προτιμώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Der Herausforderer ist sicher stärker, aber Erfahrung und die Fähigkeit einzustecken favorisieren Balboa. | Η δύναμη θα 'ναι σίγουρα με το μέρος του διεκδικητή, η πείρα και το σκληρότερο κεφάλι του κόσμου θα 'ναι με τον Μπαλμπόα. Übersetzung nicht bestätigt |
Gegen das Altern favorisieren wir die alte Methode. | Ξέχασέ το. Θα αντιμετωπίσουμε τις ρυτίδες παραδοσιακά. Übersetzung nicht bestätigt |
Alle favorisieren das? | Ποιοί είναι υπέρ; Übersetzung nicht bestätigt |
Sie favorisieren immer noch Gesichtsbehaarung, Agent Stokes? | Σας αρέσει ακόμα το μουστάκι, πράκτορα Στόουκς; Übersetzung nicht bestätigt |
Sie favorisieren ihn als Kandidaten. | Αλλά είναι ο προφανής υποψήφιος. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | favorisiere | ||
du | favorisierst | |||
er, sie, es | favorisiert | |||
Präteritum | ich | favorisierte | ||
Konjunktiv II | ich | favorisierte | ||
Imperativ | Singular | favorisiere! favorisier! | ||
Plural | favorisiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
favorisiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:favorisieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προτιμάω, προτιμώ | προτιμάμε, προτιμούμε | προτιμιέμαι, προτιμώμαι | προτιμιόμαστε, προτιμόμαστε, προτιμώμεθα |
προτιμάς | προτιμάτε | προτιμιέσαι, προτιμάσαι | προτιμιέστε, προτιμιόσαστε, προτιμάστε, προτιμάσθε | ||
προτιμάει, προτιμά | προτιμάν(ε), προτιμούν(ε) | προτιμιέται, προτιμάται | προτιμιούνται, προτιμιόνται, προτιμώνται | ||
Imper fekt | προτιμούσα, προτίμαγα | προτιμούσαμε, προτιμάγαμε | προτιμιόμουν(α) | προτιμιόμαστε, προτιμιόμασταν | |
προτιμούσες, προτίμαγες | προτιμούσατε, προτιμάγατε | προτιμιόσουν(α) | προτιμιόσαστε, προτιμιόσασταν | ||
προτιμούσε, προτίμαγε | προτιμούσαν(ε), προτίμαγαν, προτιμάγανε | προτιμιόταν(ε) | προτιμιόνταν(ε), προτιμιούνταν, προτιμιόντουσαν | ||
Aorist | προτίμησα | προτιμήσαμε | προτιμήθηκα | προτιμηθήκαμε | |
προτίμησες | προτιμήσατε | προτιμήθηκες | προτιμηθήκατε | ||
προτίμησε | προτίμησαν, προτιμήσαν(ε) | προτιμήθηκε | προτιμήθηκαν, προτιμηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα προτιμάω, | θα προτιμάμε, | θα προτιμιέμαι, | θα προτιμιόμαστε, | |
θα προτιμάς | θα προτιμάτε | θα προτιμιέσαι, | θα προτιμιέστε, | ||
θα προτιμάει, | θα προτιμάν(ε), | θα προτιμιέται, | θα προτιμιούνται, | ||
Fut ur | |||||
θα προτιμήσεις | θα προτιμήσετε | θα προτιμηθείς | θα προτιμηθείτε | ||
θα προτιμήσει | θα προτιμήσουν(ε) | θα προτιμηθεί | θα προτιμηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προτιμάω, | να προτιμάμε, | να προτιμιέμαι, | να προτιμιόμαστε, |
να προτιμάς | να προτιμάτε | να προτιμιέσαι, | να προτιμιέστε, | ||
να προτιμάει, | να προτιμάν(ε), | να προτιμιέται, | να προτιμιούνται, | ||
Aorist | να προτιμήσω | να προτιμήσουμε, | να προτιμηθώ | να προτιμηθούμε | |
να προτιμήσεις | να προτιμήσετε | να προτιμηθείς | να προτιμηθείτε | ||
να προτιμήσει | να προτιμήσουν(ε) | να προτιμηθεί | να προτιμηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | προτίμα, προτίμαγε | προτιμάτε | προτιμιέστε, προτιμάστε, προτιμάσθε | |
Aorist | προτίμησε, προτίμα | προτιμήστε | προτιμήσου | προτιμηθείτε | |
Part izip | Pres | προτιμώντας | προτιμώμενος | ||
Perf | έχοντας προτιμήσει | ||||
Infin | Aorist | προτιμήσει | προτιμηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.