συνάχι mittelgriechisch συνάχι Koine-Griechisch συνάγχη σύν + altgriechisch ἄγχω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Flande απέδειξε στο τελευταίο του βιβλίο ότι οι αλλεργίες από τρόφιμα μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα όπως ημικρανία, νευροδερματίτιδα, μυκητιάσεις, συνάχι, άσθμα, χρόνια κόπωση, παχυσαρκία, κνησμό, οιδήματα, ταχυκαρδία και όλα αυτά από εντελώς φυσικά παραγόμενα τρόφιμα. | Dr. Flande hat in seinem neuesten Buch nachgewiesen, daß Lebensmittelallergien Probleme auslösen können, wie Migräne, Neurodermitis, Pilzinfektionen, Schnupfen, Asthma, chronische Müdigkeit, Übergewicht, Juckreiz, Schwellungen, Herzrasen und dies durch ganz natürlich hergestellte Lebensmittel. Übersetzung bestätigt |
Εφευρέθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πρώτα από τους Συμμάχους ως ευεργετική βοήθεια για τους τραυματίες, κατόπιν χρησιμοποιήθηκαν σε βαριές ασθένειες και εγχειρήσεις, όπου η χρησιμοποίηση ενός φαρμάκου "κατά της ζωής» αντιβιοτικό = εναντίον της ζωής διασφάλιζε τη ζωή του ασθενούς, στη συνέχεια πέρασαν στον τομέα της θεραπείας των ζώων, για να καταλήξουν, όμως, να δίνονται κατά τρόπο τόσο υπερβολικό που οι γιατροί καταφεύγουν σε αυτά για κάθε συνάχι. | Im Zweiten Weltkrieg erfunden und eingesetzt, zunächst auf Seiten der Alliierten als segensreiche Hilfestellung für Verwundete, dann eingesetzt bei schweren Krankheitsfällen und bei Operationen beim Menschen lebenssichernd, indem ein Medikament eingesetzt wurde "gegen Leben" Antibiotikum = anti Leben danach auch übergeschwappt in die Therapie im Tierbereich, schließlich aber in einer derart ausufernden Weise verschrieben, daß die Ärzte bei jedem Schnupfen zu Antibiotika greifen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
ασυνάχωτος |
συναχάκι |
συνάχωμα |
συναχωμένος |
συναχώνω |
άγχος |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Nasenschleimhautentzündung |
Rhinitis |
Koryza |
Nasenkatarrh |
Schnupfen |
συνάχι το [sináxi] : φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης, που προκα λεί έκκριση παχύρρευστης βλέννας, η οποία φράζει τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και δυσκολεύει την αναπνοή: Έχω συνάχι. Παθαίνω εύκολα συνάχι. Aλλεργικό συνάχι. || χαρακτηρισμός κάθε ασήμαντης διαταραχής της υγείας: Πολύ γερός άνθρωπος, δεν έχει πάθει ούτε ένα συνάχι. Ένα συνάχι να πάθει, τρέχει στο γιατρό. ΠAΡ Σαν πεθάνω από συνάχι, φάσκελα να ΄χει η πανούκλα, για να δηλώσουμε ότι δεν έχει σημασία η σοβαρότητα της αιτίας που προκαλεί μια συμφορά, αλλά αυτή η ίδια η συμφορά.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.