στοιχίζω altgriechisch στοιχίζω στοίχος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
degustieren |
probieren |
testen |
kosten |
schmecken |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στοιχίζω | στοιχίζουμε, στοιχίζομε |
στοιχίζεις | στοιχίζετε | ||
στοιχίζει | στοιχίζουν(ε) | ||
Imper fekt | στοίχιζα | στοιχίζαμε | |
στοίχιζες | στοιχίζατε | ||
στοίχιζε | στοίχιζαν, στοιχίζαν(ε) | ||
Aorist | στοίχισα | στοιχίσαμε | |
στοίχισες | στοιχίσατε | ||
στοίχισε | στοίχισαν, στοιχίσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στοιχίσει | έχουμε στοιχίσει | |
έχεις στοιχίσει | έχετε στοιχίσει | ||
έχει στοιχίσει | έχουν στοιχίσει | ||
Plu per fekt | είχα στοιχίσει | είχαμε στοιχίσει | |
είχες στοιχίσει | είχατε στοιχίσει | ||
είχε στοιχίσει | είχαν στοιχίσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στοιχίζω | θα στοιχίζουμε, θα στοιχίζομε | |
θα στοιχίζεις | θα στοιχίζετε | ||
θα στοιχίζει | θα στοιχίζουν(ε) | ||
Fut ur | θα στοιχίσω | θα στοιχίσουμε, θα στοιχίζομε | |
θα στοιχίσεις | θα στοιχίσετε | ||
θα στοιχίσει | θα στοιχίσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω στοιχίσει | θα έχουμε στοιχίσει | |
θα έχεις στοιχίσει | θα έχετε στοιχίσει | ||
θα έχει στοιχίσει | θα έχουν στοιχίσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στοιχίζω | να στοιχίζουμε, να στοιχίζομε |
να στοιχίζεις | να στοιχίζετε | ||
να στοιχίζει | να στοιχίζουν(ε) | ||
Aorist | να στοιχίσω | να στοιχίσουμε, να στοιχίσομε | |
να στοιχίσεις | να στοιχίσετε | ||
να στοιχίσει | να στοιχίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω στοιχίσει | να έχουμε στοιχίσει | |
να έχεις στοιχίσει | να έχετε στοιχίσει | ||
να έχει στοιχίσει | να έχουν στοιχίσει | ||
Imper ativ | Pres | στοίχιζε | στοιχίζετε |
Aorist | στοίχισε | στοιχίστε | |
Part izip | Pres | στοιχίζοντας | |
Perf | έχοντας στοιχίσει | ||
Infin | Aorist | στοιχίσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | koste | ||
du | kostest | |||
er, sie, es | kostet | |||
Präteritum | ich | kostete | ||
Konjunktiv II | ich | kostete | ||
Imperativ | Singular | koste! | ||
Plural | kostet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gekostet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kosten |
στοιχίζω [stixízo] .1α : ΣYN κοστίζω. 1. για κτ. που έχει μια ορισμένη τιμή ή για το οποίο πρέπει να δαπανήσει, να πληρώσει κανείς ένα ορισμέ νο ποσό: Ένα παλιό διαμέρισμα στοιχίζει φτηνά. Πόσο στοιχίζει η αγορά ενός υπολογιστή; Οι φετινές διακοπές δε μου στοίχισαν πολλά / πολύ. Tο σχολείο των παιδιών μάς στοιχίζει πολλές χιλιάδες το χρόνο. || για πρόσω πο για το οποίο πρέπει να ξοδέψει κανείς ένα ορισμένο ποσό: Tα παιδιά στοιχίζουν πολύ. Οι διοικητικοί υπάλληλοι στοιχίζουν πολύ στην εταιρεία. || στοιχίζω πολύ: Ένα καλό αυτοκίνητο στοιχίζει. ΦΡ (μου) στοίχισε ο κούκος αηδόνι*. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.