dirigieren
 Verb

διευθύνω Verb
(5)
DeutschGriechisch
Dann fing ich an zu dirigieren, und es endete damit, dass ich meinen Abschluss an der Juilliard Universität machte.Και τότε ξεκίνησα να διευθύνω, και κατέληξα να κάνω το μεταπτυχιακό μου στο Σχολείο Τζούλλιαρντ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διευθύνωδιευθύνουμε, διευθύνομεδιευθύνομαιδιευθυνόμαστε
διευθύνειςδιευθύνετεδιευθύνεσαιδιευθύνεστε, διευθυνόσαστε
διευθύνειδιευθύνουν(ε)διευθύνεταιδιευθύνονται
Imper
fekt
διεύθυναδιευθύναμεδιευθυνόμουν(α)διευθυνόμαστε, διευθυνόμασταν
διεύθυνεςδιευθύνατεδιευθυνόσουν(α)διευθυνόσαστε, διευθυνόσασταν
διεύθυνεδιεύθυναν, διευθύναν(ε)διευθυνόταν(ε)διευθύνονταν, διευθυνόντανε, διευθυνόντουσαν
Aoristδιηύθυνα, διεύθυναδιευθύναμεδιευθύνθηκαδιευθυνθήκαμε
διηύθυνες, διεύθυνεςδιευθύνατεδιευθύνθηκεςδιευθυνθήκατε
διηύθυνε, διεύθυνεδιηύθυναν, διεύθυναν, διευθύναν(ε)διευθύνθηκεδιευθύνθηκαν, διευθυνθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διευθύνειέχουμε διευθύνειέχω διευθυνθείέχουμε διευθυνθεί
έχεις διευθύνειέχετε διευθύνειέχεις διευθυνθείέχετε διευθυνθεί
έχει διευθύνειέχουν διευθύνειέχει διευθυνθείέχουν διευθυνθεί
Plu
per
fekt
είχα διευθύνειείχαμε διευθύνειείχα διευθυνθείείχαμε διευθυνθεί
είχες διευθύνειείχατε διευθύνειείχες διευθυνθείείχατε διευθυνθεί
είχε διευθύνειείχαν διευθύνειείχε διευθυνθείείχαν διευθυνθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διευθύνωθα διευθύνουμε, θα διευθύνομεθα διευθύνομαιθα διευθυνόμαστε
θα διευθύνειςθα διευθύνετεθα διευθύνεσαιθα διευθύνεστε, θα διευθυνόσαστε
θα διευθύνειθα διευθύνουν(ε)θα διευθύνεταιθα διευθύνονται
Fut
ur
θα διευθύνωθα διευθύνουμε, θα διευθύνομεθα διευθυνθώθα διευθυνθούμε
θα διευθύνειςθα διευθύνετεθα διευθυνθείςθα διευθυνθείτε
θα διευθύνειθα διευθύνουν(ε)θα διευθυνθείθα διευθυνθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διευθύνειθα έχουμε διευθύνειθα έχω διευθυνθείθα έχουμε διευθυνθεί
θα έχεις διευθύνειθα έχετε διευθύνειθα έχεις διευθυνθείθα έχετε διευθυνθεί
θα έχει διευθύνειθα έχουν διευθύνειθα έχει διευθυνθείθα έχουν διευθυνθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διευθύνωνα διευθύνουμε, να διευθύνομενα διευθύνομαινα διευθυνόμαστε
να διευθύνειςνα διευθύνετενα διευθύνεσαινα διευθύνεστε, να διευθυνόσαστε
να διευθύνεινα διευθύνουν(ε)να διευθύνεταινα διευθύνονται
Aoristνα διευθύνωνα διευθύνουμε, να διευθύνομενα διευθυνθώνα διευθυνθούμε
να διευθύνειςνα διευθύνετενα διευθυνθείςνα διευθυνθείτε
να διευθύνεινα διευθύνουν(ε)να διευθυνθείνα διευθυνθούν(ε)
Perfνα έχω διευθύνεινα έχουμε διευθύνεινα έχω διευθυνθείνα έχουμε διευθυνθεί
να έχεις διευθύνεινα έχετε διευθύνεινα έχεις διευθυνθείνα έχετε διευθυνθεί
να έχει διευθύνεινα έχουν διευθύνεινα έχει διευθυνθείνα έχουν διευθυνθεί
Imper
ativ
Presδιεύθυνεδιευθύνετεδιευθύνεστε
Aoristδιεύθυνεδιευθύνετεδιευθύνσουδιευθυνθείτε
Part
izip
Presδιευθύνοντας
Perfέχοντας διευθύνει
InfinAoristδιευθύνειδιευθυνθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback