Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



στέργω

στέργω altgriechisch στέργω


στερεοτυπία

στερεοτυπία (entlehnt aus) französisch stéréotypie altgriechisch στερεός + τύπος


στερεώνω

στερεώνω altgriechisch στερεόω / στερεῶ + -ώνω


στεριώνω

στεριώνω altgriechisch στερεῶ


στέρνα

στέρνα mittelgriechisch στέρνα κιστέρνα lateinisch cisterna cista altgriechisch κίστη (αντιδάνειο)


στέρνο

στέρνο altgriechisch στέρνον


στερώ

στερώ altgriechisch στερῶ


στεφάνι

στεφάνι altgriechisch στέφανος


στέφανο

στέφανο altgriechisch στέφανος


στεφάνωμα

στεφάνωμα στεφανώνω + -μα altgriechisch στεφανόω / στεφανῶ


στεφανώνω

στεφανώνω altgriechisch στεφανόω (στεφανῶ) + -ώνω στεφάνι


στεφάνωση

στεφάνωση mittelgriechisch στεφάνωσις altgriechisch στεφανόω / στεφανῶ


στέφω

στέφω altgriechisch στέφω


στέψη

στέψη Koine-Griechisch στέψις altgriechisch στέφω (2. (Lehnbedeutung) französisch couronnement)


στηθαίο

στηθαίο Koine-Griechisch στηθαῖον altgriechisch στῆθος


στήθος

στήθος altgriechisch στῆθος


στηθοσκόπιο

στηθοσκόπιο (entlehnt aus) französisch stéthoscope altgriechisch στῆθος + σκοπέω, -ῶ


στήλη

στήλη altgriechisch στήλη proto-indogermanisch *stl̥-neh₂ *stel- (τοποθετώ, θέτω) (ή proto-indogermanisch *sth₂-sleh₂ *steh₂-: ἵστημι) (2,3,4: (Lehnbedeutung) französisch pile / colonne)


στήμονας

στήμονας altgriechisch στήμων


στήνω

στήνω von αόριστο ἔστησα του ρήματος altgriechisch ἱστάνω ἵστημι


στήριγμα

στήριγμα altgriechisch στήριγμα στηρίζω στερεός indoeuropäisch (Wurzel) *(s)ter- (στερεός, σκληρός)


στηρίζω

στηρίζω altgriechisch στηρίζω στερεός proto-indogermanisch *(s)ter- (στερεός, σκληρός)


στια

στια εστία (πβ. παραστιά) altgriechisch ἑστία


στιβάδα

στιβάδα altgriechisch στιβάς


στίβος

στίβος altgriechisch στίβος στείβω indoeuropäisch (Wurzel) *steibʰ- (1, 2: (Lehnbedeutung) englisch track)


στίγμα

στίγμα altgriechisch στίγμα


στιγμή

στιγμή (λόγιο) altgriechisch στιγμή


στίζω

στίζω altgriechisch στίζω proto-griechisch stiďďō proto-indogermanisch *steyg- (τρυπώ, διατρυπώ, νύσσω)


στίλβη

στίλβη altgriechisch στίλβη ((Lehnbedeutung) französisch scintillation)


στιλβώνω

στιλβώνω Koine-Griechisch στιλβόω / στιλβῶ altgriechisch στίλβη


στιλό

στιλό französisch stylo stylographe englisch stylograph style (stylus) ( lateinisch stilus indoeuropäisch (Wurzel) *steyg-) + -graph ( altgriechisch γράφω)


στιφάδο

στιφάδο venezianisch *stufado με τροπή [u] > [i] (δείτε και το ιταλικό stufato) με απώτερη αρχή την altgriechisch τύφος ("ατμός")[1]. Και ετυμολογική γραφή με ύψιλον[2].


στιχομυθία

στιχομυθία Koine-Griechisch στιχομυθία altgriechisch στίχος + μῦθος


στιχοπλόκος

στιχοπλόκος mittelgriechisch στιχοπλόκος altgriechisch στίχ(ος) + -ο- + -πλόκος (πλέκω) κατά το δολοπλόκος


στίχος

στίχος altgriechisch στίχος proto-indogermanisch *steygʰ- (περπατώ, βαδίζω)


στιχουργός

στιχουργός mittelgriechisch στιχουργός altgriechisch στίχος + ἔργον


στοά

στοά altgriechisch στοά


στοιχείο

στοιχείο altgriechisch στοιχεῖον


στοιχίζω

στοιχίζω altgriechisch στοιχίζω στοίχος


στοίχος

στοίχος altgriechisch στοῖχος


στολισμός

στολισμός Koine-Griechisch στολισμός altgriechisch στολίζω στολίς / στολή / στόλος στέλλω


στόλος

στόλος altgriechisch στόλος στέλλω


στόμα

στόμα altgriechisch στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)


στομάχι

στομάχι Koine-Griechisch στομάχιον altgriechisch στόμαχος στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)


στόμαχος

στόμαχος altgriechisch στόμαχος στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)


στόμφος

στόμφος altgriechisch στόμφος


στοργή

στοργή altgriechisch στοργή


στουπί

στουπί mittelgriechisch στουπί Koine-Griechisch στουππίον altgriechisch στυππεῖον


στουρνάρι

στουρνάρι mittelgriechisch στουρνάριον altgriechisch στορύνη


στοχάζομαι

στοχάζομαι altgriechisch στοχάζομαι


στοχεύω

στοχεύω altgriechisch στόχος


στόχος

στόχος altgriechisch στόχος indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)


στραβός

στραβός Koine-Griechisch στραβός altgriechisch στρεβλός


στραβώνω

στραβώνω στραβός + -ώνω altgriechisch στρεβλόω


στραγάλι

στραγάλι mittelgriechisch στραγάλιν altgriechisch άστραγάλιον, υποκοριστικό του άστράγαλος


στρατάρχης

στρατάρχης altgriechisch στρατάρχης στρατός + -άρχης ἄρχω (εξουσιάζω)


στρατεύομαι

στρατεύομαι altgriechisch στρατεύομαι Η μεταφορική σημασία Koine-Griechisch φράση στρατευόμενοι εἰς Χριστόν[1]


στρατηγείο

στρατηγείο Koine-Griechisch στρατηγεῖον altgriechisch στρατήγιον στρατός + ἄγω


στρατήγημα

στρατήγημα altgriechisch


στρατηγός

στρατηγός altgriechisch στρατηγός στρατός + ἄγω


στρατιώτης

στρατιώτης altgriechisch στρατιώτης. Συγχρονικά αναλύεται ως στρατι(ά) + -ώτης.


στρατοκρατία

στρατοκρατία στρατοκρατούμαι altgriechisch στρατός + κρατῶ


στρατονόμος

στρατονόμος στρατός + -νόμος ( altgriechisch νέμω)


στρατόπεδο

στρατόπεδο altgriechisch στρατόπεδον στρατός + πέδον


στρατός

στρατός altgriechisch στρατός proto-indogermanisch *stratos *sterh₃- (αναπτύσσω, (επ)εκτείνω)


στρείδι

στρείδι Koine-Griechisch *ὀστρείδιον, υποκοριστικό του ὄστρειον altgriechisch ὄστρειον / ὄστρεον


στρέμμα

στρέμμα Koine-Griechisch στρέμμα altgriechisch στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-


στρεπτόκοκκος

στρεπτόκοκκος (entlehnt aus) französisch streptocoque altgriechisch στρεπτός + κόκκος


στρέφω

στρέφω altgriechisch στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-


στρίβω

στρίβω altgriechisch στρέφω


στρόβιλος

στρόβιλος για τη μετεωρολογία και φυσική (λόγιο) Koine-Griechisch στρόβιλος altgriechisch στρόβος στρέφω


στροφέας

στροφέας Koine-Griechisch στροφεύς altgriechisch στρέφω (3,4: (Lehnbedeutung) französisch pivot)


στροφή

στροφή altgriechisch στροφή


στρόφιγγα

στρόφιγγα altgriechisch στρόφιγξ στρέφω


στρυχνίνη

στρυχνίνη (entlehnt aus) französisch strychnine altgriechisch στρύχνος Wort verwendet ab 1842


στρύχνος

στρύχνος altgriechisch στρύχνος


στρώμα

στρώμα altgriechisch στρῶμα στρώννυμι


στρώνω

στρώνω mittelgriechisch στρώνω Koine-Griechisch στρωννύω altgriechisch στρώννυμι


στρώση

στρώση altgriechisch στρῶσις στρώννυμι


στύβω

στύβω altgriechisch στείβω (πατώ). Η γραφή με υ > προέκυψε από παρετυμολογία προς το αρχαίο στύφω (σουφρώνω τα χείλη από στυφή γεύση).[1] Είναι πιο συνηθισμένη von ετυμολογικά συνεπή στείβω.


στυλοβάτης

στυλοβάτης altgriechisch στυλοβάτης στῦλος + βαίνω. Συγχρονικά αναλύεται σε στύλος + -βάτης.


στύλος

1, 2, 4 στύλος altgriechisch στῦλος indoeuropäisch (Wurzel) *sth₂-u-lo- «πάσσαλος, στύλος» *steh₂- «στέκομαι».[1]


στυλώνω

στυλώνω mittelgriechisch στυλώνω Koine-Griechisch στυλόω / στυλῶ altgriechisch στῦλος


στύση

στύση Katharevousa στῦσις altgriechisch στύω


στύψη

στύψη altgriechisch στῦψις


συγγενής

συγγενής altgriechisch συγγενής συν + γένος (που είναι von ίδιο γένος)


συγγνώμη

συγγνώμη altgriechisch συγγνώμη συγγιγνώσκω συγ- ( σύν) + γιγνώσκω & (Lehnbedeutung) französisch pardon[1]


συγγραφή

συγγραφή altgriechisch συγγραφή


συγγράφω

συγγράφω altgriechisch συγγράφω σύν + γράφω


συγκαλύπτω

συγκαλύπτω: altgriechisch συν- + καλύπτω


συγκαλώ

συγκαλώ altgriechisch συγκαλέω / συγκαλῶ


συγκατάβαση

συγκατάβαση Koine-Griechisch συγκατάβασις altgriechisch συγκαταβαίνω σύν + κατά + βαίνω


συγκάτοικος

συγκάτοικος mittelgriechisch συγκάτοικος altgriechisch συγκατοικέω / συγκατοικῶ σύν + κατοικέω / κατοικῶ κάτοικος κατά + οἶκος


συγκατοικώ

συγκατοικώ altgriechisch συγκατοικέω / συγκατοικῶ σύν + κατοικέω / κατοικῶ κάτοικος κατά + οἶκος


συγκεράζω

συγκεράζω Koine-Griechisch συγκεράω / συγκερῶ altgriechisch συγκεράννυμι κεράννυμι


συγκερασμός

συγκερασμός Koine-Griechisch συγκερασμός altgriechisch συγκεράννυμι σύν + κεράννυμι


συγκίνηση

συγκίνηση altgriechisch συγκίνησις συγκινέω-συγκινῶ σύν + κινῶ


συγκινησία

συγκινησία (entlehnt aus) französisch syncinésie altgriechisch συγκίνησις συγκινέω


συγκινώ

συγκινώ altgriechisch συγκινέω / συγκινῶ σύν + κινέω / κινῶ ((Lehnbedeutung) französisch émouvoir)


σύγκλητος

σύγκλητος altgriechisch σύγκλητος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback