Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischτοπογραφία Koine-Griechisch τοπογραφία τοπογράφος altgriechisch τόπος + γράφω ((Lehnbedeutung) französisch topographie[1] [2] ή (Lehnbedeutung) englisch topography[2])
τοπίο mittelgriechisch τοπίο Koine-Griechisch τόπιον τόπος ( indoeuropäisch (Wurzel) *top- (κείμαι) ή *tekʷ-) (2. (Lehnbedeutung) französisch paysage)
τοπάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch τοπάρχης[1] τόπος + -άρχης
τονίζω Koine-Griechisch τονίζω altgriechisch τόνος
τόλμη Koine-Griechisch τόλμη altgriechisch τόλμα / τόλμη
τοκογλυφία τοκογλύφος + -ία Koine-Griechisch τοκογλύφος τόκος + γλύφω
τοιχοποιία Koine-Griechisch τοιχοποιία τοιχοποιός altgriechisch τοῖχος + ποιέω / ποιῶ
τοιχίο Koine-Griechisch τοιχίον altgriechisch τοῖχος
τιμητής Koine-Griechisch τιμητής
τηγάνι Koine-Griechisch τηγάνιον, υποκοριστικό του τήγανον
τεχνούργημα Koine-Griechisch τεχνούργημα altgriechisch τέχνη + ἔργον + -ημα
τεχνολόγος (entlehnt aus) französisch technologue techno(logie) altgriechisch τέχνη τεχνο- + -λόγος. Διαφορετική η Koine-Griechisch τεχνολόγος (συγγραφέας ρητορικής).[1]
τεύχος Koine-Griechisch τεῦχος (=κώδικας από φύλλα παπύρου ή περγαμηνής) altgriechisch τεῦχος (=εργαλείο, όπλο) τεύχω (=φτιάχνω, κατασκευάζω) indoeuropäisch (Wurzel) *dheugh- (> τυγχάνω)
τετράρχης (λόγιο) Koine-Griechisch τετράρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε τετρα- + -άρχης
τεσσαρακονταετία Koine-Griechisch τεσσαρακονταετία altgriechisch τεσσαράκοντα + ἔτος
τερματισμός τερματίζω + -μός Koine-Griechisch τερματίζω altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)
τερματίζω Koine-Griechisch τερματίζω altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)
τερατούργημα Koine-Griechisch τερατο- + έργο + -ημα
τελωνείο Koine-Griechisch τελωνεῖον / τελώνιον altgriechisch τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)
τελετουργία Koine-Griechisch τελετή + -ουργία ( ἔργον)
τέλεση Koine-Griechisch τέλεσις altgriechisch τελέω / τελῶ τέλος proto-indogermanisch *kʷel- (κινώ, στρίβω) ((Lehnbedeutung) englisch performance)
τεκνοποίηση Koine-Griechisch τεκνοποίησις altgriechisch τεκνοποιέω / τεκνοποιῶ τέκνον ( proto-griechisch *tíktō proto-indogermanisch *tí-tḱ-e-ti *teḱ-: τίκτω, γεννώ) + ποιέω / ποιῶ ( ποιϝέω *ποιϝός proto-indogermanisch *kʷei-u-: μαζεύω, συγκεντρώνω)
τεκμηρίωση Koine-Griechisch τεκμηρίωσις altgriechisch τεκμηριόω / τεκμηριῶ
τειχοδομία Koine-Griechisch τειχοδομία τειχοδόμος altgriechisch τεῖχος + δομέω / δομῶ
ταχυδρόμος Koine-Griechisch ταχυδρόμος (αυτός που τρέχει γρήγορα) ταχύς + δρόμος
ταυρομαχία Koine-Griechisch
ταυροκαθάψια Koine-Griechisch ταυροκαθάψια altgriechisch ταῦρος + Koine-Griechisch κάθαψις altgriechisch καθάπτω κατά + ἅπτω
ταπετσιέρης venezianisch tapezier / italienisch tappezziere tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)
ταπετσάρω italienisch tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)
ταπετσάρισμα ταπετσάρω + -ισμα italienisch tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)
ταπετσαρία italienisch tappezzeria tappezziere tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)
ταπεινοφροσύνη Koine-Griechisch ταπεινόφρων
