{η}  εκμετάλλευση Subst.  [ekmetallefsi, ekmetalleysh]

{die}    Subst.
(1154)
{die}    Subst.
(126)
{der}    Subst.
(8)

Etymologie zu εκμετάλλευση

εκμετάλλευση ἐκμετάλλευσις in Katharevousa μέταλλο (Βγάλσιμο του μετάλλου von μετάλλευμα που το περιέχει και που υπάρχει σε φυσική κατάσταση)


GriechischDeutsch
Στην εκμετάλλευση συγκαταλέγεται κατ’ ελάχιστον η εκμετάλλευση της πορνείας άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, η παραγωγή, η πώληση και η διανομή πορνογραφικού υλικού στο οποίο εικονίζονται παιδιά, η καταναγκαστική παροχή εργασίας ή υπηρεσιών, η δουλεία ή άλλες πρακτικές παρεμφερείς προς τη δουλεία, τη δουλοπαροικία ή την αφαίρεση οργάνων·Ausbeutung umfasst mindestens die Ausnutzung der Prostitution anderer oder andere Formen sexueller Ausbeutung, die Herstellung, den Verkauf oder den Vertrieb kinderpornografischen Materials, Zwangsarbeit oder Zwangsdienstbarkeit, Sklaverei oder sklavereiähnliche Praktiken, Leibeigenschaft oder die Entnahme von Organen;

Übersetzung bestätigt

«εμπορία ανθρώπων», η στρατολόγηση, μεταφορά, απόκρυψη ή παραλαβή ατόμων, μέσω απειλής ή χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, μέσω απαγωγής, απάτης, εξαπάτησης, κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή μέσω πληρωμής ή ωφελημάτων για την εξασφάλιση της συμφωνίας ατόμου που ασκεί έλεγχο επί άλλου, με σκοπό την εκμετάλλευση.„Menschenhandel“ die Anwerbung, Beförderung, Verbringung, Beherbergung oder Aufnahme von Personen durch die Androhung oder Anwendung von Gewalt oder anderen Formen der Nötigung, durch Entführung, Betrug, Täuschung, Missbrauch von Macht oder Ausnutzung besonderer Hilflosigkeit oder durch Gewährung oder Entgegennahme von Zahlungen oder Vorteilen zur Erlangung des Einverständnisses einer Person, die Gewalt über eine andere Person hat, zum Zweck der Ausbeutung.

Übersetzung bestätigt

Σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκουSexuelle Ausbeutung von Kindern

Übersetzung bestätigt

Εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση της πορνείας ανηλίκων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκωνMenschenhandel zum Zweck der Ausbeutung von Minderjährigen mittels Prostitution oder anderer Formen der sexuellen Ausbeutung

Übersetzung bestätigt

Εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση ανηλίκου για την παροχή εργασίας ή υπηρεσιώνMenschenhandel zum Zweck der Ausbeutung der Arbeitskraft oder zur Erlangung von Diensten eines Minderjährigen

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu εκμετάλλευση

εκμετάλλευση η [ekmetálefsi] : 1.χρήση για αποκόμιση οικονομικού κέρδους: Συστηματική / επιστημονική / εντατική εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πόρων. H εκμετάλλευση του δασικού / του ορυκτού πλούτου μιας χώρας. || (ειδ. για ακίνητα) ενοικίαση για την αποκόμιση κέρδους: Έχει δύο διαμερίσματα, ένα για ιδιοκατοίκηση και ένα για εκμετάλλευση. || χρησιμοποίηση με τρόπο επωφελή· αξιοποίηση: εκμετάλλευση χώρου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback