συνοδεύω Verb  [sinodevo, sinothevo, synodeyw]

  Verb
(13)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu συνοδεύω

συνοδεύω Koine-Griechisch συνοδεύω altgriechisch σύνοδος σύν + ὁδός ((Lehnbedeutung) französisch accompagner)


GriechischDeutsch
Ήλπιζα να τους συνοδεύω αλλά είμαι πολύ μπίζιAber ich habe keine Zeit, sie zu begleiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Σιωπή, δεν αντιμιλάμε σε συνταγματάρχη! Σας συνοδεύω.Darf ich Sie raus begleiten, mein Colonel?

Übersetzung nicht bestätigt

Όταν γυρνούσαμε από το εστιατόριο, μ' έβαζε να φέρω μια καυτή, υγρή πετσέτα και να τον συνοδεύω στην τουαλέτα.Nach dem Restaurant musste ich ihn mit einem heißfeuchten Tuch aufs Klo begleiten.

Übersetzung nicht bestätigt

Τον συνοδεύω.Soll ich ihn ins Hotel begleiten?

Übersetzung nicht bestätigt

Εγώ πρέπει να τους συνοδεύω παντού για 3 ημέρες!Ich muss sie drei Tage lang begleiten!

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συνοδεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνοδεύωσυνοδεύουμε, συνοδεύομεσυνοδεύομαισυνοδευόμαστε
συνοδεύειςσυνοδεύετεσυνοδεύεσαισυνοδεύεστε, συνοδευόσαστε
συνοδεύεισυνοδεύουν(ε)συνοδεύεταισυνοδεύονται
Imper
fekt
συνόδευασυνοδεύαμεσυνοδευόμουν(α)συνοδευόμαστε, συνοδευόμασταν
συνόδευεςσυνοδεύατεσυνοδευόσουν(α)συνοδευόσαστε, συνοδευόσασταν
συνόδευεσυνόδευαν, συνοδεύαν(ε)συνοδευόταν(ε)συνοδεύονταν, συνοδευόντανε, συνοδευόντουσαν
Aoristσυνόδεψασυνοδέψαμεσυνοδεύτηκασυνοδευτήκαμε
συνόδεψεςσυνοδέψατεσυνοδεύτηκεςσυνοδευτήκατε
συνόδεψεσυνόδεψαν, συνοδέψαν(ε)συνοδεύτηκεσυνοδεύτηκαν, συνοδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνοδέψει
έχω συνοδεμένο
έχουμε συνοδέψει
έχουμε συνοδεμένο
έχω συνοδευτεί
είμαι συνοδεμένος, -η
έχουμε συνοδευτεί
είμαστε συνοδεμένοι, -ες
έχεις συνοδέψει
έχεις συνοδεμένο
έχετε συνοδέψει
έχετε συνοδεμένο
έχεις συνοδευτεί
είσαι συνοδεμένος, -η
έχετε συνοδευτεί
είστε συνοδεμένοι, -ες
έχει συνοδέψει
έχει συνοδεμένο
έχουν συνοδέψει
έχουν συνοδεμένο
έχει συνοδευτεί
είναι συνοδεμένος, -η, -ο
έχουν συνοδευτεί
είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνοδέψει
είχα συνοδεμένο
είχαμε συνοδέψει
είχαμε συνοδεμένο
είχα συνοδευτεί
ήμουν συνοδεμένος, -η
είχαμε συνοδευτεί
ήμαστε συνοδεμένοι, -ες
είχες συνοδέψει
είχες συνοδεμένο
είχατε συνοδέψει
είχατε συνοδεμένο
είχες συνοδευτεί
ήσουν συνοδεμένος, -η
είχατε συνοδευτεί
ήσαστε συνοδεμένοι, -ες
είχε συνοδέψει
είχε συνοδεμένο
είχαν συνοδέψει
είχαν συνοδεμένο
είχε συνοδευτεί
ήταν συνοδεμένος, -η, -ο
είχαν συνοδευτεί
ήταν συνοδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνοδεύωθα συνοδεύουμε, θα συνοδεύομεθα συνοδεύομαιθα συνοδευόμαστε
θα συνοδεύειςθα συνοδεύετεθα συνοδεύεσαιθα συνοδεύεστε, θα συνοδευόσαστε
θα συνοδεύειθα συνοδεύουν(ε)θα συνοδεύεταιθα συνοδεύονται
Fut
ur
θα συνοδέψωθα συνοδέψουμε, θα συνοδέψομεθα συνοδευτώθα συνοδευτούμε
θα συνοδέψειςθα συνοδέψετεθα συνοδευτείςθα συνοδευτείτε
θα συνοδέψειθα συνοδέψουν(ε)θα συνοδευτείθα συνοδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνοδέψει
θα έχω συνοδεμένο
θα έχουμε συνοδέψει
θα έχουμε συνοδεμένο
θα έχω συνοδευτεί
θα είμαι συνοδεμένος, -η
θα έχουμε συνοδευτεί
θα είμαστε συνοδεμένοι, -ες
θα έχεις συνοδέψει
θα έχεις συνοδεμένο
θα έχετε συνοδέψει
θα έχετε συνοδεμένο
θα έχεις συνοδευτεί
θα είσαι συνοδεμένος, -η
θα έχετε συνοδευτεί
θα είστε συνοδεμένοι, -ες
θα έχει συνοδέψει
θα έχει συνοδεμένο
θα έχουν συνοδέψει
θα έχουν συνοδεμένο
θα έχει συνοδευτεί
θα είναι συνοδεμένος, -η, -ο
θα έχουν συνοδευτεί
θα είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνοδεύωνα συνοδεύουμε, να συνοδεύομενα συνοδεύομαινα συνοδευόμαστε
να συνοδεύειςνα συνοδεύετενα συνοδεύεσαινα συνοδεύεστε, να συνοδευόσαστε
να συνοδεύεινα συνοδεύουν(ε)να συνοδεύεταινα συνοδεύονται
Aoristνα συνοδέψωνα συνοδέψουμε, να συνοδέψομενα συνοδευτώνα συνοδευτούμε
να συνοδέψειςνα συνοδέψετενα συνοδευτείςνα συνοδευτείτε
να συνοδέψεινα συνοδέψουν(ε)να συνοδευτείνα συνοδευτούν(ε)
Perfνα έχω συνοδέψει
να έχω συνοδεμένο
να έχουμε συνοδέψει
να έχουμε συνοδεμένο
να έχω συνοδευτεί
να είμαι συνοδεμένος, -η
να έχουμε συνοδευτεί
να είμαστε συνοδεμένοι, -ες
να έχεις συνοδέψει
να έχεις συνοδεμένο
να έχετε συνοδέψει
να έχετε συνοδεμένο
να έχεις συνοδευτεί
να είσαι συνοδεμένος, -η
να έχετε συνοδευτεί
να είστε συνοδεμένοι, -ες
να έχει συνοδέψει
να έχει συνοδεμένο
να έχουν συνοδέψει
να έχουν συνοδεμένο
να έχει συνοδευτεί
να είναι συνοδεμένος, -η, -ο
να έχουν συνοδευτεί
να είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυνόδευεσυνοδεύετεσυνοδεύεστε
Aoristσυνόδεψεσυνοδέψτε, συνοδεύτεσυνοδέψουσυνοδευτείτε
Part
izip
Presσυνοδεύοντας
Perfέχοντας συνοδέψει, έχοντας συνοδεμένοσυνοδεμένος, -η, -οσυνοδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνοδέψεισυνοδευτεί











Griechische Definition zu συνοδεύω

συνοδεύω [sinoδévo] -ομαι : 1.βαδίζω, προχωρώ μαζί με κπ. ή τον ακολουθώ για να τον συντροφεύσω, να τον βοηθήσω, να τον προστατεύσω, να τον τιμήσω ή να τον φρουρήσω: Στο χορό θα τη συνοδεύει ο αδελφός της. Συνοδεύει την ηλικιωμένη μητέρα της. Tα μικρά παιδιά συνοδεύονται από τους γονείς τους, όταν πηγαίνουν στο σχολείο. Ο κρατούμενος έφτασε στο δικαστήριο συνοδευόμενος από αστυνομικούς. Ομάδα αστυνομικών συνοδεύει τη χρηματαποστολή, τους άνδρες της χρηματαποστολής. || Mοίρα καταδιωκτικών συνοδεύει τη νηοπομπή. Tο αυτοκίνητο στο οποίο επιβαίνει ο πρωθυπουργός συνοδεύεται από μοτοσικλετιστές. || (μτφ.): Οι ευχές μας σας συνοδεύουν. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback