διευθύνω Verb (5) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Dann fing ich an zu dirigieren, und es endete damit, dass ich meinen Abschluss an der Juilliard Universität machte. | Και τότε ξεκίνησα να διευθύνω, και κατέληξα να κάνω το μεταπτυχιακό μου στο Σχολείο Τζούλλιαρντ. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | dirigiere | ||
du | dirigierst | |||
er, sie, es | dirigiert | |||
Präteritum | ich | dirigierte | ||
Konjunktiv II | ich | dirigierte | ||
Imperativ | Singular | dirigier! dirigiere! | ||
Plural | dirigiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
dirigiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dirigieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διευθύνω | διευθύνουμε, διευθύνομε | διευθύνομαι | διευθυνόμαστε |
διευθύνεις | διευθύνετε | διευθύνεσαι | διευθύνεστε, διευθυνόσαστε | ||
διευθύνει | διευθύνουν(ε) | διευθύνεται | διευθύνονται | ||
Imper fekt | διεύθυνα | διευθύναμε | διευθυνόμουν(α) | διευθυνόμαστε, διευθυνόμασταν | |
διεύθυνες | διευθύνατε | διευθυνόσουν(α) | διευθυνόσαστε, διευθυνόσασταν | ||
διεύθυνε | διεύθυναν, διευθύναν(ε) | διευθυνόταν(ε) | διευθύνονταν, διευθυνόντανε, διευθυνόντουσαν | ||
Aorist | διηύθυνα, διεύθυνα | διευθύναμε | διευθύνθηκα | διευθυνθήκαμε | |
διηύθυνες, διεύθυνες | διευθύνατε | διευθύνθηκες | διευθυνθήκατε | ||
διηύθυνε, διεύθυνε | διηύθυναν, διεύθυναν, διευθύναν(ε) | διευθύνθηκε | διευθύνθηκαν, διευθυνθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διευθύνω | θα διευθύνουμε, | θα διευθύνομαι | θα διευθυνόμαστε | |
θα διευθύνεις | θα διευθύνετε | θα διευθύνεσαι | θα διευθύνεστε, | ||
θα διευθύνει | θα διευθύνουν(ε) | θα διευθύνεται | θα διευθύνονται | ||
Fut ur | θα διευθύνω | θα διευθύνουμε, | θα διευθυνθώ | θα διευθυνθούμε | |
θα διευθύνεις | θα διευθύνετε | θα διευθυνθείς | θα διευθυνθείτε | ||
θα διευθύνει | θα διευθύνουν(ε) | θα διευθυνθεί | θα διευθυνθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διευθύνω | να διευθύνουμε, | να διευθύνομαι | να διευθυνόμαστε |
να διευθύνεις | να διευθύνετε | να διευθύνεσαι | να διευθύνεστε, | ||
να διευθύνει | να διευθύνουν(ε) | να διευθύνεται | να διευθύνονται | ||
Aorist | να διευθύνω | να διευθύνουμε, | να διευθυνθώ | να διευθυνθούμε | |
να διευθύνεις | να διευθύνετε | να διευθυνθείς | να διευθυνθείτε | ||
να διευθύνει | να διευθύνουν(ε) | να διευθυνθεί | να διευθυνθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διεύθυνε | διευθύνετε | διευθύνεστε | |
Aorist | διεύθυνε | διευθύνετε | διευθύνσου | διευθυνθείτε | |
Part izip | Pres | διευθύνοντας | |||
Perf | έχοντας διευθύνει | ||||
Infin | Aorist | διευθύνει | διευθυνθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.