ταξίδι mittelgriechisch ταξίδιον Koine-Griechisch ταξείδιον (=εκστρατεία) altgriechisch τάξις + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον[1]
ταμιευτήριο Koine-Griechisch ταμιευτήριον altgriechisch ταμιεύω ταμίας τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- (κόβω)
ταμείο Koine-Griechisch ταμεῖον altgriechisch ταμιεῖον τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (κόβω)
ταΐζω mittelgriechisch ταγίζω Koine-Griechisch ταγή altgriechisch τάσσω indoeuropäisch (Wurzel) *taǵ-
τάβλι mittelgriechisch τάβλι ταβλίζω (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τάβλα lateinisch tabula
ταβλάς τάβλ(α) + augmentativer Suffix -άς Koine-Griechisch τάβλα lateinisch tabula
ταβλαδόρος τάβλι + -αδόρος mittelgriechisch τάβλι ταβλίζω (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τάβλα λατινικά tabula
τάβλα Koine-Griechisch τάβλα lateinisch tabula
ταβέρνα Koine-Griechisch lateinisch taberna
σωφρονισμός Koine-Griechisch σωφρονισμός altgriechisch σωφρονίζω σώφρων
σωματοποίηση (λόγιο) Koine-Griechisch σωματοποίη(σις) + -ση[1]
σωματέμπορος Koine-Griechisch σῶμα + ἔμπορος
σωματείο Koine-Griechisch σωματεῖον
σχόλιο Koine-Griechisch σχόλιον
σχολιαστής (λόγιο) Koine-Griechisch σχολιαστής[1] σχολιάζω σχόλιον σχολή proto-indogermanisch *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)
σχολιάζω Koine-Griechisch σχολιάζω σχόλιον altgriechisch σχολή proto-indogermanisch *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)
σχολείο Koine-Griechisch σχολεῖον altgriechisch σχολή proto-indogermanisch *seǵhe- / *sǵhē- (συγγενές με το altgriechisch ἔχω)
σχιστόλιθος Koine-Griechisch σχιστός λίθος ((Lehnbedeutung) französisch schiste λατινικά schistos altgriechisch σχιστός)
σχετίζω σχετικός + -ίζω Koine-Griechisch σχετικός altgriechisch σχέσις ἔχω proto-indogermanisch *seǵʰ- (έχω, κατέχω) ((Lehnübersetzung) französisch être en relations ή mettre en relation)
σχάση Koine-Griechisch σχάσις σχάζω / σχάω
σφυρίδα Koine-Griechisch σφύραινα
σφυρί mittelgriechisch σφυρί Koine-Griechisch σφυρίον (υποκοριστικό του) altgriechisch σφῦρα
σφυρηλατώ Koine-Griechisch σφυρηλατέω / σφυρηλατῶ altgriechisch σφῦρα + ἐλαύνω (2. (Lehnbedeutung) französisch forger)
σφυρηλάτηση mittelgriechisch σφυρηλάτηση Koine-Griechisch σφυρηλατέω / σφυρηλατῶ
σφρίγος Koine-Griechisch σφρίγος
σφοντύλι mittelgriechisch σφοντύλιν Koine-Griechisch σφονδύλιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) σφόνδυλος
σφαλίζω mittelgriechisch σφαλίζω (αποκλείω) Koine-Griechisch ἀσφαλίζω
σφαιριστήριο Koine-Griechisch σφαιριστήριον altgriechisch σφαιρίζω σφαῖρα
συχνάζω Koine-Griechisch συχνάζω altgriechisch συχνός
σύσφιξη σύσφιγξη Koine-Griechisch *σύσφιγξις (βλ. συσφίγξεις) συσφίγγω σύν + altgriechisch σφίγγω (2.(Lehnbedeutung) französisch resserrement)
συσφίγγω Koine-Griechisch συσφίγγω σύν + altgriechisch σφίγγω
συστολή Koine-Griechisch συστολή altgriechisch συστέλλω
συσσωρεύω Koine-Griechisch συσσωρεύω σύν + σωρεύω
συσπείρωση συσπειρώνω + -ση Koine-Griechisch συσπειρόω / συσπειρῶ altgriechisch σπεῖρα proto-indogermanisch *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
συσπειρώνω Koine-Griechisch συσπειρόω / συσπειρῶ altgriechisch σπεῖρα proto-indogermanisch *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
σύσκεψη Koine-Griechisch σύσκεψις συσκέπτομαι σύν + altgriechisch σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
συσκευή Koine-Griechisch συσκευή σύν + σκευή ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) appareil)
συσκέπτομαι Koine-Griechisch συσκέπτομαι σύν + altgriechisch σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
συρροή Koine-Griechisch συρροή altgriechisch συρρέω σύν + ῥέω
σύρριζα Koine-Griechisch σύρριζος + -α
συνύπαρξη Koine-Griechisch συνύπαρξις altgriechisch συνυπάρχω σύν + ὑπάρχω ὑπο- + ἄρχω proto-indogermanisch *h₂érgʰ- (ἄρχω)
συντροφιά Koine-Griechisch συντροφία altgriechisch σύντροφος σύν + τρέφω ((Lehnbedeutung) französisch compagnie[1])
συντριβή Koine-Griechisch συντριβή altgriechisch συντρίβω σύν + τρίβω
συντήρηση (λόγιο) Koine-Griechisch συντήρη(σις) + -ση.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + τήρηση (τηρώ)
συντεχνία Koine-Griechisch συντεχνία altgriechisch σύντεχνος σύν + τέχνη
συντέλεια (λόγιο) Koine-Griechisch συντέλεια (ολοκλήρωση έως το τέλος περιόδου) αρχαία σημασία: κοινή οικονομική εισφορά[1]
συνταγματάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch συνταγματάρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε (σύνταγμα) συνταγματ- + -άρχης άρχω
συνταγή Koine-Griechisch συνταγή altgriechisch συντάσσω σύν + τάσσω (1,2 Lehnbedeutung από τη französisch recette)
συνόψιση Koine-Griechisch σύνοψις + -ιση ( -ίζω)
συνορίτης mittelgriechisch συνορίτης Koine-Griechisch σύνορ(ον) + -ίτης altgriechisch σύνορος
συνονθύλευμα συν + Koine-Griechisch ὀνθυλεύω + -μα
συνομιλώ Koine-Griechisch συνομιλέω / συνομιλῶ σύν + altgriechisch ὁμιλέω / ὁμιλῶ ὅμῑλος ὁμός + -ιλος[1] ((Lehnbedeutung) französisch converser)
συνομιλία Koine-Griechisch συνομιλία συνομιλῶ ((Lehnbedeutung) französisch conversation)
συνοικέσιο Koine-Griechisch συνοικέσιον (συγκατοίκηση, γάμος) altgriechisch συνοικέω σύνοικος σύν + οἶκος
συνοδίτης Koine-Griechisch συνοδίτης
συνοδεύω Koine-Griechisch συνοδεύω altgriechisch σύνοδος σύν + ὁδός ((Lehnbedeutung) französisch accompagner)
συνοδεία Koine-Griechisch συνοδεία/συνοδία η γραφή με ει αναφέρεται ήδη στο Λεξικό του Σουΐδα του 10ου αι. και δικαιολογείται von ύπαρξη του ρήματος συνοδεύω
σύννεφο mittelgriechisch σύννεφο, substantiviertes Neutrum Koine-Griechisch σύννεφος[1] συν- + νέφος
συνεστίαση Koine-Griechisch συνεστίασις
συνεργείο Koine-Griechisch συνέργειον altgriechisch συνεργός σύν + ἔργον
συνέργεια Koine-Griechisch συνέργεια altgriechisch συνεργία συνεργός σύν + ἔργον
συνέπεια Koine-Griechisch συνέπεια σύν + altgriechisch ἔπος ϝέπος proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- (μιλώ) ((Lehnübersetzung) französisch conséquence)
συνεξεταστής Koine-Griechisch συνεξεταστής
συνένωση Koine-Griechisch συνένωσις σύν + altgriechisch ἕνωσις
συνενώνω Koine-Griechisch συνενόω / συνενῶ σύν + ἑνόω / ἑνῶ εἷς
συνεννοούμαι Koine-Griechisch συνεννοέω / συνεννοῶ
συνέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch συνέλευ(σις) συνέρχομαι (σύν + ἐλεύσομαι, μέλλοντας του ἔρχομαι) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + έλευση
συνεκφορά Koine-Griechisch συνεκφορά
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.