος, -η
να έχετε δικαστεί
να είστε δικασμένοι, -ες
να έχει δικάσει
να έχει δικασμένο
να έχουν δικάσει
να έχουν δικασμένο
να έχει δικαστεί
να είναι δικασμένος, -η, -ο
να έχουν δικαστεί
να είναι δικασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδίκαζεδικάζετεδικάζεστε
Aoristδίκασεδικάστεδικάσουδικαστείτε
Part
izip
Presδικάζονταςδικαζόμενος
Perfέχοντας δικάσει, έχοντας δικασμένοδικασμένος, -η, -οδικασμένοι, -ες, -α
InfinAoristδικάσειδικαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback