drehen
 Verb

γυρίζω Verb
(11)
περιστρέφω Verb
(3)
στρέφω Verb
(0)
στροβιλίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Deutsche Synonyme
rotieren
drehen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γυρίζω, gurnao">γυρνάωγυρίζουμε, γυρίζομεγυρίζομαιγυριζόμαστε
γυρίζειςγυρίζετεγυρίζεσαιγυρίζεστε, γυριζόσαστε
γυρίζειγυρίζουν(ε)γυρίζεταιγυρίζονται
Imper
fekt
γύριζαγυρίζαμεγυριζόμουν(α)γυριζόμαστε, γυριζόμασταν
γύριζεςγυρίζατεγυριζόσουν(α)γυριζόσαστε, γυριζόσασταν
γύριζεγύριζαν, γυρίζαν(ε)γυριζόταν(ε)γυρίζονταν, γυριζόντανε, γυριζόντουσαν
Aoristγύρισαγυρίσαμεγυρίστηκαγυριστήκαμε
γύρισεςγυρίσατεγυρίστηκεςγυριστήκατε
γύρισεγύρισαν, γυρίσαν(ε)γυρίστηκεγυρίστηκαν, γυριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γυρίσει
έχω γυρισμένο
έχουμε γυρίσει
έχουμε γυρισμένο
έχω γυριστεί
είμαι γυρισμένος, -η
έχουμε γυριστεί
είμαστε γυρισμένοι, -ες
έχεις γυρίσει
έχεις γυρισμένο
έχετε γυρίσει
έχετε γυρισμένο
έχεις γυριστεί
είσαι γυρισμένος, -η
έχετε γυριστεί
είστε γυρισμένοι, -ες
έχει γυρίσει
έχει γυρισμένο
έχουν γυρίσει
έχουν γυρισμένο
έχει γυριστεί
είναι γυρισμένος, -η, -ο
έχουν γυριστεί
είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γυρίσει
είχα γυρισμένο
είχαμε γυρίσει
είχαμε γυρισμένο
είχα γυριστεί
ήμουν γυρισμένος, -η
είχαμε γυριστεί
ήμαστε γυρισμένοι, -ες
είχες γυρίσει
είχες γυρισμένο
είχατε γυρίσει
είχατε γυρισμένο
είχες γυριστεί
ήσουν γυρισμένος, -η
είχατε γυριστεί
ήσαστε γυρισμένοι, -ες
είχε γυρίσει
είχε γυρισμένο
είχαν γυρίσει
είχαν γυρισμένο
είχε γυριστεί
ήταν γυρισμένος, -η, -ο
είχαν γυριστεί
ήταν γυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γυρίζωθα γυρίζουμε, θα γυρίζομεθα γυρίζομαιθα γυριζόμαστε
θα γυρίζειςθα γυρίζετεθα γυρίζεσαιθα γυρίζεστε, θα γυριζόσαστε
θα γυρίζειθα γυρίζουν(ε)θα γυρίζεταιθα γυρίζονται
Fut
ur
θα γυρίσωθα γυρίσουμε, θα γυρίζομεθα γυριστώθα γυριστούμε
θα γυρίσειςθα γυρίσετεθα γυριστείςθα γυριστείτε
θα γυρίσειθα γυρίσουν(ε)θα γυριστείθα γυριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γυρίσει
θα έχω γυρισμένο
θα έχουμε γυρίσει
θα έχουμε γυρισμένο
θα έχω γυριστεί
θα είμαι γυρισμένος, -η
θα έχουμε γυριστεί
θα είμαστε γυρισμένοι, -ες
θα έχεις γυρίσει
θα έχεις γυρισμένο
θα έχετε γυρίσει
θα έχετε γυρισμένο
θα έχεις γυριστεί
θα είσαι γυρισμένος, -η
θα έχετε γυριστεί
θα είστε γυρισμένοι, -ες
θα έχει γυρίσει
θα έχει γυρισμένο
θα έχουν γυρίσει
θα έχουν γυρισμένο
θα έχει γυριστεί
θα είναι γυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν γυριστεί
θα είναι γυρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γυρίζωνα γυρίζουμε, να γυρίζομενα γυρίζομαινα γυριζόμαστε
να γυρίζειςνα γυρίζετενα γυρίζεσαινα γυρίζεστε, να γυριζόσαστε
να γυρίζεινα γυρίζουν(ε)να γυρίζεταινα γυρίζονται
Aoristνα γυρίσωνα γυρίσουμε, να γυρίσομενα γυριστώνα γυριστούμε
να γυρίσειςνα γυρίσετενα γυριστείςνα γυριστείτε
να γυρίσεινα γυρίσουν(ε)να γυριστείνα γυριστούν(ε)
Perfνα έχω γυρίσει
να έχω γυρισμένο
να έχουμε γυρίσει
να έχουμε γυρισμένο
να έχω γυριστεί
να είμαι γυρισμένος, -η
να έχουμε γυριστεί
να είμαστε γυρισμένοι, -ες
να έχεις γυρίσει
να έχεις γυρισμένο
να έχετε γυρίσει
να έχετε γυρισμένο
να έχεις γυριστεί
να είσαι γυρισμένος, -η
να έχετε γυριστεί
να είστε γυρισμένοι, -ες
να έχει γυρίσει
να έχει γυρισμένο
να έχουν γυρίσει
να έχουν γυρισμένο
να έχει γυριστεί
να είναι γυρισμένος, -η, -ο
να έχουν γυριστεί
να είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγύριζεγυρίζετεγυρίζεστε
Aoristγύρισεγυρίστεγυρίσουγυριστείτε
Part
izip
Presγυρίζονταςγυριζόμενος
Perfέχοντας γυρίσει, έχοντας γυρισμένογυρισμένος, -η, -ογυρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγυρίσειγυριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιστρέφωπεριστρέφουμε, περιστρέφομεπεριστρέφομαιπεριστρεφόμαστε
περιστρέφειςπεριστρέφετεπεριστρέφεσαιπεριστρέφεστε, περιστρεφόσαστε
περιστρέφειπεριστρέφουν(ε)περιστρέφεταιπεριστρέφονται
Imper
fekt
περιέστρεφαπεριστρέφαμεπεριστρεφόμουν(α)περιστρεφόμαστε, περιστρεφόμασταν
περιέστρεφεςπεριστρέφατεπεριστρεφόσουν(α)περιστρεφόσαστε, περιστρεφόσασταν
περιέστρεφεπεριέστρεφαν, περιστρέφαν(ε)περιστρεφόταν(ε)περιστρέφονταν, περιστρεφόντανε, περιστρεφόντουσαν
Aoristπεριέστρεψαπεριστρέψαμεπεριστράφηκαπεριστραφήκαμε
περιέστρεψεςπεριστρέψατεπεριστράφηκεςπεριστραφήκατε
περιέστρεψεπεριέστρεψαν, περιστρέψαν(ε)περιστράφηκεπεριστράφηκαν, περιστραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω περιστρέψει
έχω περιστραμμένο
έχουμε περιστρέψει
έχουμε περιστραμμένο
έχω περιστραφεί
είμαι περιστραμμένος, -η
έχουμε περιστραφεί
είμαστε περιστραμμένοι, -ες
έχεις περιστρέψει
έχεις περιστραμμένο
έχετε περιστρέψει
έχετε περιστραμμένο
έχεις περιστραφεί
είσαι περιστραμμένος, -η
έχετε περιστραφεί
είστε περιστραμμένοι, -ες
έχει περιστρέψει
έχει περιστραμμένο
έχουν περιστρέψει
έχουν περιστραμμένο
έχει περιστραφεί
είναι περιστραμμένος, -η, -ο
έχουν περιστραφεί
είναι περιστραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα περιστρέψει
είχα περιστραμμένο
είχαμε περιστρέψει
είχαμε περιστραμμένο
είχα περιστραφεί
ήμουν περιστραμμένος, -η
είχαμε περιστραφεί
ήμαστε περιστραμμένοι, -ες
είχες περιστρέψει
είχες περιστραμμένο
είχατε περιστρέψει
είχατε περιστραμμένο
είχες περιστραφεί
ήσουν περιστραμμένος, -η
είχατε περιστραφεί
ήσαστε περιστραμμένοι, -ες
είχε περιστρέψει
είχε περιστραμμένο
είχαν περιστρέψει
είχαν περιστραμμένο
είχε περιστραφεί
ήταν περιστραμμένος, -η, -ο
είχαν περιστραφεί
ήταν περιστραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιστρέφωθα περιστρέφουμε, θα περιστρέφομεθα περιστρέφομαιθα περιστρεφόμαστε
θα περιστρέφειςθα περιστρέφετεθα περιστρέφεσαιθα περιστρέφεστε, θα περιστρεφόσαστε
θα περιστρέφειθα περιστρέφουν(ε)θα περιστρέφεταιθα περιστρέφονται
Fut
ur
θα περιστρέψωθα περιστρέψουμε, θα περιστρέψομεθα περιστραφώθα περιστραφούμε
θα περιστρέψειςθα περιστρέψετεθα περιστραφείςθα περιστραφείτε
θα περιστρέψειθα περιστρέψουν(ε)θα περιστραφείθα περιστραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιστρέψει
θα έχω περιστραμμένο
θα έχουμε περιστρέψει
θα έχουμε περιστραμμένο
θα έχω περιστραφεί
θα είμαι περιστραμμένος, -η
θα έχουμε περιστραφεί
θα είμαστε περιστραμμένοι, -ες
θα έχεις περιστρέψει
θα έχεις περιστραμμένο
θα έχετε περιστρέψει
θα έχετε περιστραμμένο
θα έχεις περιστραφεί
θα είσαι περιστραμμένος, -η
θα έχετε περιστραφεί
θα είστε περιστραμμένοι, -ες
θα έχει περιστρέψει
θα έχει περιστραμμένο
θα έχουν περιστρέψει
θα έχουν περιστραμμένο
θα έχει περιστραφεί
θα είναι περιστραμμένος, -η, -ο
θα έχουν περιστραφεί
θα είναι περιστραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιστρέφωνα περιστρέφουμε, να περιστρέφομενα περιστρέφομαινα περιστρεφόμαστε
να περιστρέφειςνα περιστρέφετενα περιστρέφεσαινα περιστρέφεστε, να περιστρεφόσαστε
να περιστρέφεινα περιστρέφουν(ε)να περιστρέφεταινα περιστρέφονται
Aoristνα περιστρέψωνα περιστρέψουμε, να περιστρέψομενα περιστραφώνα περιστραφούμε
να περιστρέψειςνα περιστρέψετενα περιστραφείςνα περιστραφείτε
να περιστρέψεινα περιστρέψουν(ε)να περιστραφείνα περιστρεφούν(ε)
Perfνα έχω περιστρέψει
να έχω περιστραμμένο
να έχουμε περιστρέψει
να έχουμε περιστραμμένο
να έχω περιστραφεί
να είμαι περιστραμμένος, -η
να έχουμε περιστραφεί
να είμαστε περιστραμμένοι, -ες
να έχεις περιστρέψει
να έχεις περιστραμμένο
να έχετε περιστρέψει
να έχετε περιστραμμένο
να έχεις περιστραφεί
να είσαι περιστραμμένος, -η
να έχετε περιστραφεί
να είστε περιστραμμένοι, -ες
να έχει περιστρέψει
να έχει περιστραμμένο
να έχουν περιστρέψει
να έχουν περιστραμμένο
να έχει περιστραφεί
να είναι περιστραμμένος, -η, -ο
να έχουν περιστραφεί
να είναι περιστραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπεριέστρεφεπεριστρέφετεπεριστρέφεστε
Aoristπεριέστρεψεπεριστρέψτε, περιστράφεπεριστρέψουπεριστραφείτε
Part
izip
Presπεριστρέφονταςπεριστρεφόμενος
Perfέχοντας περιστρέψει, έχοντας περιστραμμένοπεριστραμμένος, -η, -οπεριστραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριστρέψειπεριστραφεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στρέφωστρέφουμε, στρέφομεστρέφομαιστρεφόμαστε
στρέφειςστρέφετεστρέφεσαιστρέφεστε, στρεφόσαστε
στρέφειστρέφουν(ε)στρέφεταιστρέφονται
Imper
fekt
έστρεφαστρέφαμεστρεφόμουν(α)στρεφόμαστε, στρεφόμασταν
έστρεφεςστρέφατεστρεφόσουν(α)στρεφόσαστε, στρεφόσασταν
έστρεφεέστρεφαν, στρέφαν(ε)στρεφόταν(ε)στρέφονταν, στρεφόντανε, στρεφόντουσαν
Aoristέστρεψαστρέψαμεστράφηκαστραφήκαμε
έστρεψεςστρέψατεστράφηκεςστραφήκατε
έστρεψεέστρεψαν, στρέψαν(ε)στράφηκεστράφηκαν, στραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στρέψει
έχω στραμμένο
έχουμε στρέψει
έχουμε στραμμένο
έχω στραφεί
