συνοδεύω Verb (1) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ihr könnt mir befehlen Euch zu eskortieren, zu jedem Kleidergeschäft in der Stadt, oder bei Eurer Tür zu stehen, bis ich ohnmächtig werde. | Μπορείτε να με διατάξετε να σας συνοδεύω σε κάθε κατάστημα στην πόλη, ή να στέκομαι στην πόρτα σας μέχρι να καταρρεύσω. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
begleiten |
eskortieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | eskortiere | ||
du | eskortierst | |||
er, sie, es | eskortiert | |||
Präteritum | ich | eskortierte | ||
Konjunktiv II | ich | eskortierte | ||
Imperativ | Singular | eskortiere! eskortier! | ||
Plural | eskortiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eskortiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:eskortieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνοδεύω | συνοδεύουμε, συνοδεύομε | συνοδεύομαι | συνοδευόμαστε |
συνοδεύεις | συνοδεύετε | συνοδεύεσαι | συνοδεύεστε, συνοδευόσαστε | ||
συνοδεύει | συνοδεύουν(ε) | συνοδεύεται | συνοδεύονται | ||
Imper fekt | συνόδευα | συνοδεύαμε | συνοδευόμουν(α) | συνοδευόμαστε, συνοδευόμασταν | |
συνόδευες | συνοδεύατε | συνοδευόσουν(α) | συνοδευόσαστε, συνοδευόσασταν | ||
συνόδευε | συνόδευαν, συνοδεύαν(ε) | συνοδευόταν(ε) | συνοδεύονταν, συνοδευόντανε, συνοδευόντουσαν | ||
Aorist | συνόδεψα | συνοδέψαμε | συνοδεύτηκα | συνοδευτήκαμε | |
συνόδεψες | συνοδέψατε | συνοδεύτηκες | συνοδευτήκατε | ||
συνόδεψε | συνόδεψαν, συνοδέψαν(ε) | συνοδεύτηκε | συνοδεύτηκαν, συνοδευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνοδεύω | θα συνοδεύουμε, | θα συνοδεύομαι | θα συνοδευόμαστε | |
θα συνοδεύεις | θα συνοδεύετε | θα συνοδεύεσαι | θα συνοδεύεστε, | ||
θα συνοδεύει | θα συνοδεύουν(ε) | θα συνοδεύεται | θα συνοδεύονται | ||
Fut ur | θα συνοδέψω | θα συνοδέψουμε, | θα συνοδευτώ | θα συνοδευτούμε | |
θα συνοδέψεις | θα συνοδέψετε | θα συνοδευτείς | θα συνοδευτείτε | ||
θα συνοδέψει | θα συνοδέψουν(ε) | θα συνοδευτεί | θα συνοδευτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνοδεύω | να συνοδεύουμε, | να συνοδεύομαι | να συνοδευόμαστε |
να συνοδεύεις | να συνοδεύετε | να συνοδεύεσαι | να συνοδεύεστε, | ||
να συνοδεύει | να συνοδεύουν(ε) | να συνοδεύεται | να συνοδεύονται | ||
Aorist | να συνοδέψω | να συνοδέψουμε, | να συνοδευτώ | να συνοδευτούμε | |
να συνοδέψεις | να συνοδέψετε | να συνοδευτείς | να συνοδευτείτε | ||
να συνοδέψει | να συνοδέψουν(ε) | να συνοδευτεί | να συνοδευτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συνόδευε | συνοδεύετε | συνοδεύεστε | |
Aorist | συνόδεψε | συνοδέψτε, συνοδεύτε | συνοδέψου | συνοδευτείτε | |
Part izip | Pres | συνοδεύοντας | |||
Perf | έχοντας συνοδέψει, | συνοδεμένος, -η, -ο | συνοδεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνοδέψει | συνοδευτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.