προτιμώ Katharevousa προτιμῶ altgriechisch προτιμάω-ῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Αντί να χρησιμοποιώ τη λέξη "διεύρυνση" προτιμώ να μιλώ για επανένωση, γιατί θεωρώ πως έχει μια πολύ πιο ισχυρή πολιτική σημασία. | Ich würde diesem Wort "Erweiterung " allerdings ein anderes vorziehen und eher von Wiedervereinigung sprechen, weil dies mir eine viel stärkere politische Bedeutung zu haben scheint. Übersetzung bestätigt |
Σε αντίθεση με αυτούς, χαίρομαι που η Εξωτερική Υπηρεσία θα παραμένει εκτός της Επιτροπής. " εξωτερική πολιτική αποτελεί κυρίως αρμοδιότητα των κρατών μελών και, ακόμα και αν "εξευρωπαϊσθεί", προτιμώ το κλίμα του Συμβουλίου από εκείνο της Επιτροπής. | Anders als diese bin ich allerdings froh, dass der Auswärtige Dienst außerhalb der Kommission verbleiben soll. Die Außenpolitik ist vordergründig eine Aufgabe der Mitgliedstaaten, und sollte diese dennoch europäisiert werden, würde ich das Klima des Rates dem der Kommission vorziehen. Übersetzung bestätigt |
Εγώ προτιμώ να λέω ότι η κοινή γεωργική πολιτική θα πρέπει να κινηθεί περισσότερο προς μια κατάσταση όπου θα διατίθεται βοήθεια στα άτομα που προσφέρουν κάτι για το κοινό καλό. | Ich würde es vorziehen, dass wir die Gemeinsame Agrarpolitik künftig so gestalten, dass für diejenigen Hilfen zur Verfügung stehen, die etwas zum Wohle aller beitragen. Übersetzung bestätigt |
Θα αντιληφθείτε λοιπόν ότι στην υπόθεση αυτή εξέτασα τις διάφορες πολιτικές δυνατότητες και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι προτιμώ να εγκριθεί μια πρόταση, έστω και εάν δεν είναι ίσως τόσο ικανοποιητική όσο θα επιθυμούσε κανείς από άποψης ευημερίας των ζώων. | Also werden Sie verstehen, daß ich in dieser Sache die verschiedenen politischen Möglichkeiten in Betracht gezogen habe, und daß meine Erwägungen darauf hinauslaufen, daß ich es vorziehen würde, einen Vorschlag durchzusetzen, selbst wenn er nicht ganz das ist, was man sich aus der Sicht des Tierschutzes wünschen würde. Übersetzung bestätigt |
Τη στιγμή αυτή, αντί να αναπτύξω το ζήτημα και την ουσία του, προτιμώ να γίνει εκμετάλλευση του περισσότερου χρόνου που διαθέτουμε για προβληματισμό, να παραπεμφθεί η έκθεση στην επιτροπή και στη συνέχεια να συζητηθεί εδώ με προτάσεις αποδεκτές και από τα δύο όργανα. | Anstatt an dieser Stelle die Sache und den Kern darzulegen, würde ich es vorziehen, darüber noch etwas nachzudenken, den Bericht an den Ausschuß zurückzuverweisen und dann hierher mit einem Bericht zurückzukommen, der für beide Institutionen akzeptabel ist. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
προτιμώμαι |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προτιμάω, προτιμώ | προτιμάμε, προτιμούμε | προτιμιέμαι, προτιμώμαι | προτιμιόμαστε, προτιμόμαστε, προτιμώμεθα |
προτιμάς | προτιμάτε | προτιμιέσαι, προτιμάσαι | προτιμιέστε, προτιμιόσαστε, προτιμάστε, προτιμάσθε | ||
προτιμάει, προτιμά | προτιμάν(ε), προτιμούν(ε) | προτιμιέται, προτιμάται | προτιμιούνται, προτιμιόνται, προτιμώνται | ||
Imper fekt | προτιμούσα, προτίμαγα | προτιμούσαμε, προτιμάγαμε | προτιμιόμουν(α) | προτιμιόμαστε, προτιμιόμασταν | |
προτιμούσες, προτίμαγες | προτιμούσατε, προτιμάγατε | προτιμιόσουν(α) | προτιμιόσαστε, προτιμιόσασταν | ||
προτιμούσε, προτίμαγε | προτιμούσαν(ε), προτίμαγαν, προτιμάγανε | προτιμιόταν(ε) | προτιμιόνταν(ε), προτιμιούνταν, προτιμιόντουσαν | ||
Aorist | προτίμησα | προτιμήσαμε | προτιμήθηκα | προτιμηθήκαμε | |
προτίμησες | προτιμήσατε | προτιμήθηκες | προτιμηθήκατε | ||
προτίμησε | προτίμησαν, προτιμήσαν(ε) | προτιμήθηκε | προτιμήθηκαν, προτιμηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα προτιμάω, | θα προτιμάμε, | θα προτιμιέμαι, | θα προτιμιόμαστε, | |
θα προτιμάς | θα προτιμάτε | θα προτιμιέσαι, | θα προτιμιέστε, | ||
θα προτιμάει, | θα προτιμάν(ε), | θα προτιμιέται, | θα προτιμιούνται, | ||
Fut ur | |||||
θα προτιμήσεις | θα προτιμήσετε | θα προτιμηθείς | θα προτιμηθείτε | ||
θα προτιμήσει | θα προτιμήσουν(ε) | θα προτιμηθεί | θα προτιμηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προτιμάω, | να προτιμάμε, | να προτιμιέμαι, | να προτιμιόμαστε, |
να προτιμάς | να προτιμάτε | να προτιμιέσαι, | να προτιμιέστε, | ||
να προτιμάει, | να προτιμάν(ε), | να προτιμιέται, | να προτιμιούνται, | ||
Aorist | να προτιμήσω | να προτιμήσουμε, | να προτιμηθώ | να προτιμηθούμε | |
να προτιμήσεις | να προτιμήσετε | να προτιμηθείς | να προτιμηθείτε | ||
να προτιμήσει | να προτιμήσουν(ε) | να προτιμηθεί | να προτιμηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | προτίμα, προτίμαγε | προτιμάτε | προτιμιέστε, προτιμάστε, προτιμάσθε | |
Aorist | προτίμησε, προτίμα | προτιμήστε | προτιμήσου | προτιμηθείτε | |
Part izip | Pres | προτιμώντας | προτιμώμενος | ||
Perf | έχοντας προτιμήσει | ||||
Infin | Aorist | προτιμήσει | προτιμηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ziehe vor | ||
du | ziehst vor | |||
er, sie, es | zieht vor | |||
Präteritum | ich | zog vor | ||
Konjunktiv II | ich | zöge vor | ||
Imperativ | Singular | zieh vor! | ||
Plural | zieht vor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vorgezogen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vorziehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | bevorzuge | ||
du | bevorzugst | |||
er, sie, es | bevorzugt | |||
Präteritum | ich | bevorzugte | ||
Konjunktiv II | ich | bevorzugte | ||
Imperativ | Singular | bevorzuge! | ||
Plural | bevorzugt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
bevorzugt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:bevorzugen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | favorisiere | ||
du | favorisierst | |||
er, sie, es | favorisiert | |||
Präteritum | ich | favorisierte | ||
Konjunktiv II | ich | favorisierte | ||
Imperativ | Singular | favorisiere! favorisier! | ||
Plural | favorisiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
favorisiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:favorisieren |
προτιμώ [protimó] & -άω, -ιέμαι μπε. προτιμώμενος : θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι καλύτερο(ς) ή πιο κατάλληλο(ς) από κπ. ή από κτ. άλλο. α. για κπ. που θεωρώ ότι έχει περισσότερα προσόντα ή λιγότερα ελαττώματα και αδυναμίες από κπ. άλλο: Θα προτιμηθούν οι υποψήφιοι που γνωρίζουν ξένες γλώσσες. προτιμώ να είναι κάποιος αγενής παρά υποκριτής. προτιμώ τις ξανθές από τις μελαχρινές, μου αρέσουν περισσότερο. || Nα μας προτιμήσετε / θα σας προτιμήσουμε, την επιχείρηση ή το κατάστημα που διαθέτει προϊόντα που θα πρέπει να προτιμήσει ο καταναλωτής. β. για κτ. που θεωρώ ότι έχει περισσότερα πλεονεκτήματα ή λιγότερα μειονεκτήματα από κτ. άλλο ή ότι ικανοποιεί μια ανάγκη ή μια επιθυμία μου καλύτερα από κτ. άλλο: προτιμώ το βουνό από τη θάλασσα / το κρύο από τη ζέστη. Προτίμησαν το θάνατο από τη δουλεία. προτιμώ να μείνω σήμερα στο σπίτι. Tι προτιμάτε (να σας προσφέρω) τσάι ή καφέ; (απόλ.) Όπως προτιμάτε, όπως θέλετε.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.