begleiten
 Verb

συνοδεύω Verb
(13)
συντροφεύω Verb
(1)
ακομπανιάρω Verb
(0)
συντροφιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Aber ich habe keine Zeit, sie zu begleiten.Ήλπιζα να τους συνοδεύω αλλά είμαι πολύ μπίζι

Übersetzung nicht bestätigt

Darf ich Sie raus begleiten, mein Colonel?Σιωπή, δεν αντιμιλάμε σε συνταγματάρχη! Σας συνοδεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Nach dem Restaurant musste ich ihn mit einem heißfeuchten Tuch aufs Klo begleiten.Όταν γυρνούσαμε από το εστιατόριο, μ' έβαζε να φέρω μια καυτή, υγρή πετσέτα και να τον συνοδεύω στην τουαλέτα.

Übersetzung nicht bestätigt

Soll ich ihn ins Hotel begleiten?Τον συνοδεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss sie drei Tage lang begleiten!Εγώ πρέπει να τους συνοδεύω παντού για 3 ημέρες!

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
begleiten
eskortieren
Ähnliche Wörter
begleitend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνοδεύωσυνοδεύουμε, συνοδεύομεσυνοδεύομαισυνοδευόμαστε
συνοδεύειςσυνοδεύετεσυνοδεύεσαισυνοδεύεστε, συνοδευόσαστε
συνοδεύεισυνοδεύουν(ε)συνοδεύεταισυνοδεύονται
Imper
fekt
συνόδευασυνοδεύαμεσυνοδευόμουν(α)συνοδευόμαστε, συνοδευόμασταν
συνόδευεςσυνοδεύατεσυνοδευόσουν(α)συνοδευόσαστε, συνοδευόσασταν
συνόδευεσυνόδευαν, συνοδεύαν(ε)συνοδευόταν(ε)συνοδεύονταν, συνοδευόντανε, συνοδευόντουσαν
Aoristσυνόδεψασυνοδέψαμεσυνοδεύτηκασυνοδευτήκαμε
συνόδεψεςσυνοδέψατεσυνοδεύτηκεςσυνοδευτήκατε
συνόδεψεσυνόδεψαν, συνοδέψαν(ε)συνοδεύτηκεσυνοδεύτηκαν, συνοδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνοδέψει
έχω συνοδεμένο
έχουμε συνοδέψει
έχουμε συνοδεμένο
έχω συνοδευτεί
είμαι συνοδεμένος, -η
έχουμε συνοδευτεί
είμαστε συνοδεμένοι, -ες
έχεις συνοδέψει
έχεις συνοδεμένο
έχετε συνοδέψει
έχετε συνοδεμένο
έχεις συνοδευτεί
είσαι συνοδεμένος, -η
έχετε συνοδευτεί
είστε συνοδεμένοι, -ες
έχει συνοδέψει
έχει συνοδεμένο
έχουν συνοδέψει
έχουν συνοδεμένο
έχει συνοδευτεί
είναι συνοδεμένος, -η, -ο
έχουν συνοδευτεί
είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνοδέψει
είχα συνοδεμένο
είχαμε συνοδέψει
είχαμε συνοδεμένο
είχα συνοδευτεί
ήμουν συνοδεμένος, -η
είχαμε συνοδευτεί
ήμαστε συνοδεμένοι, -ες
είχες συνοδέψει
είχες συνοδεμένο
είχατε συνοδέψει
είχατε συνοδεμένο
είχες συνοδευτεί
ήσουν συνοδεμένος, -η
είχατε συνοδευτεί
ήσαστε συνοδεμένοι, -ες
είχε συνοδέψει
είχε συνοδεμένο
είχαν συνοδέψει
είχαν συνοδεμένο
είχε συνοδευτεί
ήταν συνοδεμένος, -η, -ο
είχαν συνοδευτεί
ήταν συνοδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνοδεύωθα συνοδεύουμε, θα συνοδεύομεθα συνοδεύομαιθα συνοδευόμαστε
θα συνοδεύειςθα συνοδεύετεθα συνοδεύεσαιθα συνοδεύεστε, θα συνοδευόσαστε
θα συνοδεύειθα συνοδεύουν(ε)θα συνοδεύεταιθα συνοδεύονται
Fut
ur
θα συνοδέψωθα συνοδέψουμε, θα συνοδέψομεθα συνοδευτώθα συνοδευτούμε
θα συνοδέψειςθα συνοδέψετεθα συνοδευτείςθα συνοδευτείτε
θα συνοδέψειθα συνοδέψουν(ε)θα συνοδευτείθα συνοδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνοδέψει
θα έχω συνοδεμένο
θα έχουμε συνοδέψει
θα έχουμε συνοδεμένο
θα έχω συνοδευτεί
θα είμαι συνοδεμένος, -η
θα έχουμε συνοδευτεί
θα είμαστε συνοδεμένοι, -ες
θα έχεις συνοδέψει
θα έχεις συνοδεμένο
θα έχετε συνοδέψει
θα έχετε συνοδεμένο
θα έχεις συνοδευτεί
θα είσαι συνοδεμένος, -η
θα έχετε συνοδευτεί
θα είστε συνοδεμένοι, -ες
θα έχει συνοδέψει
θα έχει συνοδεμένο
θα έχουν συνοδέψει
θα έχουν συνοδεμένο
θα έχει συνοδευτεί
θα είναι συνοδεμένος, -η, -ο
θα έχουν συνοδευτεί
θα είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνοδεύωνα συνοδεύουμε, να συνοδεύομενα συνοδεύομαινα συνοδευόμαστε
να συνοδεύειςνα συνοδεύετενα συνοδεύεσαινα συνοδεύεστε, να συνοδευόσαστε
να συνοδεύεινα συνοδεύουν(ε)να συνοδεύεταινα συνοδεύονται
Aoristνα συνοδέψωνα συνοδέψουμε, να συνοδέψομενα συνοδευτώνα συνοδευτούμε
να συνοδέψειςνα συνοδέψετενα συνοδευτείςνα συνοδευτείτε
να συνοδέψεινα συνοδέψουν(ε)να συνοδευτείνα συνοδευτούν(ε)
Perfνα έχω συνοδέψει
να έχω συνοδεμένο
να έχουμε συνοδέψει
να έχουμε συνοδεμένο
να έχω συνοδευτεί
να είμαι συνοδεμένος, -η
να έχουμε συνοδευτεί
να είμαστε συνοδεμένοι, -ες
να έχεις συνοδέψει
να έχεις συνοδεμένο
να έχετε συνοδέψει
να έχετε συνοδεμένο
να έχεις συνοδευτεί
να είσαι συνοδεμένος, -η
να έχετε συνοδευτεί
να είστε συνοδεμένοι, -ες
να έχει συνοδέψει
να έχει συνοδεμένο
να έχουν συνοδέψει
να έχουν συνοδεμένο
να έχει συνοδευτεί
να είναι συνοδεμένος, -η, -ο
να έχουν συνοδευτεί
να είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυνόδευεσυνοδεύετεσυνοδεύεστε
Aoristσυνόδεψεσυνοδέψτε, συνοδεύτεσυνοδέψουσυνοδευτείτε
Part
izip
Presσυνοδεύοντας
Perfέχοντας συνοδέψει, έχοντας συνοδεμένοσυνοδεμένος, -η, -οσυνοδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνοδέψεισυνοδευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback