δικάζω altgriechisch δικάζω δίκη
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δικάζω | δικάζουμε, δικάζομε | δικάζομαι | δικαζόμαστε |
δικάζεις | δικάζετε | δικάζεσαι | δικάζεστε, δικαζόσαστε | ||
δικάζει | δικάζουν(ε) | δικάζεται | δικάζονται | ||
Imper fekt | δίκαζα | δικάζαμε | δικαζόμουν(α) | δικαζόμαστε, δικαζόμασταν | |
δίκαζες | δικάζατε | δικαζόσουν(α) | δικαζόσαστε, δικαζόσασταν | ||
δίκαζε | δίκαζαν, δικάζαν(ε) | δικαζόταν(ε) | δικάζονταν, δικαζόντανε, δικαζόντουσαν | ||
Aorist | δίκασα | δικάσαμε | δικάστηκα | δικαστήκαμε | |
δίκασες | δικάσατε | δικάστηκες | δικαστήκατε | ||
δίκασε | δίκασαν, δικάσαν(ε) | δικάστηκε | δικάστηκαν, δικαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω δικάσει έχω δικασμένο | έχουμε δικάσει έχουμε δικασμένο | έχω δικαστεί είμαι δικασμένος, -η | έχουμε δικαστεί είμαστε δικασμένοι, -ες | |
έχεις δικάσει έχεις δικασμένο | έχετε δικάσει έχετε δικασμένο | έχεις δικαστεί είσαι δικασμένος, -η | έχετε δικαστεί είστε δικασμένοι, -ες | ||
έχει δικάσει έχει δικασμένο | έχουν δικάσει έχουν δικασμένο | έχει δικαστεί είναι δικασμένος, -η, -ο | έχουν δικαστεί είναι δικασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα δικάσει είχα δικασμένο | είχαμε δικάσει είχαμε δικασμένο | είχα δικαστεί ήμουν δικασμένος, -η | είχαμε δικαστεί ήμαστε δικασμένοι, -ες | |
είχες δικάσει είχες δικασμένο | είχατε δικάσει είχατε δικασμένο | είχες δικαστεί ήσουν δικασμένος, -η | είχατε δικαστεί ήσαστε δικασμένοι, -ες | ||
είχε δικάσει είχε δικασμένο | είχαν δικάσει είχαν δικασμένο | είχε δικαστεί ήταν δικασμένος, -η, -ο | είχαν δικαστεί ήταν δικασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δικάζω | θα δικάζουμε, θα δικάζομε | θα δικάζομαι | θα δικαζόμαστε | |
θα δικάζεις | θα δικάζετε | θα δικάζεσαι | θα δικάζεστε, θα δικαζόσαστε | ||
θα δικάζει | θα δικάζουν(ε) | θα δικάζεται | θα δικάζονται | ||
Fut ur | θα δικάσω | θα δικάσουμε, θα δικάσομε | θα δικαστώ | θα δικαστούμε | |
θα δικάσεις | θα δικάσετε | θα δικαστείς | θα δικαστείτε | ||
θα δικάσει | θα δικάσουν(ε) | θα δικαστεί | θα δικαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δικάσει θα έχω δικασμένο | θα έχουμε δικάσει θα έχουμε δικασμένο | θα έχω δικαστεί θα είμαι δικασμένος, -η | θα έχουμε δικαστεί θα είμαστε δικασμένοι, -ες | |
θα έχεις δικάσει θα έχεις δικασμένο | θα έχετε δικάσει θα έχετε δικασμένο | θα έχεις δικαστεί θα είσαι δικασμένος, -η | θα έχετε δικαστεί θα είστε δικασμένοι, -ες | ||
θα έχει δικάσει θα έχει δικασμένο | θα έχουν δικάσει θα έχουν δικασμένο | θα έχει δικαστεί θα είναι δικασμένος, -η, -ο | θα έχουν δικαστεί θα είναι δικασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δικάζω | να δικάζουμε, να δικάζομε | να δικάζομαι | να δικαζόμαστε |
να δικάζεις | να δικάζετε | να δικάζεσαι | να δικάζεστε, να δικαζόσαστε | ||
να δικάζει | να δικάζουν(ε) | να δικάζεται | να δικάζονται | ||
Aorist | να δικάσω | να δικάσουμε, να δικάσομε | να δικαστώ | να δικαστούμε | |
να δικάσεις | να δικάσετε | να δικαστείς | να δικαστείτε | ||
να δικάσει | να δικάσουν | να δικαστεί | να δικαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δικάσει να έχω δικασμένο | να έχουμε δικασμένο | να έχω δικαστεί | να έχουμε δικαστεί | |
να έχεις δικασμένο | να έχετε δικάσει να έχετε δικασμένο | να έχεις δικαστεί να είσαι δικασμένος, -η | να έχετε δικαστεί να είστε δικασμένοι, -ες | ||
να έχει δικάσει να έχει δικασμένο | να έχουν δικάσει να έχουν δικασμένο | να έχει δικαστεί | να έχουν δικαστεί | ||
Imper ativ | Pres | δίκαζε | δικάζετε | δικάζεστε | |
Aorist | δίκασε | δικάστε | δικάσου | δικαστείτε | |
Part izip | Pres | δικάζοντας | δικαζόμενος | ||
Perf | έχοντας δικάσει, έχοντας δικασμένο | δικασμένος, -η, -ο | δικασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δικάσει | δικαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | richte | ||
du | richtest | |||
er, sie, es | richtet | |||
Präteritum | ich | richtete | ||
Konjunktiv II | ich | richtete | ||
Imperativ | Singular | richte! | ||
Plural | richtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gerichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:richten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verurteile | ||
du | verurteilst | |||
er, sie, es | verurteilt | |||
Präteritum | ich | verurteilte | ||
Konjunktiv II | ich | verurteilte | ||
Imperativ | Singular | verurteil! verurteile! | ||
Plural | verurteilt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verurteilt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verurteilen |
δικάζω [δikázo] -ομαι : 1α. κρίνω κπ. ή κτ. ως δικαστής, αποφασίζω για την ενοχή ή για την αθωότητα κάποιου, για το δίκαιο ή όχι μιας απαίτησης: Aύριο δικάζεται ο κατηγορούμενος για ληστεία. H υπόθεση θα δικαστεί αύριο, θα συζητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου. Ποιοι δικαστές θα δικάσουν την υπόθεση / θα τον δικάσουν; Οι δικαστές πρέπει να δικάζουν αμερόληπτα. β. καταδικάζω: Δικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.