είμαι στραμμένος, -η
έχουμε στραφεί
είμαστε στραμμένοι, -ες
έχεις στρέψει
έχεις στραμμένο
έχετε στρέψει
έχετε στραμμένο
έχεις στραφεί
είσαι στραμμένος, -η
έχετε στραφεί
είστε στραμμένοι, -ες
έχει στρέψει
έχει στραμμένο
έχουν στρέψει
έχουν στραμμένο
έχει στραφεί
είναι στραμμένος, -η, -ο
έχουν στραφεί
είναι στραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στρέψει
είχα στραμμένο
είχαμε στρέψει
είχαμε στραμμένο
είχα στραφεί
ήμουν στραμμένος, -η
είχαμε στραφεί
ήμαστε στραμμένοι, -ες
είχες στρέψει
είχες στραμμένο
είχατε στρέψει
είχατε στραμμένο
είχες στραφεί
ήσουν στραμμένος, -η
είχατε στραφεί
ήσαστε στραμμένοι, -ες
είχε στρέψει
είχε στραμμένο
είχαν στρέψει
είχαν στραμμένο
είχε στραφεί
ήταν στραμμένος, -η, -ο
είχαν στραφεί
ήταν στραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στρέφωθα στρέφουμε, θα στρέφομεθα στρέφομαιθα στρεφόμαστε
θα στρέφειςθα στρέφετεθα στρέφεσαιθα στρέφεστε, θα στρεφόσαστε
θα στρέφειθα στρέφουν(ε)θα στρέφεταιθα στρέφονται
Fut
ur
θα στρέψωθα στρέψουμε, θα στρέψομεθα στραφώθα στραφούμε
θα στρέψειςθα στρέψετεθα στραφείςθα στραφείτε
θα στρέψειθα στρέψουν(ε)θα στραφείθα στραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στρέψει
θα έχω στραμμένο
θα έχουμε στρέψει
θα έχουμε στραμμένο
θα έχω στραφεί
θα είμαι στραμμένος, -η
θα έχουμε στραφεί
θα είμαστε στραμμένοι, -ες
θα έχεις στρέψει
θα έχεις στραμμένο
θα έχετε στρέψει
θα έχετε στραμμένο
θα έχεις στραφεί
θα είσαι στραμμένος, -η
θα έχετε στραφεί
θα είστε στραμμένοι, -ες
θα έχει στρέψει
θα έχει στραμμένο
θα έχουν στρέψει
θα έχουν στραμμένο
θα έχει στραφεί
θα είναι στραμμένος, -η, -ο
θα έχουν στραφεί
θα είναι στραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στρέφωνα στρέφουμε, να στρέφομενα στρέφομαινα στρεφόμαστε
να στρέφειςνα στρέφετενα στρέφεσαινα στρέφεστε, να στρεφόσαστε
να στρέφεινα στρέφουν(ε)να στρέφεταινα στρέφονται
Aoristνα στρέψωνα στρέψουμε, να στρέψομενα στραφώνα στραφούμε
να στρέψειςνα στρέψετενα στραφείςνα στραφείτε
να στρέψεινα στρέψουν(ε)να στραφείνα στρεφούν(ε)
Perfνα έχω στρέψει
να έχω στραμμένο
να έχουμε στρέψει
να έχουμε στραμμένο
να έχω στραφεί
να είμαι στραμμένος, -η
να έχουμε στραφεί
να είμαστε στραμμένοι, -ες
να έχεις στρέψει
να έχεις στραμμένο
να έχετε στρέψει
να έχετε στραμμένο
να έχεις στραφεί
να είσαι στραμμένος, -η
να έχετε στραφεί
να είστε στραμμένοι, -ες
να έχει στρέψει
να έχει στραμμένο
να έχουν στρέψει
να έχουν στραμμένο
να έχει στραφεί
να είναι στραμμένος, -η, -ο
να έχουν στραφεί
να είναι στραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέστρεφεστρέφετεστρέφεστε
Aoristέστρεψεστρέψτε, στράφεστρέψουστραφείτε
Part
izip
Presστρέφονταςστρεφόμενος
Perfέχοντας στρέψει, έχοντας στραμμένοστραμμένος, -η, -οστραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristστρέψειστραφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback