στραβός Adj.  [stravos, strabos]

  Adj.
(1)
  Adj.
(1)
(0)

Etymologie zu στραβός

στραβός Koine-Griechisch στραβός altgriechisch στρεβλός


GriechischDeutsch
Ρώτα την καμήλα γιατί ο λαιμός της είναι στραβός και θα σου πει "Μα όλη στραβή είμαι."Fragt man dem Kamel "Warum ist dein Hals so krumm?" Dann antwortet es, "Ich bin überall herum krumm."

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
στραβός -ή -ό

Grammatik

Noch keine Grammatik zu στραβός.



Griechische Definition zu στραβός

στραβός -ή -ό [stravós] : 1α. για κτ. που δεν είναι ίσιο, που παρεκκλί νει από την ευθεία (οριζόντια ή κάθετη): Ο σωλήνας είναι στραβός και δεν εφαρμόζει καλά. H κολόνα είναι στραβή. Tράβηξε μια στραβή γραμμή. Tο δρόμο τον χάραξαν στραβό. Έχει στραβά πόδια. || λοξός: Tο δωμάτιο δεν είναι τετραγωνισμένο, ο ένας τοίχος είναι στραβός. β. που δεν έχει το κανονικό, το σωστό σχήμα: Tο στόμα του είναι στραβό. Ο ένας του ώμος είναι στραβός. ΠAΡ Πολλές μαμές*, στραβό το παιδί. γ. που δεν είναι σωστά τοποθετημένος, που δε βρίσκεται στην κανονική θέση: Tο τραπέζι είναι στραβό, βάλ΄ το στη θέση του. H φούστα σου είναι στραβή. Tα γυαλιά σου είναι στρα βά. ΠAΡ Ή στραβός είν΄ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε, ειρωνικά, όταν προσπαθούμε να αποδώσουμε σε κπ. άλλον τις ευθύνες που μας βαραίνουν. Ήτανε στραβό το κλήμα*, το ΄φαγε κι ο γάιδαρος. 2. (μτφ., οικ.) α. για κτ. που είναι λανθασμένο, που δεν είναι πραγματικό ή ορθό: Έδωσε μια στραβή εικόνα της πραγματικότητας. Έχει πολύ στραβή αντίληψη για τη ζωή. Όλα στραβά τα βρίσκει. Πήρε το στραβό δρόμο, κάνει κτ. που παρεκκλίνει από καθιερωμένους κοινωνικούς, ηθικούς κτλ. κανόνες. (έκφρ.) τα στραβά και τα ανάποδα, εμφατικά, για δυσάρεστα φαινόμενα και καταστάσεις: Στα χρονογραφήματά του καυτηριάζει τα στραβά και τα ανάποδα της κοινωνίας. || για κτ. που δεν εξελίσσεται ευνοϊκά, που είναι δυσάρεστο και αντίθετο προς τις επιθυμίες μας: H υπόθεση πήρε στραβό δρόμο. H τύχη του ήταν στραβή (κι ανάποδη) από την αρχή. β. δύστροπος, πεισματάρης: Πολύ στραβός άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι στραβός κι ανάποδος, πολύ δύστροπος. (έκφρ.) είναι στραβό κεφάλι, στραβοκέφαλος. με πιάνει το στραβό μου, γίνομαι δύστροπος. στραβά ΕΠIΡΡ: Έκο ψε στραβός το ύφασμα. Έβαλε στραβός τη βίδα. Φόρεσε στραβός το πουλόβερ, ανάποδα. Όλα τού πήγαν στραβός. Ξεκίνησε στραβός τη ζωή του, λανθασμένα. Tον κοίταξε στραβός, τον στραβοκοίταξε. Tο κατάλαβε / το πήρε στραβός, το παρανόησε ή το παρεξήγησε. Φοράω / βάζω το καπέλο / το καπελάκι / τη σκούφια μου στραβός και ως ΦΡ για να δηλώσουμε αδιαφορία για κτ. που συμβαίνει: Θα βάλω το καπέλο / το καπελάκι μου στραβός και θα φύγω και αυτοί ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. (έκφρ.) κουτσά* στραβός κι ανάποδα. κουτσά* στραβός.

[αρχ. στραβός `λοξός΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback