απευθύνω altgriechisch ἀπευθύνω ἀπό + εὐθύνω εὐθύς ((Lehnbedeutung) französisch adresser)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
«Θα ήθελα να απευθύνω ένα σαφές μήνυμα στην Ευρώπη των επιχειρήσεων: γυναίκες σημαίνει επιχειρηματική ευφυΐα», δήλωσε η Αντιπρόεδρος Reding, Επίτροπος Δικαιοσύνης της ΕΕ. | „Ich möchte eine klare Botschaft an die europäischen Unternehmen richten: Frauen sind ein Gewinn“, sagte die für Justiz zuständige Kommissarin Reding. Übersetzung bestätigt |
Τέλος, θέλω να απευθύνω τις ευχαριστίες μου στη Φινλανδία και στη Γερμανία, καθότι η πρόταση υποβλήθηκε με αξιέπαινη πρωτοβουλία τους. | Abschließend möchte ich ein Wort des Dankes an Finnland und Deutschland richten, auf deren verdienstvolle Initiative hin der Vorschlag vorgelegt wurde. Übersetzung bestätigt |
Πέραν αυτού, θα ήθελα να απευθύνω έκκληση στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν όσο το δυνατόν συντομότερα και αποτελεσματικότερα τα μέτρα τα οποία προτάθηκαν τόσο από τον εισηγητή σε αυτή την έξοχη έκθεση όσο και στο πλαίσιο της αυστριακής πρωτοβουλίας, προς όφελος των πιο αδυνάτων μελών της κοινωνίας μας. | Des weiteren möchte ich einen Appell an die Mitgliedstaaten richten, die Maßnahmen, die durch den Berichterstatter in dem exzellenten Bericht und durch die österreichische Initiative im Interesse der Schwächsten unserer Gesellschaft vorgeschlagen werden, möglichst rasch und effizient umzusetzen. Übersetzung bestätigt |
Λυπάμαι που υπέρ του κειμένου ψήφισαν σε τελευταία ανάλυση μόνο 238 συνάδελφοι και θέλω να απευθύνω την εξής παράκληση στους υπεύθυνους του Σώματος: Θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ήταν πραγματικά λογικές οι διαδικασίες. | Ich bedaure, daß nur 238 Kollegen dem Text letztlich zugestimmt haben, und ich möchte an die Verantwortlichen des Hauses eine Bitte richten: Es sollte überprüft werden, ob die Verfahren wirklich sinnvoll waren. Übersetzung bestätigt |
Θα ήθελα τέλος να απευθύνω μια μικρή έκκληση στον Επίτροπο. | Zum Abschluß möchte ich an das Kommissionsmitglied eine kleine Bitte richten. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
befassen (mit) |
in Angriff nehmen |
adressieren |
urteilen (nach) |
richten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | απευθύνω | απευθύνουμε, απευθύνομε | απευθύνομαι | απευθυνόμαστε |
απευθύνεις | απευθύνετε | απευθύνεσαι | απευθύνεστε, απευθυνόσαστε | ||
απευθύνει | απευθύνουν(ε) | απευθύνεται | απευθύνονται | ||
Imper fekt | απεύθυνα | απευθύναμε | απευθυνόμουν(α) | απευθυνόμαστε, απευθυνόμασταν | |
απεύθυνες | απευθύνατε | απευθυνόσουν(α) | απευθυνόσαστε, απευθυνόσασταν | ||
απεύθυνε | απεύθυναν, απευθύναν(ε) | απευθυνόταν(ε) | απευθύνονταν, απευθυνόντανε, απευθυνόντουσαν | ||
Aorist | απηύθυνα, απεύθυνα | απευθύναμε | απευθύνθηκα | απευθυνθήκαμε | |
απηύθυνες, απεύθυνες | απευθύνατε | απευθύνθηκες | απευθυνθήκατε | ||
απηύθυνε, απεύθυνε | απηύθυναν, απεύθυναν, απευθύναν(ε) | απευθύνθηκε | απευθύνθηκαν, απευθυνθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα απευθύνω | θα απευθύνουμε, | θα απευθύνομαι | θα απευθυνόμαστε | |
θα απευθύνεις | θα απευθύνετε | θα απευθύνεσαι | θα απευθύνεστε, | ||
θα απευθύνει | θα απευθύνουν(ε) | θα απευθύνεται | θα απευθύνονται | ||
Fut ur | θα απευθύνω | θα απευθύνουμε, | θα απευθυνθώ | θα απευθυνθούμε | |
θα απευθύνεις | θα απευθύνετε | θα απευθυνθείς | θα απευθυνθείτε | ||
θα απευθύνει | θα απευθύνουν(ε) | θα απευθυνθεί | θα απευθυνθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να απευθύνω | να απευθύνουμε, | να απευθύνομαι | να απευθυνόμαστε |
να απευθύνεις | να απευθύνετε | να απευθύνεσαι | να απευθύνεστε, | ||
να απευθύνει | να απευθύνουν(ε) | να απευθύνεται | να απευθύνονται | ||
Aorist | να απευθύνω | να απευθύνουμε, | να απευθυνθώ | να απευθυνθούμε | |
να απευθύνεις | να απευθύνετε | να απευθυνθείς | να απευθυνθείτε | ||
να απευθύνει | να απευθύνουν(ε) | να απευθυνθεί | να απευθυνθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | απεύθυνε | απευθύνετε | απευθύνεστε | |
Aorist | απεύθυνε | απευθύνετε | απευθύνσου | απευθυνθείτε | |
Part izip | Pres | απευθύνοντας | |||
Perf | έχοντας απευθύνει | το απευθυμένο | τα απευθυμένα | ||
Infin | Aorist | απευθύνει | απευθυνθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | richte | ||
du | richtest | |||
er, sie, es | richtet | |||
Präteritum | ich | richtete | ||
Konjunktiv II | ich | richtete | ||
Imperativ | Singular | richte! | ||
Plural | richtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gerichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:richten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | adressiere | ||
du | adressierst | |||
er, sie, es | adressiert | |||
Präteritum | ich | adressierte | ||
Konjunktiv II | ich | adressierte | ||
Imperativ | Singular | adressiere! adressier! | ||
Plural | adressiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
adressiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:adressieren |
απευθύνω [apefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. απηύθυνα και (σπάν.) απεύθυνα, απαρέμφ. απευθύνει, παθ. αόρ. απευθύνθηκα, απαρέμφ. απευθυνθεί : 1.για προφορική ή γραπτή επικοινωνία με συγκεκριμένο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων: Tο υπουργείο απηύθυνε εγκύκλιο προς όλους τους υπαλλήλους. Δε σου απηύθυνε το λόγο; Σε ποιον απευθύνεται αυτή η επιστολή; || σε επίσημο λόγο σχηματίζει περιφράσεις στις οποίες τη ρηματική σημασία τη δίνει το αντικείμενο: απευθύνω ερώτηση, ρωτώ. απευθύνω χαιρετισμό, χαιρετίζω. απευθύνω έκκληση, παρακαλώ για βοήθεια, συμπαράσταση κτλ. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.