Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



χορτάρι

χορτάρι mittelgriechisch χορτάριν Koine-Griechisch χορτάριον altgriechisch χόρτος


χοροστατώ

χοροστατώ Koine-Griechisch χοροστατέω / χοροστατῶ altgriechisch χοροστάτης χορός + ἵστημι


χοροστασία

χοροστασία mittelgriechisch χοροστασία Koine-Griechisch χοροστασία


χορείος

χορείος (λόγιο) Koine-Griechisch χορεῖος. siehe auch χορός


χολέρα

χολέρα Koine-Griechisch χολέρα altgriechisch χολή indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)


χοιροβοσκός

χοιροβοσκός Koine-Griechisch χοιροβοσκός altgriechisch χοῖρος + βοσκός


χνούδι

χνούδι mittelgriechisch χνούδι(ν) Koine-Griechisch *χνούδιον altgriechisch χνόος / χνοῦς


χλώρωση

χλώρωση Koine-Griechisch χλωριάω ή χλωράω - χλωρῶ


χλαλοή

χλαλοή mittelgriechisch οχλαγωγία Koine-Griechisch ὀχλαγωγία altgriechisch ὄχλος + ἄγω


χιόνι

χιόνι mittelgriechisch χιόνι Koine-Griechisch χιόνιον υποκοριστικό για την altgriechisch χιών proto-indogermanisch *ǵʰéyōm *ǵʰey- (χειμών, χειμώνας)


χιλιετηρίδα

χιλιετηρίδα Koine-Griechisch χιλιετηρίς


χιλιάδα

χιλιάδα Koine-Griechisch χιλιάς


χιαστί

χιαστί Koine-Griechisch χιαστί χιαστός χιάζω χῖ altgriechisch χεῖ (το γράμμα)


χηνάρι

χηνάρι mittelgriechisch χηνάρι Koine-Griechisch χηνάριον altgriechisch χήν proto-indogermanisch *ǵʰh₂éns (χήνα)


χημειοθεραπεία

χημειοθεραπεία (entlehnt aus) französisch chimiothérapie Koine-Griechisch χημεία / χυμεία + altgriechisch -θεραπεία


χημεία

χημεία französisch chimie alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)


χελώνι

χελώνι Koine-Griechisch χελώνιον


χειρούργος

χειρούργος italienisch chirurgo spätlateinisch chirurgus (προφέρεται kʰiːˈrʊr.ɡʊs) Koine-Griechisch χειρουργός (αντιδάνειο)


χειροπέδη

χειροπέδη Koine-Griechisch χείρ + πέδη


χειροθεσία

χειροθεσία Koine-Griechisch χειροθεσία altgriechisch χείρ + τίθημι


χειριστής

χειριστής (λόγιο) Koine-Griechisch χειριστής χειρίζω, (Lehnbedeutung) französisch manipulateur[1] για τον όρο στη βιολογία: Etymologie fehlt


χειραψία

χειραψία Koine-Griechisch χειραψία (πάλη αλλά και εντριβή) altgriechisch χειραψία (πάλη)


χειραγωγώ

χειραγωγώ Koine-Griechisch χειραγωγέω / χειραγωγῶ altgriechisch χείρ + ἄγω


χειραγώγηση

χειραγώγηση mittelgriechisch χειραγώγησις Koine-Griechisch χειραγωγέω / χειραγωγῶ altgriechisch χείρ + ἄγω


χειμαδιό

χειμαδιό Koine-Griechisch χειμάδιον


χαύνωση

χαύνωση Katharevousa χαύνωσις Koine-Griechisch χαύνωσις "χαλάρωση" αρχαία σημασία "σύγχυση"


