Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



συνεκφέρω

συνεκφέρω Koine-Griechisch συνεκφέρω


συνεδρίαση

συνεδρίαση mittelgriechisch συνεδρίασις συνεδριάζομαι Koine-Griechisch συνεδριάζω altgriechisch σύνεδρος σύν + ἕδρα ( (Lehnbedeutung) deutsch Sitzung)


συνδιάσκεψη

συνδιάσκεψη mittelgriechisch συνδιάσκεψις Koine-Griechisch συνδιασκέπτομαι διασκέπτομαι altgriechisch σκέπτομαι


συνδιαλέγομαι

συνδιαλέγομαι Koine-Griechisch συνδιαλέγομαι


συνάχι

συνάχι mittelgriechisch συνάχι Koine-Griechisch συνάγχη σύν + altgriechisch ἄγχω


συνάφεια

συνάφεια Koine-Griechisch


συνασπισμός

συνασπισμός Koine-Griechisch συνασπισμός σύν + ἀσπίς, στρατιωτικός όρος που υποδήλωνε την όμορη παράταξη πολεμιστών κατά την οποία ο κάθε στρατιώτης προφύλασσε τον διπλανό του με την ασπίδα του


συναρμογή

συναρμογή Koine-Griechisch συναρμογή altgriechisch συναρμόζω


συνάρθρωση

συνάρθρωση Koine-Griechisch συνάρθρωσις συναρθρόω ἄρθρον (3. (Lehnbedeutung) (αγγλικά) coarticulation)


σύναξη

σύναξη Koine-Griechisch σύναξις συνάγω


συναντίληψη

συναντίληψη (λόγιο) mittelgriechisch συναντίληψις[1] Koine-Griechisch συναντιλαμβάνομαι altgriechisch ἀντιλαμβάνω λαμβάνω


συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι (λόγιο) Koine-Griechisch συναναστρέφομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ανα- + στρέφομαι του στρέφω.


συναίσθημα

συναίσθημα Koine-Griechisch συναίσθημα συναισθάνομαι συν- + αἰσθάνομαι


συναίρεση

συναίρεση (λόγιο) Koine-Griechisch συναίρε(σις) + -ση altgriechisch συναιρέω, συναιρῶ[1]


συναίνεση

συναίνεση (λόγιο) Koine-Griechisch συναίνε(σις) + -ση[1] altgriechisch συναινέω / συναινῶ. siehe auch αίνος, αἶνος


σύμφυρση

σύμφυρση Koine-Griechisch σύμφυρσις altgriechisch συμφύρω σύν + φύρω (2. (Lehnbedeutung) französisch contamination)


συμφυρμός

συμφυρμός (λόγιο) Koine-Griechisch συμφυρμός altgriechisch συμφύρω (συν-) συμ- + φύρω


συμφόρηση

συμφόρηση Koine-Griechisch συμφόρησις


σύμπτυξη

σύμπτυξη Koine-Griechisch σύμπτυξις altgriechisch συμπτύσσω σύν + πτύσσω


σύμπραξη

σύμπραξη Koine-Griechisch σύμπραξις / συμπραξία


συμποσιαστής

συμποσιαστής Koine-Griechisch συμποσιαστής altgriechisch συμπόσιον


συμπολίτευση

συμπολίτευση Koine-Griechisch συμπολίτευ(σις) ("η ιδιότητα του συμπολίτη") + -ση.


σύμπνοια

σύμπνοια Koine-Griechisch σύμπνοια σύν + altgriechisch πνέω


σύμπλεγμα

σύμπλεγμα Koine-Griechisch σύμπλεγμα altgriechisch συμπλέκω σύν + πλέκω (Lehnübersetzung) englisch cluster (Lehnübersetzung) deutsch Komplex


συμπεριφορά

συμπεριφορά Koine-Griechisch συμπεριφορά συμπεριφέρω σύν + περιφέρω περί + φέρω


συμπεριλαμβάνω

συμπεριλαμβάνω Koine-Griechisch συμπεριλαμβάνω συν + περί + λαμβάνω


συμπαίκτης

συμπαίκτης Koine-Griechisch συμπαίκτης


συμμόρφωση

συμμόρφωση Koine-Griechisch συμμόρφωσις ((Lehnbedeutung) französisch conformité)


συμμορφώνω

συμμορφώνω Koine-Griechisch συμμορφόω / συμμορφῶ


συμμορίτης

συμμορίτης Koine-Griechisch συμμορίτης


συμμέτοχος

συμμέτοχος Koine-Griechisch. Συγχρονικά αναλύεται σε συμ- + μέτοχος


συμμετοχή

συμμετοχή Koine-Griechisch συμμετοχή altgriechisch συμμετέχω σύν + μετέχω μετά + ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ- ((Lehnbedeutung) französisch participation)


συμμερίζομαι

συμμερίζομαι Koine-Griechisch συμμερίζομαι, Passiv von συμμερίζω μερίζω μέρος


συμβούλιο

συμβούλιο Koine-Griechisch συμβούλιον altgriechisch συμβουλή / συμβουλία σύν + βουλή βούλομαι ((Lehnbedeutung) französisch conseil)


συμβολαιογράφος

συμβολαιογράφος Koine-Griechisch συμβολαιογράφος altgriechisch συμβόλαι(ον) + -ο- + -λόγος


συμβίωση

συμβίωση Koine-Griechisch συμβίωσις altgriechisch συμβιόω / συμβιῶ σύν + βίος (3. (Lehnübersetzung) französisch symbiose)


συμβιβασμός

συμβιβασμός Koine-Griechisch συμβιβασμός altgriechisch συμβιβάζω σύν + βιβάζω ((Lehnbedeutung) französisch compromis[1] [2])


συμβία

συμβία Koine-Griechisch συμβία substantiviertes Femininum des Adjektivs σύμβιος


συμβαδίζω

συμβαδίζω Koine-Griechisch συμβαδίζω


συλλαλητήριο

συλλαλητήριο Koine-Griechisch συλλαλέω / συλλαλῶ + -τήριο


συλλαβίζω

συλλαβίζω Koine-Griechisch συλλαβίζω


συζητητής

συζητητής Koine-Griechisch συζητητής


συγχύζω

συγχύζω mittelgriechisch συγχύζω Koine-Griechisch σύγχυσις (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch συγχέω σύν + χέω ((Lehnübersetzung) italienisch turbare)


συγχρωτισμός

συγχρωτισμός συγχρωτίζομαι + -μός Koine-Griechisch συγχρωτίζομαι


συγχρωτίζομαι

συγχρωτίζομαι Koine-Griechisch συγχρωτίζομαι σύν + altgriechisch χρώς


συγχρονισμός

συγχρονισμός Koine-Griechisch συγχρονίζω σύγχρονος + -ίζω


συγκρότηση

συγκρότηση Koine-Griechisch συγκρότησις altgriechisch συγκροτέω / συγκροτῶ σύν + κροτέω / κροτῶ


συγκρητισμός

συγκρητισμός französisch syncrétisme Koine-Griechisch συγκρητισμός (αντιδάνειο) συγκρητίζω σύν + Κρής


σύγκλιση

σύγκλιση Koine-Griechisch σύγκλισις altgriechisch συγκλίνω σύν + κλίνω ((Lehnübersetzung) französisch convergence)


συγκληρονόμος

συγκληρονόμος Koine-Griechisch συγκληρονόμος συγ- + κληρονόμος


συγκερασμός

συγκερασμός Koine-Griechisch συγκερασμός altgriechisch συγκεράννυμι σύν + κεράννυμι


συγκεράζω

συγκεράζω Koine-Griechisch συγκεράω / συγκερῶ altgriechisch συγκεράννυμι κεράννυμι


συγκατάβαση

συγκατάβαση Koine-Griechisch συγκατάβασις altgriechisch συγκαταβαίνω σύν + κατά + βαίνω


σύγκαιρα

σύγκαιρα Koine-Griechisch σύγκαιρ(ος) + νεοελληνική κατάληξη επιρρημάτων -α[1] Δείτε συγ- (συν), καιρός


σύγαμπρος

σύγαμπρος Koine-Griechisch σύγγαμβρος σύν + γαμβρός


στυλώνω

στυλώνω mittelgriechisch στυλώνω Koine-Griechisch στυλόω / στυλῶ altgriechisch στῦλος


στρώνω

στρώνω mittelgriechisch στρώνω Koine-Griechisch στρωννύω altgriechisch στρώννυμι


στροφέας

στροφέας Koine-Griechisch στροφεύς altgriechisch στρέφω (3,4: (Lehnbedeutung) französisch pivot)


στρόφαλος

στρόφαλος (λόγιο) Koine-Griechisch στρόφαλος (σβούρα με σπάγγους για μαγικές τελετές) [1] στρέφω


στρουθοκάμηλος

στρουθοκάμηλος Koine-Griechisch στρουθοκάμηλος (αρσενικό ή θηλυκό)


στρόβιλος

στρόβιλος για τη μετεωρολογία και φυσική (λόγιο) Koine-Griechisch στρόβιλος altgriechisch στρόβος στρέφω


στροβιλίζω

στροβιλίζω Koine-Griechisch στροβιλίζω


στριγκλίζω

στριγκλίζω mittelgriechisch στριγγίζω Koine-Griechisch στρίξ


στριγκλιά

στριγκλιά mittelgriechisch στριγγιά Koine-Griechisch στρίξ (με παρετυμολόγηση από τη λέξη στρίγκλα[1]


στρίγκλα

στρίγκλα mittelgriechisch στρίγκλα / στρίγλα lateinisch striga strix Koine-Griechisch στρίξ (αντιδάνειο)


στρέμμα

στρέμμα Koine-Griechisch στρέμμα altgriechisch στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-


στρείδι

στρείδι Koine-Griechisch *ὀστρείδιον, υποκοριστικό του ὄστρειον altgriechisch ὄστρειον / ὄστρεον


στρατοπεδάρχης

στρατοπεδάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch στρατοπεδάρχης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στρατόπεδ(ο) + -άρχης ( άρχω)


στρατηγείο

στρατηγείο Koine-Griechisch στρατηγεῖον altgriechisch στρατήγιον στρατός + ἄγω


στρατεύομαι

στρατεύομαι altgriechisch στρατεύομαι Η μεταφορική σημασία Koine-Griechisch φράση στρατευόμενοι εἰς Χριστόν[1]


στραγγίζω

στραγγίζω Koine-Griechisch στραγγίζω στράγξ


στραβός

στραβός Koine-Griechisch στραβός altgriechisch στρεβλός


στουπί

στουπί mittelgriechisch στουπί Koine-Griechisch στουππίον altgriechisch στυππεῖον


στομάχι

στομάχι Koine-Griechisch στομάχιον altgriechisch στόμαχος στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)


στολισμός

στολισμός Koine-Griechisch στολισμός altgriechisch στολίζω στολίς / στολή / στόλος στέλλω


στολίζω

στολίζω Koine-Griechisch


στόλαρχος

στόλαρχος > (λόγιο) Koine-Griechisch στόλαρχος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στόλ(ος) + -αρχος άρχω


στοίβα

στοίβα στοιβάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch στοιβάζω


στιχομυθία

στιχομυθία Koine-Griechisch στιχομυθία altgriechisch στίχος + μῦθος


στιλβώνω

στιλβώνω Koine-Griechisch στιλβόω / στιλβῶ altgriechisch στίλβη


στηθόδεσμος

στηθόδεσμος Koine-Griechisch στῆθος + δεσμός


στηθαίο

στηθαίο Koine-Griechisch στηθαῖον altgriechisch στῆθος


στέψη

στέψη Koine-Griechisch στέψις altgriechisch στέφω (2. (Lehnbedeutung) französisch couronnement)


στερεοποιώ

στερεοποιώ (λόγιο) Koine-Griechisch στερεοποιῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε στερε(ός) + -ο- + -ποιώ


στενοχωρώ

στενοχωρώ Koine-Griechisch στενοχωρέω / στενοχωρῶ altgriechisch στενός + χῶρος


στενοχώρια

στενοχώρια Koine-Griechisch στενοχωρία (στενός χώρος)


στέκω

στέκω mittelgriechisch στέκω Koine-Griechisch στήκω altgriechisch ἕστηκα (παρακείμενος του ἵστημι) [1]


στειρώνω

στειρώνω Koine-Griechisch στειρῶ altgriechisch στεῖρος


στειλιάρι

στειλιάρι mittelgriechisch στειλειάριον, υποκοριστικό του Koine-Griechisch στειλειός altgriechisch στειλεός


στέγαση

στέγαση Koine-Griechisch στέγασις


στεγανότητα

στεγανότητα Koine-Griechisch στεγανότης altgriechisch στεγανός στέγω


στάχτη

στάχτη mittelgriechisch στάκτη Koine-Griechisch στακτή (κονία) altgriechisch στακτός στάζω proto-indogermanisch *stag- (στάζω)


σταφίδα

σταφίδα mittelgriechisch σταφίδα Koine-Griechisch σταφίς altgriechisch ἀσταφίς


σταυροφόρος

σταυροφόρος Koine-Griechisch σταυροφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σταυρο- + -φόρος


σταλακτίτης

σταλακτίτης (entlehnt aus) französisch stalactite Koine-Griechisch σταλακτός σταλάζω altgriechisch σταλάσσω


σταλάζω

σταλάζω Koine-Griechisch σταλάζω altgriechisch σταλάσσω / στάζω proto-indogermanisch *steh₂g-


σταθερότητα

σταθερότητα Koine-Griechisch σταθερότης (αιτιατιτική σταθερότητα) & Lehnbedeutung από τη französisch stabilité[1] siehe auch ἵστημι.


σταδιοδρομία

σταδιοδρομία (λόγιο) Koine-Griechisch σταδιοδρομία (αγώνας δρόμου στο στάδιο) altgriechisch σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ στάδιον + δρόμος, (Lehnbedeutung) französisch carrière[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε στάδιο + -δρομία


στάβλος

στάβλος Koine-Griechisch στάβλος (Maskulinum) στάβλον (Neutrum) lateinisch stabulum sto + -bulum indoeuropäisch (Wurzel) *steh₂-


σπουδάζω

σπουδάζω Koine-Griechisch σπουδάζω (ανάλογη σημασία) altgriechisch σπουδάζω σπουδή



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback