καταδικάζω Verb (12) |
δικάζω Verb (0) |
κακίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Unser größter Reichtum ist die Vielfalt der Menschheit, und daher fühle ich mich verpflichtet, alles, was sich ihr entgegenstellt, wo immer es auch auftritt, aufzuspüren und zu verurteilen. | Η ανθρώπινη διαφοροποίηση αποτελεί τον πρωταρχικό πλούτο μας, και για τον λόγο αυτό δεσμεύομαι να καταδιώκω και να καταδικάζω οτιδήποτε μπορεί να την πλήξει, όπου κι αν εμφανίζεται. Übersetzung bestätigt |
Ich weiß nicht, ob sie im Namen ihrer Partei, des Parlaments oder in ihrem eigenen Namen gesprochen hat, aber ich kann ihre Bemerkungen nur von ganzem Herzen ablehnen, zurückweisen und verurteilen, und ich freue mich, daß ich hiermit die Möglichkeit habe, mich öffentlich davon zu distanzieren. | Δεν ξέρω εάν μιλούσε εκ μέρους του κόμματος της ή του Κοινοβουλίου ή εάν εξέφρασε προσωπικές της απόψεις, αλλά απορρίπτω εντελώς, αρνούμαι και καταδικάζω τα σχόλιά της και χαίρομαι που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία να διαχωρίσω δημοσίως τη θέση μου από αυτά. Übersetzung bestätigt |
Ich habe dies zu keinem Zeitpunkt getan, und ich möchte ganz deutlich sagen, dass ich und auch meine Fraktion, wie Frau Ferrer sagte, die militärische Seite dieses Plans verurteilen. | Δεν το έκανα σε καμιά περίπτωση και θέλω να πω ξεκάθαρα ότι καταδικάζω και, όπως είπε η κ. Ferrer, την καταδικάζει και η πολιτική μου ομάδα τη στρατιωτική πτυχή αυτού του σχεδίου. Übersetzung bestätigt |
Wie wir alle bedauere ich die Gewalt, und ich verurteile das brutale Vorgehen der Demonstranten der Black Blockers, aber gleichzeitig muss ich auch das inakzeptable Vorgehen der italienischen Polizeikräfte verurteilen, die die Menschenrechte in Genua mit Füßen getreten haben. | Λυπάμαι, όπως και όλοι εδώ, για τη βία και καταδικάζω τη βία των διαδηλωτών των Black Blockers, αλλά συνάμα δεν μπορώ να μην καταδικάσω την απαράδεκτη συμπεριφορά των ιταλικών αστυνομικών δυνάμεων οι οποίες ταπείνωσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Γένοβα. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte hier niemanden verurteilen oder Bewertungen abgeben. | Δεν καταδικάζω, ούτε εκφέρω κρίσεις. Übersetzung bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
verurteilend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verurteile | ||
du | verurteilst | |||
er, sie, es | verurteilt | |||
Präteritum | ich | verurteilte | ||
Konjunktiv II | ich | verurteilte | ||
Imperativ | Singular | verurteil! verurteile! | ||
Plural | verurteilt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verurteilt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verurteilen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δικάζω | δικάζουμε, δικάζομε | δικάζομαι | δικαζόμαστε |
δικάζεις | δικάζετε | δικάζεσαι | δικάζεστε, δικαζόσαστε | ||
δικάζει | δικάζουν(ε) | δικάζεται | δικάζονται | ||
Imper fekt | δίκαζα | δικάζαμε | δικαζόμουν(α) | δικαζόμαστε, δικαζόμασταν | |
δίκαζες | δικάζατε | δικαζόσουν(α) | δικαζόσαστε, δικαζόσασταν | ||
δίκαζε | δίκαζαν, δικάζαν(ε) | δικαζόταν(ε) | δικάζονταν, δικαζόντανε, δικαζόντουσαν | ||
Aorist | δίκασα | δικάσαμε | δικάστηκα | δικαστήκαμε | |
δίκασες | δικάσατε | δικάστηκες | δικαστήκατε | ||
δίκασε | δίκασαν, δικάσαν(ε) | δικάστηκε | δικάστηκαν, δικαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω δικάσει έχω δικασμένο | έχουμε δικάσει έχουμε δικασμένο | έχω δικαστεί είμαι δικασμένος, -η | έχουμε δικαστεί είμαστε δικασμένοι, -ες | |
έχεις δικάσει έχεις δικασμένο | έχετε δικάσει έχετε δικασμένο | έχεις δικαστεί είσαι δικασμένος, -η | έχετε δικαστεί είστε δικασμένοι, -ες | ||
έχει δικάσει έχει δικασμένο | έχουν δικάσει έχουν δικασμένο | έχει δικαστεί είναι δικασμένος, -η, -ο | έχουν δικαστεί είναι δικασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα δικάσει είχα δικασμένο | είχαμε δικάσει είχαμε δικασμένο | είχα δικαστεί ήμουν δικασμένος, -η | είχαμε δικαστεί ήμαστε δικασμένοι, -ες | |
είχες δικάσει είχες δικασμένο | είχατε δικάσει είχατε δικασμένο | είχες δικαστεί ήσουν δικασμένος, -η | είχατε δικαστεί ήσαστε δικασμένοι, -ες | ||
είχε δικάσει είχε δικασμένο | είχαν δικάσει είχαν δικασμένο | είχε δικαστεί ήταν δικασμένος, -η, -ο | είχαν δικαστεί ήταν δικασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δικάζω | θα δικάζουμε, θα δικάζομε | θα δικάζομαι | θα δικαζόμαστε | |
θα δικάζεις | θα δικάζετε | θα δικάζεσαι | θα δικάζεστε, θα δικαζόσαστε | ||
θα δικάζει | θα δικάζουν(ε) | θα δικάζεται | θα δικάζονται | ||
Fut ur | θα δικάσω | θα δικάσουμε, θα δικάσομε | θα δικαστώ | θα δικαστούμε | |
θα δικάσεις | θα δικάσετε | θα δικαστείς | θα δικαστείτε | ||
θα δικάσει | θα δικάσουν(ε) | θα δικαστεί | θα δικαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δικάσει θα έχω δικασμένο | θα έχουμε δικάσει θα έχουμε δικασμένο | θα έχω δικαστεί θα είμαι δικασμένος, -η | θα έχουμε δικαστεί θα είμαστε δικασμένοι, -ες | |
θα έχεις δικάσει θα έχεις δικασμένο | θα έχετε δικάσει θα έχετε δικασμένο | θα έχεις δικαστεί θα είσαι δικασμένος, -η | θα έχετε δικαστεί θα είστε δικασμένοι, -ες | ||
θα έχει δικάσει θα έχει δικασμένο | θα έχουν δικάσει θα έχουν δικασμένο | θα έχει δικαστεί θα είναι δικασμένος, -η, -ο | θα έχουν δικαστεί θα είναι δικασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δικάζω | να δικάζουμε, να δικάζομε | να δικάζομαι | να δικαζόμαστε |
να δικάζεις | να δικάζετε | να δικάζεσαι | να δικάζεστε, να δικαζόσαστε | ||
να δικάζει | να δικάζουν(ε) | να δικάζεται | να δικάζονται | ||
Aorist | να δικάσω | να δικάσουμε, να δικάσομε | να δικαστώ | να δικαστούμε | |
να δικάσεις | να δικάσετε | να δικαστείς | να δικαστείτε | ||
να δικάσει | να δικάσουν | να δικαστεί | να δικαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δικάσει να έχω δικασμένο | να έχουμε δικασμένο | να έχω δικαστεί | να έχουμε δικαστεί | |
να έχεις δικασμένο | να έχετε δικάσει να έχετε δικασμένο | να έχεις δικαστεί να είσαι δικασμένος, -η | να έχετε δικαστεί να είστε δικασμένοι, -ες | ||
να έχει δικάσει να έχει δικασμένο | να έχουν δικάσει να έχουν δικασμένο | να έχει δικαστεί | να έχουν δικαστεί | ||
Imper ativ | Pres | δίκαζε | δικάζετε | δικάζεστε | |
Aorist | δίκασε | δικάστε | δικάσου | δικαστείτε | |
Part izip | Pres | δικάζοντας | δικαζόμενος | ||
Perf | έχοντας δικάσει, έχοντας δικασμένο | δικασμένος, -η, -ο | δικασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δικάσει | δικαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.