χασμωδία

χασμωδία Koine-Griechisch χασμωδία χασμώδης χάσμα χαίνω


χαρτοφυλάκιο

χαρτοφυλάκιο Koine-Griechisch χαρτοφυλάκιο χαρτοφύλαξ (Genitiv -κος) + -ιο


χαρτοφύλακας

χαρτοφύλακας Koine-Griechisch χαρτοφύλαξ


χαροποιώ

χαροποιώ Koine-Griechisch χαροποιέω / χαροποιῶ


χάρισμα

χάρισμα Koine-Griechisch


χαρίζω

χαρίζω Koine-Griechisch χαρίζω / χαρίζομαι


χάραξη

χάραξη Katharevousa χάραξις Koine-Griechisch χάραξις με πικίλες έννοιες altgriechisch χάραξ


χαρακτηρίζω

χαρακτηρίζω Koine-Griechisch χαρακτηρίζω altgriechisch χαρακτήρ χαράσσω


χαραγή

χαραγή Koine-Griechisch χαράσσω


χάνω

χάνω κατά το σχήμα έφθασα-φθάνω, έπιασα-πιάνω mittelgriechisch χάνω μεσαιωνικά ελληνικά ἔχασα, ἐχάσα Koine-Griechisch αόριστος *ἐχάωσα (απαρέμφατο χαῶσαι) - *χαώνω του ρήματος χαόω - χαῶ χάος[1][2]


χαμομήλι

χαμομήλι Koine-Griechisch χαμαίμηλον


χαμοκέρασο

χαμοκέρασο Koine-Griechisch χαμαικέρασος (η φραουλιά)


χαμαιτυπείο

χαμαιτυπείο Koine-Griechisch χαμαιτυπεῖον χαμαιτύπη (=πόρνη) altgriechisch χαμαί + τυπή / τύπτω (επειδή οι πόρνες φορούσαν σανδάλια με ανάγλυφο πάτο, von οποίο γράφονταν στο χώμα "ΕΠΟΥ" δηλαδή "ακολούθα")


χαλκουργός

χαλκουργός Koine-Griechisch χαλκουργός χαλκός + ἔργον


χαλιναγωγώ

χαλιναγωγώ Koine-Griechisch χαλιναγωγέω χαλινός + ἄγω


χαλαζίας

χαλαζίας Koine-Griechisch χαλαζίας


χαιρετίζω

χαιρετίζω Koine-Griechisch χαιρετίζω


χαιρεκακία

χαιρεκακία Koine-Griechisch χαίρω + κακία


φώτιση

φώτιση Koine-Griechisch φώτισις φωτίζω


φωταγωγός

φωταγωγός (λόγιο) Koine-Griechisch φωταγωγός (αυτός που φωτίζει) von έκφραση «ἡ φωταγωγός θυρίς» (παράθυρο). Συγχρονικά αναλύεται σε φωτ- + -αγωγός. siehe auch το αρχαίο ρήμα ἄγω[1][2]


φωστήρας

φωστήρας Koine-Griechisch φωστήρ (λαμπτήρας) altgriechisch φάος / φῶς ((Lehnbedeutung) französisch luminaire)


φυτώριο

φυτώριο Koine-Griechisch φυτώριον (3. (Lehnbedeutung) englisch seminary)


φυσίγγιο

φυσίγγιο Koine-Griechisch φυσίγγιον, υποκοριστικό του φυσίγγη φῦσιγξ


φύραμα

φύραμα Koine-Griechisch φύραμα altgriechisch φυράω -φυρώ


φυλακίζω

φυλακίζω Koine-Griechisch φυλακίζω


φυγόδικος

φυγόδικος Koine-Griechisch φυγόδικος altgriechisch φεύγω + δίκη


φτιασιδώνω

φτιασιδώνω φτιασίδι + -ώνω mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι / φκιασιδώνω


φτιασίδι

φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι)


φτήνια

φτήνια φτηνός + -ια ή mittelgriechisch φτηνιά Koine-Griechisch εὐθηνία (αφθονία, ιδίως τροφίμων ή σιτηρών -και δωρεάν διανομή τους) altgriechisch εὐθηνέω (με επίδραση και της λέξης εὐθένεια: αφθονία)


φταρνίζομαι

φταρνίζομαι Koine-Griechisch πτέρνομαι altgriechisch πτάρνῠμαι πταίρω


φρύδι

φρύδι mittelgriechisch φρύδι Koine-Griechisch ὀφρύδιον, υποκοριστικό τού (altgriechisch ) ὀφρῦς / ὀφρύς indoeuropäisch (Wurzel) *h₃bʰrúHs, *bʰruH


φρουμάζω

φρουμάζω Koine-Griechisch φριμάω / φριμῶ altgriechisch φριμάσσομαι Onomatopoetikum


φρονηματισμός

φρονηματισμός Koine-Griechisch φρονηματισμός altgriechisch φρονηματίζομαι φρόνημα φρονέω φρήν


φρεναπάτη

φρεναπάτη Koine-Griechisch φρεναπατάω / φρεναπάτης + -η altgriechisch φρήν + ἀπάτη


φραγγέλιο

φραγγέλιο Koine-Griechisch φραγγέλιον lateinisch flagellum (υποκοριστικό του flagrum) + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


φουστάνι

φουστάνι από τη mittelgriechisch λέξη φουστάνι von βενετσιάνικο fustagno von lateinisch fustaneum από τη lateinisch λέξη fustis (ξύλο) που χρησιμοποιήσαν οι Λατίνοι για να μεταφράσουν κατά λέξη την Koine-Griechisch ξύλινο για το βαμβακερό ύφασμα υπάρχει επίσης η ερμηνεία ότι η λέξη ίσως προέρχεται von τότε αιγυπτιακή πρωτεύουσα Fustat (σημερινό Fostat, έξω von Κάιρο) όπου υφαινόταν ένα ειδικό ύφασμα


φούρνος

φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φούρνισμα

φούρνισμα φουρνίζω + -μα φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φουρνίζω

φουρνίζω mittelgriechisch φουρνίζω Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φουρνιά

φουρνιά φούρ-νος + -ιά Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φουρνάρικο

φουρνάρικο φούρνος + -άρικο Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher


φούρκα

φούρκα Koine-Griechisch φοῦρκα ( lateinisch furca)


φουντώνω

φουντώνω φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-


φούντωμα

φούντωμα φουντώνω + -μα φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-


φουντούκι

φουντούκι (αντιδάνειο) türkisch fındık Koine-Griechisch ποντικόν (= το προερχόμενο εκ του πόντου, το θαλασσινό) κάρυον, καρύδι


φούντα

φούντα Koine-Griechisch φοῦνδα funda (σφεντόνα) indoeuropäisch (Wurzel) *sp(h)end-


φοβίζω

φοβίζω Koine-Griechisch φοβίζω altgriechisch φοβέω, φοβῶ


φοβερίζω

φοβερίζω Koine-Griechisch φοβερίζω altgriechisch φοβερός


φλούδα

φλούδα mittelgriechisch φλούδα φλούδι + -α φλούδιον Koine-Griechisch φλοῦς altgriechisch φλοιός φλέω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)


φλομώνω

φλομώνω mittelgriechisch φλομώνω Koine-Griechisch φλόμος (Maskulinum) altgriechisch φλόμος (Femininum)


φλόμος

φλόμος Koine-Griechisch φλόμος (Maskulinum) altgriechisch φλόμος (Femininum)


φλασκί

φλασκί mittelgriechisch φλασκίον Koine-Griechisch φλάσκη


φλαμούρι

φλαμούρι Koine-Griechisch φλάμμουλα lateinisch flammula flamma


φκιασίδι

φκιασίδι φτιασίδι mittelgriechisch φτειάνω / φθειάνω εὐθειάζω altgriechisch εὐθεία, Femininum von εὐθύς (Υπάρχει και η άποψη: Koine-Griechisch φυκίασις altgriechisch φύκιον / φυκίον, υποκοριστικό του φῦκος. Σ’ αυτή την περίπτωση προηγείται ο τύπος φκιασίδι)


φιστικιά

φιστικιά Koine-Griechisch πιστάκιον από persisch λέξη (ίσως pistah) με επίδραση του τουρκικού fıstık από arabisch προφορά πιθανόν της ίδιας λέξης με την persisch


φισέκι

φισέκι türkisch fişek [1] persisch فشنگ (fešang) Koine-Griechisch φυσίγγιον [2], υποκοριστικό του φῦσιγξ (αντιδάνειο)


φίμωτρο

φίμωτρο Koine-Griechisch φίμωτρον


φιλοφρόνηση

φιλοφρόνηση Koine-Griechisch φιλοφρόνησις altgriechisch φιλοφρονέομαι φίλος + φρονέω ( φρήν)


φιλευσπλαχνία

φιλευσπλαχνία φιλεύσπλαχνος + -ία Koine-Griechisch φιλεύσπλαγχνος φίλος + εὔσπλαγχνος εὖ + altgriechisch σπλάγχνον proto-indogermanisch *spelgh- (σπλήνα)


φίδι

φίδι mittelgriechisch φίδιν Koine-Griechisch ὀφίδιον ὀφιίδιον υποκοριστικό του ὄφις + -ίδιον


φθειρίαση

φθειρίαση Koine-Griechisch φθειρίασις altgriechisch φθείρ


φέτος

φέτος mittelgriechisch φέτος Koine-Griechisch ἐφέτος ἐπ’ ἔτος (το φ κατ’ αναλογία προς το ἐφ’ ἡμέραν· → siehe: μεθαύριο)


φέρετρο

φέρετρο (λόγιο) Koine-Griechisch φέρετρον[1][2] altgriechisch φέρτρον φέρω


φερειπείν

φερειπείν Koine-Griechisch φέρ' εἰπεῖν φέρω + εἰπεῖν


φεγγοβολώ

φεγγοβολώ Koine-Griechisch ή μεταγενέστερη φεγγοβολῶ


φατριάζω

φατριάζω φατρία + -άζω Koine-Griechisch φατρία altgriechisch φρατρία φράτρα proto-griechisch *pʰrā́tēr proto-indogermanisch *bʰréh₂tēr (αδερφός)


φατρία

φατρία Koine-Griechisch altgriechisch φρατρία φράτρα proto-griechisch *pʰrā́tēr proto-indogermanisch *bʰréh₂tēr (αδερφός)


φατνίο

φατνίο Koine-Griechisch φατνίον, υποκοριστικό του φάτνη


φασόλι

φασόλι mittelgriechisch φασόλιν *φασιόλιον ή *φασηόλιον με αποβολή του ημιφώνου μεταξύ [s] και φωνήεντος υποκοριστικό για την Koine-Griechisch φασίολος αντιδάνειο από τη lateinisch phasiolus, phăsĕŏlus (făsĕŏlus) υποκοριστικό του phaselus (φασόλι· πλοιάριο με σχήμα φασολιού) altgriechisch φάσηλος[1] (που ήταν του γένους Vigna και όχι Φασιόλου) πιθανόν δάνειο από μεσογειακή μη indoeuropäisch γλώσσα.[2] siehe auch φασούλι, φασούλιν.


φάσκελο

φάσκελο Koine-Griechisch σφάκελος


φαρμακοτρίφτης

φαρμακοτρίφτης Koine-Griechisch φαρμακοτρίπτης altgriechisch φαρμακοτρίβης φάρμακον + τρίβω


φαρμακείο

φαρμακείο (entlehnt aus) französisch pharmacie spätlateinisch pharmacia Koine-Griechisch φαρμακία altgriechisch φαρμακεία φάρμακον proto-griechisch *pʰármakon


φαντασίωση

φαντασίωση Katharevousa και mittelgriechisch φαντασίωσις Koine-Griechisch φαντασιόω-φαντασιῶ[1][2]


φανέρωση

φανέρωση Koine-Griechisch φανέρωσις



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback