περιστρέφω Verb  [peristrefo, peristrefw]

  Verb
(3)

Etymologie zu περιστρέφω

περιστρέφω altgriechisch περιστρέφω περί + στρέφω


GriechischDeutsch
Και φυσικά όλα τα δεδομένα είναι μέσα, άρα μπορώ να ξεκινήσω να περιστρέφω, μπορώ να το δω από διαφορετικές γωνίες, και μπορώ να δω ότι αυτή η γυναίκα είχε ένα πρόβλημα.Und natürlich stecken alle Daten da drin. Ich kann anfangen, sie zu drehen, ich kann sie von verschiedenen Winkeln betrachten, und ich kann sehen, dass diese Frau ein Problem hatte.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
rotieren
drehen

Grammatik

Grammatik zu περιστρέφω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιστρέφωπεριστρέφουμε, περιστρέφομεπεριστρέφομαιπεριστρεφόμαστε
περιστρέφειςπεριστρέφετεπεριστρέφεσαιπεριστρέφεστε, περιστρεφόσαστε
περιστρέφειπεριστρέφουν(ε)περιστρέφεταιπεριστρέφονται
Imper
fekt
περιέστρεφαπεριστρέφαμεπεριστρεφόμουν(α)περιστρεφόμαστε, περιστρεφόμασταν
περιέστρεφεςπεριστρέφατεπεριστρεφόσουν(α)περιστρεφόσαστε, περιστρεφόσασταν
περιέστρεφεπεριέστρεφαν, περιστρέφαν(ε)περιστρεφόταν(ε)περιστρέφονταν, περιστρεφόντανε, περιστρεφόντουσαν
Aoristπεριέστρεψαπεριστρέψαμεπεριστράφηκαπεριστραφήκαμε
περιέστρεψεςπεριστρέψατεπεριστράφηκεςπεριστραφήκατε
περιέστρεψεπεριέστρεψαν, περιστρέψαν(ε)περιστράφηκεπεριστράφηκαν, περιστραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω περιστρέψει
έχω περιστραμμένο
έχουμε περιστρέψει
έχουμε περιστραμμένο
έχω περιστραφεί
είμαι περιστραμμένος, -η
έχουμε περιστραφεί
είμαστε περιστραμμένοι, -ες
έχεις περιστρέψει
έχεις περιστραμμένο
έχετε περιστρέψει
έχετε περιστραμμένο
έχεις περιστραφεί
είσαι περιστραμμένος, -η
έχετε περιστραφεί
είστε περιστραμμένοι, -ες
έχει περιστρέψει
έχει περιστραμμένο
έχουν περιστρέψει
έχουν περιστραμμένο
έχει περιστραφεί
είναι περιστραμμένος, -η, -ο
έχουν περιστραφεί
είναι περιστραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα περιστρέψει
είχα περιστραμμένο
είχαμε περιστρέψει
είχαμε περιστραμμένο
είχα περιστραφεί
ήμουν περιστραμμένος, -η
είχαμε περιστραφεί
ήμαστε περιστραμμένοι, -ες
είχες περιστρέψει
είχες περιστραμμένο
είχατε περιστρέψει
είχατε περιστραμμένο
είχες περιστραφεί
ήσουν περιστραμμένος, -η
είχατε περιστραφεί
ήσαστε περιστραμμένοι, -ες
είχε περιστρέψει
είχε περιστραμμένο
είχαν περιστρέψει
είχαν περιστραμμένο
είχε περιστραφεί
ήταν περιστραμμένος, -η, -ο
είχαν περιστραφεί
ήταν περιστραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιστρέφωθα περιστρέφουμε, θα περιστρέφομεθα περιστρέφομαιθα περιστρεφόμαστε
θα περιστρέφειςθα περιστρέφετεθα περιστρέφεσαιθα περιστρέφεστε, θα περιστρεφόσαστε
θα περιστρέφειθα περιστρέφουν(ε)θα περιστρέφεταιθα περιστρέφονται
Fut
ur
θα περιστρέψωθα περιστρέψουμε, θα περιστρέψομεθα περιστραφώθα περιστραφούμε
θα περιστρέψειςθα περιστρέψετεθα περιστραφείςθα περιστραφείτε
θα περιστρέψειθα περιστρέψουν(ε)θα περιστραφείθα περιστραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιστρέψει
θα έχω περιστραμμένο
θα έχουμε περιστρέψει
θα έχουμε περιστραμμένο
θα έχω περιστραφεί
θα είμαι περιστραμμένος, -η
θα έχουμε περιστραφεί
θα είμαστε περιστραμμένοι, -ες
θα έχεις περιστρέψει
θα έχεις περιστραμμένο
θα έχετε περιστρέψει
θα έχετε περιστραμμένο
θα έχεις περιστραφεί
θα είσαι περιστραμμένος, -η
θα έχετε περιστραφεί
θα είστε περιστραμμένοι, -ες
θα έχει περιστρέψει
θα έχει περιστραμμένο
θα έχουν περιστρέψει
θα έχουν περιστραμμένο
θα έχει περιστραφεί
θα είναι περιστραμμένος, -η, -ο
θα έχουν περιστραφεί
θα είναι περιστραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιστρέφωνα περιστρέφουμε, να περιστρέφομενα περιστρέφομαινα περιστρεφόμαστε
να περιστρέφειςνα περιστρέφετενα περιστρέφεσαινα περιστρέφεστε, να περιστρεφόσαστε
να περιστρέφεινα περιστρέφουν(ε)να περιστρέφεταινα περιστρέφονται
Aoristνα περιστρέψωνα περιστρέψουμε, να περιστρέψομενα περιστραφώνα περιστραφούμε
να περιστρέψειςνα περιστρέψετενα περιστραφείςνα περιστραφείτε
να περιστρέψεινα περιστρέψουν(ε)να περιστραφείνα περιστρεφούν(ε)
Perfνα έχω περιστρέψει
να έχω περιστραμμένο
να έχουμε περιστρέψει
να έχουμε περιστραμμένο
να έχω περιστραφεί
να είμαι περιστραμμένος, -η
να έχουμε περιστραφεί
να είμαστε περιστραμμένοι, -ες
να έχεις περιστρέψει
να έχεις περιστραμμένο
να έχετε περιστρέψει
να έχετε περιστραμμένο
να έχεις περιστραφεί
να είσαι περιστραμμένος, -η
να έχετε περιστραφεί
να είστε περιστραμμένοι, -ες
να έχει περιστρέψει
να έχει περιστραμμένο
να έχουν περιστρέψει
να έχουν περιστραμμένο
να έχει περιστραφεί
να είναι περιστραμμένος, -η, -ο
να έχουν περιστραφεί
να είναι περιστραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπεριέστρεφεπεριστρέφετεπεριστρέφεστε
Aoristπεριέστρεψεπεριστρέψτε, περιστράφεπεριστρέψουπεριστραφείτε
Part
izip
Presπεριστρέφονταςπεριστρεφόμενος
Perfέχοντας περιστρέψει, έχοντας περιστραμμένοπεριστραμμένος, -η, -οπεριστραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεριστρέψειπεριστραφεί





Griechische Definition zu περιστρέφω

περιστρέφω [peristréfo] -ομαι Ρ αόρ. περιέστρεψα, απαρέμφ. περιστρέψει, παθ. αόρ. περιστράφηκα, απαρέμφ. περιστραφεί : 1. κινώ κτ. κυκλικά και γύρω από τον εαυτό του, τον άξονά του: Ο κινητήρας περιστρέφει τον τροχό. Περιστρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω γύρω γύρω, προς διάφορες κατευθύνσεις. || H Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της. Περιστρεφόμενη σκηνή (θεάτρου). Περιστρεφόμενη θύρα. Περιστρεφόμενη πολυθρόνα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback