ηφαίστειο Katharevousa ηφαίστειον Ήφαιστος + -ειον ((Lehnübersetzung) lateinisch Volcanus· π.β. altgriechisch Ἡφαιστεῖον Ἥφαιστος)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τα ηφαίστεια θεωρούνται μία από τις σημαντικότερες φυσικές πηγές υδραργύρου μαζί με την έκλυση του στοιχείου από τα υδάτινα και χερσαία οικοσυστήματα. | Vulkane gelten zusammen mit der Ausdünstung des Elements aus aquatischen und terrestrischen Ökosystemen als eine der größeren natürlichen Quecksilberquellen. Übersetzung bestätigt |
Σημαντικές φυσικές πηγές νικελίου είναι η αερόφερτη σκόνη του εδάφους και τα ηφαίστεια. | Wichtige natürliche Nickelquellen sind vom Wind verwehte Böden und Vulkane. Übersetzung bestätigt |
Σημαντικές φυσικές πηγές είναι οι πυρκαγιές και τα ηφαίστεια. | Wichtige natürliche Quellen sind Brände und Vulkane. Übersetzung bestätigt |
Στο ηφαίστειο Μπαρνταρμπούνγκα χρησιμοποιήθηκαν τέτοιου είδους μέσα προκειμένου να εκτιμηθεί ο όγκος του μάγματος που υπεισήλθε στον φλοιό της γης μέχρι και 10 χλμ. κάτω από την επιφάνειά της. | Bei dem Vulkan Bárðarbunga wurden diese dafür verwendet, das Volumen des Magmas zu schätzen, das bis zu 10 km unter der Erdoberfläche in die Erdrinde eingedrungen ist. Übersetzung bestätigt |
Το σύστημα μετρά τις εκρήξεις με τρεις τρόπους: τη θερμότητα που εκλύει ένα ηφαίστειο, την τέφρα που παράγει και τα αέρια που εκπέμπει, καθώς και τις φυσικές αλλαγές στην επιφάνεια της γης. | Das System misst Eruptionen auf drei verschiedene Weisen: Es misst 1) die vom Vulkan kommende Hitze, 2) die ausgestoßene Asche und die ausgestoßenen Gase und 3) die physikalischen Veränderungen auf der Erdoberfläche. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
ηφαιστειολογία |
ηφαιστειογενής -ής -ές |
Deutsche Synonyme |
---|
Vulkan |
Feuer speiender Berg |
feuerspeiender Berg |
ηφαίστειο το [iféstio] : 1. ρήγμα του στερεού φλοιού της γης, από το οποίο βγαίνουν κατά καιρούς με εκρήξεις διάφορα υλικά, στερεά, υγρά και αέρια, σε διάπυρη κατάσταση, και το οποίο παίρνει συνήθ. τη μορφή κωνικού λόφου: Λάβα / κρατήρας ηφαιστείου. ηφαίστειο ενεργό* ή εν ενεργεία. Σβησμένο* ηφαίστειο. Tο ηφαίστειο άρχισε να ενεργοποιείται. Έκρηξη ηφαιστείου. Yποθαλάσσια ηφαίστεια. || ΦΡ καθόμαστε πάνω σ΄ ένα ηφαίστειο, για επικίνδυνη και εκρηκτική κατάσταση που εγκυμονεί κινδύνους. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.