Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischφανερώνω Koine-Griechisch φανερόω, -ῶ φανερός
φαλκιδεύω Koine-Griechisch φαλκίδιον, von ρωμαϊκό Φαλκίδειο νόμο (lex Falcidia), που θεσπίστηκε von Ρωμαίο δήμαρχο Falcidius κατά το έτος 714 από κτίσεως Ρώμης (40 π.Χ). Ο νόμος προέβλεπε πως κάποιος μπορούσε να διαθέσει τα τρία τέταρτα της περιουσίας του όπως επιθυμούσε αλλά το ένα τέταρτο θα έπρεπε να το δώσει στους κληρονόμους του.
υψώνω Koine-Griechisch ὑψόω / ὑψῶ altgriechisch ὕψος
υφήλιος (λόγιο) Koine-Griechisch ὑφήλιος (εννοείται: γῆ)[1] ὑπό (υφ-) + ἥλι(ος) + -ος (που βρίσκεται κάτω von ήλιο)
ύφεση (λόγιο) Koine-Griechisch ὕφε(σις) (χαλάρωση των χορδών μουσικού οργάνου, ελάττωση)+ -ση[1] ὑφίημαι (υποχωρώ) ὑπό (ύφ-) ἵημι.
υφέν Koine-Griechisch ὑφέν ὑφ’ + ἕν altgriechisch εἷς
ύφανση Koine-Griechisch ὕφανσις altgriechisch ὑφαίνω indoeuropäisch (Wurzel) *webʰ- (υφαίνω, πλέκω)
ύφαλος (λόγιο) Koine-Griechisch «αἱ ὕφαλοι» (εννοείται «πέτραι» θηλυκό, πληθυντικός)[1] ὕφαλος (υποθαλάσσιος) ὑπό + ἅλς (με δάσυνση του π σε φ λόγω του δασυνόμενου α)
υστεροφημία Koine-Griechisch ὑστεροφημία altgriechisch ὕστερος + φήμη
υστεροβουλία Koine-Griechisch ὑστεροβουλία
υποτίμηση Koine-Griechisch ὑποτίμησις altgriechisch ὑποτιμάω / ὑποτιμῶ τιμάω / τιμῶ (1. (Lehnbedeutung) französisch dévaluation)
υποτάσσω Koine-Griechisch ὑποτάσσω ὑπό + altgriechisch τάσσω ((Lehnbedeutung) französisch subordonner)
υπόταξη Katharevousa ὑπόταξις (ὑπότακ-σις + -ση) Koine-Griechisch ὑπόταξις ὑπο- + τάξις. Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + τάξη[1]
υποταγή Koine-Griechisch ὑποταγή ὑποτάσσω
υποστύλωση Koine-Griechisch ὑποστύλωσις ὑποστυλόομαι ὑπόστυλος altgriechisch στῦλος
υποστυλώνω Koine-Griechisch ὑποστυλόομαι ὑπόστυλος altgriechisch στῦλος
υποστύλωμα Koine-Griechisch ὑποστύλωμα ὑποστυλόω/ὑποστυλῶ στῦλος
υποστήριξη Katharevousa υποστήριξις υποστηρίζω + -σις/-ση Koine-Griechisch ὑποστηρίζω altgriechisch στηρίζω
υποστηρίζω Koine-Griechisch ὑποστηρίζω ὑπό + altgriechisch στηρίζω
υποστατικό Koine-Griechisch ὑποστατικόν
υποσκάπτω Koine-Griechisch ὑποσκάπτω (ίδια σημασία) altgriechisch ὑποσκάπτω
υποσημείωση Koine-Griechisch ὑποσημείωσις
υπονομεύω Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος
υπονομευτής Koine-Griechisch ὑπονομευτής ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω
υπονόμευση υπονομεύω + -ση Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω
υπομονεύω Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω
υποκοριστικός Koine-Griechisch ὑποκοριστικός
υπόκλιση Koine-Griechisch ὑπόκλισις
υποκλέπτω Koine-Griechisch ὑποκλέπτω (altgriechisch ὑποκλέπτομαι) ὑπό + κλέπτω
υποκατάστατο Koine-Griechisch ὑποκατάστα(σις) + -ση
υποκαθιστώ υπο- + καθιστώ Koine-Griechisch ὑποκαθίστημι με μεταπλασμό κατά το καθίστημι
υποδοχέας (λόγιο) Koine-Griechisch ὑποδοχεύς (ὑπο- + δοχεύς), Lehnübersetzung von englisch socket[1] & französisch récepteur[2]
υποδουλώνω mittelgriechisch ὑποδουλῶ + -ώνω Koine-Griechisch ὑπόδουλος ὑπό + altgriechisch δοῦλος
υποδιοικητής Koine-Griechisch ὑποδιοικητής ὑπο- + διοικητής
υποδιαστολή (λόγιο) Koine-Griechisch ὑποδιαστολή υπο- ὑπό + altgriechisch διαστολή διαστέλλω δια- διά + στέλλω
υπόδειξη Koine-Griechisch ὑπόδειξις altgriechisch ὑποδείκνυμι ὑπό + δείκνυμι
υποβολέας Koine-Griechisch ὑποβολεύς altgriechisch ὑποβάλλω
υποβιβασμός Koine-Griechisch ὑποβιβασμός (=μετάβαση προς τα κάτω) ὑποβιβάζω ὑπό + βιβάζω
υπνηλία Koine-Griechisch ὑπνηλία altgriechisch ὕπνος
υπερχείλιση υπερχειλίζω + -ση mittelgriechisch υπερχειλώ + -ίζω Koine-Griechisch ὑπερχειλής ὑπέρ + altgriechisch χεῖλος
υπερχειλίζω mittelgriechisch υπερχειλώ + -ίζω Koine-Griechisch ὑπερχειλής ὑπέρ + altgriechisch χεῖλος
υπερφαλάγγιση Koine-Griechisch ὑπερφαλάγγησις
υπερτερώ Koine-Griechisch ὑπερτερέω / ὑπερτερῶ altgriechisch ὑπέρτερος ὑπέρ + -τερος
υπέρταση Koine-Griechisch ὑπέρτασις ((Lehnbedeutung) französisch hypertension)
υπερσυντέλικος Koine-Griechisch ὑπερσυντέλικος ὑπέρ + συντελώ
υπέρμαχος Koine-Griechisch ὑπέρμαχος ὑπέρ + μάχομαι
υπερκεράζω Koine-Griechisch ὑπερκεράω / ὑπερκερῶ + -άζω altgriechisch κέρας
υπερθεματίζω Koine-Griechisch ὑπερθεματίζω
υπερήλικας Koine-Griechisch ὑπερῆλιξ
υπερασπίζομαι Koine-Griechisch ὑπερασπίζω altgriechisch ὑπέρ + ἀσπίς
υπεξαίρεση Koine-Griechisch ὑπεξαίρεσις ὑπεξαιρέω αἱρέω
υπεγγύηση υπ- + εγγύηση Koine-Griechisch ἐγγύησις altgriechisch ἐγγύη ἐν + γυῖον proto-indogermanisch *gew- (χέρι)
υπατεία Koine-Griechisch ὑπατεία / ὑπατία altgriechisch ὕπατος ὑπό indoeuropäisch (Wurzel) *upo (υπό)
υπαναχώρηση Koine-Griechisch ὑπαναχώρησις altgriechisch ὑπαναχωρέω / ὑπαναχωρῶ
υπακοή Koine-Griechisch ὑπακοή
ύπαιθρο (λόγιο) Koine-Griechisch ὕπαιρθον substantiviertes Neutrum επιθέτου von altgriechisch ὕπαιθρος[1] siehe auch ύπ-, ύπαιθρος
υπαγόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ὑπαγόρευ(σις) + -ση altgriechisch ὑπαγορεύω ὑπό + ἀγορεύω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπ- + αγόρευση.
υμνολογώ Koine-Griechisch ὑμνολογέω / ὑμνολογῶ altgriechisch ὕμνος + λέγω
υμνολόγιο Koine-Griechisch ὑμνολόγια ὑμνολογέω altgriechisch ὕμνος + -ο- + -λόγιο
υμνολογία Koine-Griechisch ὑμνολογία altgriechisch ὕμνος + λέγω
υμνογράφος (λόγιο) Koine-Griechisch ὑμνογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε (ὕμνος) ύμν(ος) + -ο- + -γράφος
υλοποιώ Koine-Griechisch ὑλοποιός
υιοθέτηση mittelgriechisch υιοθέτησις Koine-Griechisch υἱοθετῶ altgriechisch υἱός + τίθημι
υιοθεσία Koine-Griechisch υἱοθεσία altgriechisch υἱόν θέσθαι
υδρόμυλος Koine-Griechisch ὑδρόμυλος ὕδωρ + μύλος
ύδρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ὕδρευ(σις) + -ση[1] altgriechisch ὑδρεύω ὕδωρ
υδραγωγείο Koine-Griechisch ὑδραγωγεῖον (ὕδωρ) + ἀγωγός
υγροποιώ Koine-Griechisch ὑγροποιέω / ὑγροποιῶ ((Lehnübersetzung) französisch liquéfier)
ύγρανση Koine-Griechisch ὕγρανσις altgriechisch ὑγραίνω ὑγρός
υγειά mittelgriechisch *υγειά Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγίεια
υαλουργός Koine-Griechisch ὑαλουργός
υαλουργείο Koine-Griechisch ὑαλουργεῖον
τύψη Koine-Griechisch τύψις τύπτω
τυρί mittelgriechisch τυρίν Koine-Griechisch τυρίον (τυράκι) altgriechisch τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον proto-griechisch *tūrós (Mykenisches Griechisch : ????????: tu-ro /tūrós/) proto-indogermanisch *tuh₂-ró-s *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)
τυραννοκτόνος (λόγιο) Koine-Griechisch τυραννοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε τύρανν(ος) + -ο- + -κτόνος (κτείνω σκοτώνω)
τυμβωρυχία Koine-Griechisch τυμβωρυχία altgriechisch τύμβος + ὀρύσσω
τυλίγω mittelgriechisch τυλίγω Koine-Griechisch τυλίσσω με μεταπλασμό σε -γω von αοριστικό θέμα τυλιξ-, κατά το σχήμα «άνοιξα ανοίγω»[1]
τσίφτης albanisch qift *qiftër mittelgriechisch ξεφτέρι (αντιδάνειο) Koine-Griechisch ὀξυπτέριον altgriechisch ὀξύς + πτερόν (ή τουρκικά çift persisch جفت: cuft)
τσίρος mittelgriechisch τσίρος Koine-Griechisch κηρίς/κιρρίς
τσιρλιό τσιρλί + -ό τσιρλώ (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τιλάω / τιλῶ τῖλος altgriechisch τίλλω
τσίρλα τσιρλώ + -α (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τιλάω / τιλῶ τῖλος altgriechisch τίλλω
τσιγγάνος mittelgriechisch ἀτσίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή) Προέρχεται από ένα μανιχαϊκό θρήσκευμα, προερχόμενο από τη Φρυγία.
τσέρι englisch cherry (brandy) μέση englisch cheri παλαιά γαλλικά cherise δημώδης lateinisch ceresia lateinisch cerasium Koine-Griechisch κεράσιον (αντιδάνειο) altgriechisch κερασός / κέρασος
τσεκουρώνω τσεκούρι + -ώνω mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)
τσεκουριά τσεκούρι + -ιά mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)
τσεκούρι mittelgriechisch τσεκούριον Koine-Griechisch σεκούριον lateinisch securis seco (κόβω) indoeuropäisch (Wurzel) *sek- (κόβω)
τρυπάνι Koine-Griechisch τρυπάνι altgriechisch τρύπανον
τρύπα Koine-Griechisch τρῦπα altgriechisch τρύω proto-indogermanisch *truH-p-[1]
τρυγόνι Koine-Griechisch τρυγόνιον altgriechisch τρυγών + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
τροχοπέδη Koine-Griechisch τροχοπέδη altgriechisch τροχός ( τρέχω) + πέδη (2. (Lehnbedeutung) französisch frein)
τροχαίος Koine-Griechisch τροχαῖος (που τρέχει) τρόχος τρέχω
τρόφιμο Koine-Griechisch τρόφιμον altgriechisch τρόφιμος
τρισέγγονος Koine-Griechisch τρισέγγονος. Συγχρονικά αναλύεται σε τρις + εγγονός
τρίγλυφο Koine-Griechisch τρίγλυφον altgriechisch τρίγλυφος τρι- + γλύφω
τρεχαντήρι Koine-Griechisch τροχαντήρ altgriechisch τροχός (mit fehlgedeutetem etymologischen Einfluss von τρέχω)
τραυλισμός Koine-Griechisch τραυλισμός altgriechisch τραυλίζω τραυλός
τουρτουρίζω mittelgriechisch τουρτουρίζω Koine-Griechisch ταρταρίζω altgriechisch Τάρταρος
τούρτα Koine-Griechisch τοῦρτα lateinisch torta (panis), Femininum von tortus, Passiv Perfekt von torqueo indoeuropäisch (Wurzel) *terkʷ (στρέφω)
τοποθετώ Koine-Griechisch τοποθετέω / τοποθετῶ altgriechisch τόπος + τίθημι ((Lehnübersetzung) französisch placer)
τοπογράφος (entlehnt aus) französisch topographe ( topographie) Koine-Griechisch τοπογράφος (τοπογραφία) altgriechisch τόπ(ος) + -ο- + -γράφος (-graphe)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.