Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischκαλώ Katharevousa καλῶ altgriechisch καλέω / καλῶ proto-indogermanisch *kelh₁- *kl̥h₁- (καλώ)
υποστήριξη Katharevousa υποστήριξις υποστηρίζω + -σις/-ση Koine-Griechisch ὑποστηρίζω altgriechisch στηρίζω
απόσταση, λόγια λέξη της Katharevousaς απόστασις altgriechisch ἀπόστασις ἀφίστημι
ουσιαστικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs ουσιαστικός, (Katharevousa: ουσιαστικόν)
εκατομμύριο Katharevousa ἑκατομμύριον ἑκατόν + μύριοι, δηλαδή 100 επί 10.000
ακολουθώ Katharevousa ἀκολουθῶ altgriechisch ἀκολουθέω-ῶ ἀκόλουθος α αθροιστικό + κέλευθος (οδός, πορεία)
υπόψη υπόψιν Katharevousa υπ' όψιν υπό + altgriechisch ὄψιν, Akkusativ von ὄψις
προώθηση Katharevousa προώθησις πρό+όθηση
βάσει Katharevousa βάσει altgriechisch βάσει, δοτική του βάσις βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch sur la base de)
ανασυγκρότηση Katharevousa ἀνασυγκρότησις ανασυγκροτώ ανά + συγκροτώ altgriechisch συγκροτέω / συγκροτῶ κροτέω / κροτῶ κρότος ((Lehnübersetzung) französisch reconstruction)
μυστικότητα Katharevousa μυστικότης μυστικός + -ότης altgriechisch μυστικός μύστης μυέω / μυῶ μύω indoeuropäisch (Wurzel) *meue-
σύσταση Katharevousa σύστασις συν- + στάση ( στάσις)
ωδείο ὠδεῖον in Katharevousa altgriechisch ᾠδεῖον ωδή + -είο
ημερίδα Katharevousa ημερίς ημέρα + -ίς ((Lehnbedeutung) französisch matinée)
πρόθεση Katharevousa πρόθεσις altgriechisch πρόθεσις προτίθημι πρό (μπροστά) + τίθημι (βάζω)
δάκρυ altgriechisch δάκρυ· οι άλλες πτώσεις von δάκρυο (δάκρυον in Katharevousa) mittelgriechisch δάκρυο και δάκρυον altgriechisch δάκρυον
εκμετάλλευση ἐκμετάλλευσις in Katharevousa μέταλλο (Βγάλσιμο του μετάλλου von μετάλλευμα που το περιέχει και που υπάρχει σε φυσική κατάσταση)
δημοσιότητα Katharevousa δημοσιότης δημόσιος + -ότης ((Lehnübersetzung) französisch publicité)
ψεκαστήρας ψεκαστήρ in Katharevousa
πληροφόρηση πληροφόρησις in Katharevousa Koine-Griechischπληροφόρησις (με άλλη έννοια)
προτιμώ Katharevousa προτιμῶ altgriechisch προτιμάω-ῶ
εμποροπανήγυρη Katharevousa εμποροπανήγυρις έμπορος + -ο- + πανήγυρις
ανεβάζω (Katharevousa) ἀνεβάζω mittelgriechisch ἀνεβάζω Koine-Griechisch ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)
μηχανουργείο μηχαν(ο) + Katharevousa -ουργεῖον
εξοικείωση Katharevousa ἐξοικείωσις Koine-Griechisch ἐξοικείωσις («χειραφέτηση») altgriechisch ἐξοικειόω / ἐξοικειῶ οἰκειόω / οἰκειῶ οἰκεῖος οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs
ιδιαιτερότητα Katharevousa ιδιαιτερότης ιδιαίτερος + -ότης
αποστακτήριο Katharevousa αποστακτήριον αποστάζω + -τήριον
εις Katharevousa εἰς (λόγιο) altgriechisch εἰς
χωράφι Katharevousa χωράφιον Koine-Griechisch χωράφιον υποκοριστικό von altgriechisch χώρα
αναλόγως Katharevousa ἀναλόγως mittelgriechisch ἀναλόγως και ἀνάλογα altgriechisch ἀναλόγως
χρησιμοποίηση Katharevousa χρησιμοποίησις χρησιμοποιώ + -σις
επίθετο altgriechisch ἐπίθετον, Maskulinum von ἐπίθετος ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι), (Katharevousa: ἐπίθετον)
μεταδοτικότητα Katharevousa μεταδοτικότης μεταδοτικός + -ότης / -ότητα
αναπαράσταση ἀναπαράστασις in Katharevousa
χειριστήριο Katharevousa χειριστήριον von επίσης λόγια λέξη χειριστής
υψόμετρο Katharevousa υψόμετρον (entlehnt aus) französisch hypsomètre altgriechisch ὕψος + μέτρον
ξενάγηση ξενάγησις με επακριβώς την σημερινή έννοια in Katharevousa Koine-Griechischξενάγησις (βοηθώ έναν ξένο στον τόπο μου) altgriechisch ξεναγέω (καθοδηγώ μισθοφόρους) ξεναγός ( ο επικεφαλής μισθοφόρων) και ξεναγέτης (που φιλοξενεί, περιποιείται ξένους)
εκπόνηση Katharevousa εκπόνησις εκπονώ
ωάριο ὠάριον in Katharevousa altgriechisch που άλλοτε ήταν υποκοριστικό ᾠάριον, δηλαδή το μικρό ωό (=αυγό)
πανώλη Katharevousa πανώλης φράση «πανώλης νόσος» altgriechisch πανώλης (ολέθριος, ολοκληρωτικά καταστροφικός) πᾶς + ὄλλυμι
κροτίδα Katharevousa κροτίς κρότος + -ίς/-ίδα
αντιγόνο Katharevousa αντιγόνον αντί + γόνος + -ον ((Lehnübersetzung) französisch antigène)
ηφαίστειο Katharevousa ηφαίστειον Ήφαιστος + -ειον ((Lehnübersetzung) lateinisch Volcanus· π.β. altgriechisch Ἡφαιστεῖον Ἥφαιστος)
μειονότητα Katharevousa μειονότης μείον + -ότης ((Lehnübersetzung) französisch minorité) (Wort verwendet ab 1889)
φροντίζω Katharevousa με την έννοια της δημοτικής mittelgriechisch φροντίζω (σκέφομαι, μεριμνώ, μηχανεύομαι τρόπους) και περιφροντίζω altgriechisch φροντίζω φροντίς
ζωτικότητα Katharevousa ζωτικότης, λόγια λέξη von Koine-Griechisch ζωτικός
ανασφάλεια Katharevousa ἀνασφάλεια Katharevousa ἀνασφαλής Koine-Griechisch ἀνασφαλής
χάραξη Katharevousa χάραξις Koine-Griechisch χάραξις με πικίλες έννοιες altgriechisch χάραξ
παραμέληση Katharevousa παραμέλησις παραμελώ altgriechisch παραμελέω παρἀ + μέλω
μάλαξη Katharevousa μάλαξις Koine-Griechisch μάλαξις μαλάσσω
ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή
γήρανση Katharevousa γήρανσις altgriechisch γήρανσις γῆρας
έκβαση Katharevousa έκβασις Koine-Griechisch ἔκβασις
τυροκομείο Katharevousa τυροκομεῖον τυροκόμος + -εῖον
ακτοφυλακή Katharevousa ἀκτοφυλακή ακτ(ή) + -ο- + φυλακή (κατά το χωροφυλακή), (Lehnübersetzung) englisch coast guard
ωοθήκη ὠοθήκη in Katharevousa ᾠόν + θήκη
συν σύν (Katharevousa και altgriechisch) αρχαιότατη πρόθεση ξύν
ανικανότητα Katharevousa ανικανότης Koine-Griechisch ἀνικανότης
ωρολόγιο ὡρολόγιον in Katharevousa Koine-Griechisch ὡρολόγιον
φερεγγυότητα Katharevousa φερεγγυότης φερέγγυος + -ότης
μαρτύριο μαρτύριον in Katharevousa μαρτύριον στην Koine-Griechisch altgriechisch μαρτύριον και μαρτυρία
χειροσφαίριση Katharevousa χειροσφαίρισις χειρο- + altgriechisch σφαίρισις
ανασχηματισμός λόγια λέξη της Katharevousaς ἀνασχηματισμός ἀνασχηματίζω
εμμηνόπαυση, λόγια λέξη Katharevousa εμμηνόπαυσις ἔμμηνα + παύσις
υπηκοότητα Katharevousa ὑπηκοότης ὑπήκοος + -ότης/-ότητα altgriechisch ὑπήκοος ὑπακούω
αντίστιξη Katharevousa αντίστιξις αντι- + στίξις Koine-Griechisch στίξις altgriechisch στίζω ((Lehnübersetzung) italienisch contrappunto)
αναδιοργάνωση Katharevousa αναδιοργάνωσις αναδιοργανώνω + -σις
εσπερίδα Katharevousa εσπερίς Koine-Griechisch ἑσπερίς altgriechisch ἑσπέρα ((Lehnbedeutung) französisch soirée)
ωριμότητα ὡριμότης in Katharevousa Koine-Griechisch ὡριμότης altgriechisch ὥριμος ὡραῖος
συσχέτιση Katharevousa συσχέτισις συσχετίζω + -σις/-ση
ορατότητα Katharevousa ορατότης (Lehnübersetzung) französisch visibilité · ορατός + -ότης / -ότητα
ψωρίαση Katharevousa ψωρίασις psoriasis ψώρα
ίωση Katharevousa ίωσις απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου virosis
ταύτιση Katharevousa ταύτισις ταυτίζω + -σις/-ση
εγκυρότητα Katharevousa εγκυρότης έγκυρος + -ότης/-ότητα
εγκώμιο altgriechisch ἐγκώμιον, ομοίως Katharevousa ἐγκώμιον, (Maskulinum von επιθέτου ἐγκώμιος ἐν + κῶμος)
φρούρηση φρούρησις Katharevousa φρουρῶ φρουρέω φρουρός
διακοίνωση Katharevousa διακοίνωσις διακοινώνω + -σις ((Lehnübersetzung) französisch communication και englisch note) das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1848
φυσικότητα Katharevousa φυσικότης altgriechisch φυσικός,ή,όν
κοστολόγηση Katharevousa κοστολόγησις κοστολογώ + -σις
αναψυκτήριο (Katharevousa) ἀναψυκτήριον Koine-Griechisch ἀναψυκτήριον (τόπος αναψυχής)
αναζωογόνηση (Lehnübersetzung) französisch réanimation, Katharevousa ἀναζωογόνη(σις) + -ση[1] Koine-Griechisch ἀναζωογονῶ
αναμεταξύ ἀναμεταξύ in Katharevousa και mittelgriechisch και Koine-Griechisch altgriechisch ἀνά και μεταξύ (μετά + ξύν)
παθητικότητα Katharevousa παθητικότης παθητικός + -ότης / -ότητα
φθορίωση Katharevousa φθορίωσις φθόριο + -ωσις mittelgriechisch φθόριον altgriechisch φθορά φθείρω ((Lehnübersetzung) französisch fluoration)
ανωτερότητα Katharevousa ανωτερότης ανώτερος + -ότης ((Lehnübersetzung) französisch superiorité)
λέκτορας Katharevousa λέκτωρ lateinisch lector ((Lehnbedeutung) englisch lecturer[1] ή (Lehnübersetzung) deutsch Lektor[2])
ώσμωση Katharevousa ὤσμωσις (entlehnt aus) englisch osmosis französisch osmose altgriechisch ὠσμός ὠθέω / ὠθῶ
αναπνευστήρας άναπνευστήρ, λόγια λέξη που δημιούργησε η Katharevousa για να αποδώσει τη französisch respirateur
κολπίτιδα κόλπος (Katharevousa) η κολπίτις, της κολπίτιδος
πόλωση Katharevousa πόλωσις πολώνω + -σις πόλος altgriechisch πόλος πέλω indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, [γυρίζω]]) ((Lehnübersetzung) französisch polarisation)
ταμπάκος Katharevousa ταμβάκος[1]. Ή ταμπάκ(ο) με μεταπλασμό σε αρσενικό + ος[2]. Από italienisch tabacco spanisch tabaco
αιτώ αἰτῶ in Katharevousa altgriechisch αἰτέω - αἰτῶ
φυσιολάτρης Katharevousa φυσιολάτρις φύσις + -ο- + λάτρις
αποταμίευση Katharevousa αποταμίευσις αποταμιεύω + -σις Koine-Griechisch ἀποταμιεύομαι altgriechisch ταμιεύω ταμιεῖον ταμίας
εξαΰλωση Katharevousa εξαΰλωσις εξαϋλώνω + -σις άυλος Koine-Griechisch ἄϋλος altgriechisch ὕλη
ανεπαίσθητα (Katharevousa) ἀνεπαισθήτως
φαντασίωση Katharevousa και mittelgriechisch φαντασίωσις Koine-Griechisch φαντασιόω-φαντασιῶ[1][2]
αναπαλαίωση Katharevousa ἀναπαλαίω(σις) + -ση (αναδρομικός σχηματισμός) αναπαλαιώνω[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ανα-, altgriechisch ἀνά + παλαίωσις παλαιόω παλαιός
ανελέητα (Katharevousa) ἀνηλεῶς Koine-Griechisch ἀνηλεῶς ἀνηλεής και ἀνελεής
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.