{η}  στενοχώρια Subst.  [stenochoria, stenoxwria]

{der}    Subst.
(17)
{der}    Subst.
(4)
{die}    Subst.
(3)
{die}    Subst.
(1)
{die}    Subst.
(0)
{die}    Subst.
(0)
{die}    Subst.
(0)

Etymologie zu στενοχώρια

στενοχώρια Koine-Griechisch στενοχωρία (στενός χώρος)


GriechischDeutsch
Τέλος, έχει ήδη αναφερθεί, αλλά σας ζητώ, κατά τη διάρκεια της Προεδρίας σας, κύριε πρωθυπουργέ, να αδράξετε την ευκαιρία για να επιλύσετε το θέμα της αρπαγής γης και άλλα θέματα που προκαλούν αγωνία και στενοχώρια σε δεκάδες χιλιάδες νομοταγείς ιδιοκτήτες σε όλη τη νότια Ισπανία.Es wurde bereits gesagt, jedoch fordere ich Sie auf, Herr Ministerpräsident, während Ihres Ratsvorsitzes endlich die Gelegenheit zu nutzen, das Problem der Landenteignungen und weitere Sachverhalte zu klären, die Zehntausenden von gesetzestreuen Grundstücksbesitzern in Südspanien derartig viel Not und Kummer bereiten.

Übersetzung bestätigt

Αυτό που προτείνουμε εμείς, η Ομάδα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, η Ομάδα του Ευρωπαϊκού Κόμματος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και Μεταρρυθμιστών και η Ομάδα των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι πολύ λογικό και δεν πρόκειται να προκαλέσει στενοχώρια ανάλογη με αυτή που προκλήθηκε στην ομάδα των μαθητών εκείνη την ημέρα.Die Vorschläge der PSE, der Liberalen und der Grünen sind sinnvoll und werden den Menschen den Kummer ersparen, den die Schulklasse an jenem Tag erlebte.

Übersetzung bestätigt

Τρώγοντας και πίνοντας ξεχνιέται η στενοχώρια.Beim Trinken und Essen wird der Kummer vergessen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu στενοχώρια

στενοχώρια η [stenoxórja] & στεναχώρια η [stenaxórja] Ο25α : όχι ευχάριστη συναισθηματική κατάσταση, που συνήθ. οφείλεται σε κτ. κακό ή γενικά δυσάρεστο· λύπη, θλίψη: H αιτία μιας στενοχώριας. Aισθάνεται / έχει στενοχώρια, γιατί απέτυχε στις εξετάσεις. (ειρ.) Kι είχα μια στενοχώρια! ή στενοχώρια μου!, ως ένδειξη αδιαφορίας. || (συνήθ. πληθ.) η αιτία (συνήθ. γεγονός) θλίψης, λύπης, ή γενικά δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης: Οικονομικές / οικογενειακές στενοχώριες. Bρίσκεται κάποιος σε / περνάει στενοχώριες.

[ελνστ. στενοχωρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και υποχωρ. κίνηση του τόνου, αρχ. σημ.: `στενός τόπος΄· [o > a] κατά το στενόχωρος > στενάχωρος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback