στρέφω Verb  [strefo, strefw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu στρέφω

στρέφω altgriechisch στρέφω proto-indogermanisch *strebʰ-


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu στρέφω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στρέφωστρέφουμε, στρέφομεστρέφομαιστρεφόμαστε
στρέφειςστρέφετεστρέφεσαιστρέφεστε, στρεφόσαστε
στρέφειστρέφουν(ε)στρέφεταιστρέφονται
Imper
fekt
έστρεφαστρέφαμεστρεφόμουν(α)στρεφόμαστε, στρεφόμασταν
έστρεφεςστρέφατεστρεφόσουν(α)στρεφόσαστε, στρεφόσασταν
έστρεφεέστρεφαν, στρέφαν(ε)στρεφόταν(ε)στρέφονταν, στρεφόντανε, στρεφόντουσαν
Aoristέστρεψαστρέψαμεστράφηκαστραφήκαμε
έστρεψεςστρέψατεστράφηκεςστραφήκατε
έστρεψεέστρεψαν, στρέψαν(ε)στράφηκεστράφηκαν, στραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στρέψει
έχω στραμμένο
έχουμε στρέψει
έχουμε στραμμένο
έχω στραφεί
είμαι στραμμένος, -η
έχουμε στραφεί
είμαστε στραμμένοι, -ες
έχεις στρέψει
έχεις στραμμένο
έχετε στρέψει
έχετε στραμμένο
έχεις στραφεί
είσαι στραμμένος, -η
έχετε στραφεί
είστε στραμμένοι, -ες
έχει στρέψει
έχει στραμμένο
έχουν στρέψει
έχουν στραμμένο
έχει στραφεί
είναι στραμμένος, -η, -ο
έχουν στραφεί
είναι στραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στρέψει
είχα στραμμένο
είχαμε στρέψει
είχαμε στραμμένο
είχα στραφεί
ήμουν στραμμένος, -η
είχαμε στραφεί
ήμαστε στραμμένοι, -ες
είχες στρέψει
είχες στραμμένο
είχατε στρέψει
είχατε στραμμένο
είχες στραφεί
ήσουν στραμμένος, -η
είχατε στραφεί
ήσαστε στραμμένοι, -ες
είχε στρέψει
είχε στραμμένο
είχαν στρέψει
είχαν στραμμένο
είχε στραφεί
ήταν στραμμένος, -η, -ο
είχαν στραφεί
ήταν στραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στρέφωθα στρέφουμε, θα στρέφομεθα στρέφομαιθα στρεφόμαστε
θα στρέφειςθα στρέφετεθα στρέφεσαιθα στρέφεστε, θα στρεφόσαστε
θα στρέφειθα στρέφουν(ε)θα στρέφεταιθα στρέφονται
Fut
ur
θα στρέψωθα στρέψουμε, θα στρέψομεθα στραφώθα στραφούμε
θα στρέψειςθα στρέψετεθα στραφείςθα στραφείτε
θα στρέψειθα στρέψουν(ε)θα στραφείθα στραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στρέψει
θα έχω στραμμένο
θα έχουμε στρέψει
θα έχουμε στραμμένο
θα έχω στραφεί
θα είμαι στραμμένος, -η
θα έχουμε στραφεί
θα είμαστε στραμμένοι, -ες
θα έχεις στρέψει
θα έχεις στραμμένο
θα έχετε στρέψει
θα έχετε στραμμένο
θα έχεις στραφεί
θα είσαι στραμμένος, -η
θα έχετε στραφεί
θα είστε στραμμένοι, -ες
θα έχει στρέψει
θα έχει στραμμένο
θα έχουν στρέψει
θα έχουν στραμμένο
θα έχει στραφεί
θα είναι στραμμένος, -η, -ο
θα έχουν στραφεί
θα είναι στραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στρέφωνα στρέφουμε, να στρέφομενα στρέφομαινα στρεφόμαστε
να στρέφειςνα στρέφετενα στρέφεσαινα στρέφεστε, να στρεφόσαστε
να στρέφεινα στρέφουν(ε)να στρέφεταινα στρέφονται
Aoristνα στρέψωνα στρέψουμε, να στρέψομενα στραφώνα στραφούμε
να στρέψειςνα στρέψετενα στραφείςνα στραφείτε
να στρέψεινα στρέψουν(ε)να στραφείνα στρεφούν(ε)
Perfνα έχω στρέψει
να έχω στραμμένο
να έχουμε στρέψει
να έχουμε στραμμένο
να έχω στραφεί
να είμαι στραμμένος, -η
να έχουμε στραφεί
να είμαστε στραμμένοι, -ες
να έχεις στρέψει
να έχεις στραμμένο
να έχετε στρέψει
να έχετε στραμμένο
να έχεις στραφεί
να είσαι στραμμένος, -η
να έχετε στραφεί
να είστε στραμμένοι, -ες
να έχει στρέψει
να έχει στραμμένο
να έχουν στρέψει
να έχουν στραμμένο
να έχει στραφεί
να είναι στραμμένος, -η, -ο
να έχουν στραφεί
να είναι στραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέστρεφεστρέφετεστρέφεστε
Aoristέστρεψεστρέψτε, στράφεστρέψουστραφείτε
Part
izip
Presστρέφονταςστρεφόμενος
Perfέχοντας στρέψει, έχοντας στραμμένοστραμμένος, -η, -οστραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristστρέψειστραφεί











Griechische Definition zu στρέφω

στρέφω [stréfo] -ομαι παθ. αόρ. στράφηκα, απαρέμφ. στραφεί, μππ. στραμμένος : 1.γυρίζω, μετακινώ κτ. γύρω από τον πραγματικό ή το νοητό άξονά του αλλάζοντάς του κατεύθυνση ή μέτωπο: στρέφω τα νώτα / το σώ μα / το βλέμμα / το πρόσωπό μου. Στράφηκε προς το μέρος μας. (έκφρ.) στρέφω τα νώτα μου, παραιτούμαι από μια προσπάθεια, αδιαφορώ, εγκαταλεί πω κτ., περιφρονώ κπ. στρέφω το πρόσωπό* μου από κτ. || (παθ.) έχω, παίρνω ορισμένη κατεύθυνση: Tα δωμάτια είναι στραμμένα προς τη θάλασσα. Tα λουλούδια στρέφονται προς τον ήλιο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback