στιγμή (λόγιο) altgriechisch στιγμή
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επειδή όμως αυτή τη στιγμή δεν είναι εφικτή η ποσοτικοποίηση των εσόδων από αυτές τις πωλήσεις, αυτές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως ιδία συμμετοχή. | Da es im Moment jedoch nicht möglich ist, die Erträge aus diesen Verkäufen genau zu beziffern, können sie nicht als Eigenbeitrag berücksichtigt werden. Übersetzung bestätigt |
είναι υπεύθυνος/η για τη λειτουργία και την ασφάλεια του αεροπλάνου από τη στιγμή που το αεροπλάνο είναι έτοιμο να ξεκινήσει με σκοπό την τροχοδρόμηση πριν από την απογείωση μέχρι τη στιγμή που ακινητοποιείται στο τέλος της πτήσης και σβήνει ο ή οι κινητήρες που χρησιμοποιούνται ως κύριες προωθητικές μονάδες, | ist von dem Moment, in dem das Flugzeug bereit zum Rollen vor dem Start ist, bis zu dem Moment, in dem es am Ende des Fluges zum Stillstand kommt und das/die als Hauptantrieb benutzte(n) Triebwerk(e) abgeschaltet ist/sind, für den Betrieb und die Sicherheit des Flugzeugs verantwortlich, Übersetzung bestätigt |
Υπολογίζεται ο χρόνος ξήρανσης από τη στιγμή που η θερμοκρασία του κλιβάνου επανέρχεται στους 83 °C. | Die Trocknungszeit wird ab dem Moment gerechnet, in dem der Ofen wieder eine Temperatur von 83 °C erreicht hat. Übersetzung bestätigt |
Το επιπλέον χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει τις ενενήντα ημέρες και λήγει τη στιγμή κατά την οποία το κράτος μέλος-εισηγητής λαμβάνει τις πρόσθετες πληροφορίες. | Die zusätzliche Frist darf nicht länger als neunzig Tage sein und endet in dem Moment, in dem die zusätzlichen Informationen beim berichterstattenden Mitgliedstaat eingehen. Übersetzung bestätigt |
Το επιπλέον χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες και λήγει τη στιγμή κατά την οποία το κράτος μέλος-εισηγητής λαμβάνει τις πρόσθετες πληροφορίες. | Die zusätzliche Frist darf nicht länger als sechs Monate sein und endet in dem Moment, in dem die zusätzlichen Informationen beim berichterstattenden Mitgliedstaat eingehen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
στιγμή συνειδητοποίησης |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Zeitpunkt | die Zeitpunkte |
Genitiv | des Zeitpunktes des Zeitpunkts | der Zeitpunkte |
Dativ | dem Zeitpunkt dem Zeitpunkte | den Zeitpunkten |
Akkusativ | den Zeitpunkt | die Zeitpunkte |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Augenblick | die Augenblicke |
Genitiv | des Augenblicks des Augenblickes | der Augenblicke |
Dativ | dem Augenblick dem Augenblicke | den Augenblicken |
Akkusativ | den Augenblick | die Augenblicke |
στιγμή η [stiγmí] : Iα. ελάχιστο χρονικό διάστημα που δεν προσδιορίζεται ακριβώς· χρονική στιγμή: H λάμψη της αστραπής διαρκεί μια στιγμή. Έχασε για λίγες στιγμές τις αισθήσεις του. Mην καθυστερείς ούτε στιγμή / δε δίστασε ούτε στιγμή, καθόλου. (έκφρ.) μια στιγμή!, για μια ξαφνική ιδέα ή απόφα ση: Mια στιγμή!, κάτι σκέφτηκα. || ένα σχετικά πολύ σύντομο χρονικό διάστη μα: Έλειψα από το σπίτι μόνο μια στιγμή. Mείνε μια στιγμή, να σου πω κάτι. Έχω πολλή δουλειά, δε μου μένει ούτε (μια) στιγμή ελεύθερη. Περάσαμε στιγμές αγωνίας. || περίοδος πολύ σύντομη, σε σχέση με το ευρύτερο χρονικό διάστημα στο οποίο ανήκει: Οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας. Tο 1940 το έθνος έζησε ιστορικές στιγμές. Ο γάμος της ήταν δυστυχισμένος, είχε όμως και στιγμές ευτυχίας. β. για να δηλώσουμε ένα συγκεκριμένο χρονι κό σημείο: Tη στιγμή που έγινε ο σεισμός βρισκόμουνα στο σπίτι. Ήρθε την τελευταία στιγμή / τη στιγμή που έφευγα. Aπό τη στιγμή που το άκουσε, μελαγχόλησε. Kατάλαβα το χαρακτήρα του από την πρώτη στιγμή. Έφτασε η στιγμή να πάρουμε τις αποφάσεις μας. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να του μιλήσεις. Kάποια στιγμή θα καταλάβεις ότι είχα δίκιο, κάποτε. || (έκφρ.) κάθε στιγμή / κάθε ώρα και στιγμή, συνεχώς. στη στιγμή, αμέσως, πολύ γρήγορα: Ετοιμάστηκε στη στιγμή. σε μια στιγμή, ξαφνικά: Σε μια στιγμή άρχισε να κλαίει. προς στιγμή(ν), για ελάχιστο χρονι κό διάστημα, στιγμιαία: Προς στιγμή σκέφτηκα να φύγω. τη στιγμή που, αφού, εφόσον: Tη στιγμή που ξέρεις ότι δεν έχω, γιατί μου ζητάς; μέχρι στιγμής, έως τώ ρα. από στιγμή σε στιγμή, για κτ. που περιμένουμε να συμβεί πολύ σύντομα: Έρχεται από στιγμή σε στιγμή. Aπό στιγμή σε στιγμή μπορεί να πεθάνει. από τη μια στιγμή στην άλλη, για κτ. που μπορεί να συμβεί ξαφνικά: Aπό τη μια στιγμή στην άλλη έχασε όλη την περιουσία του. είναι στιγμές που , για κτ. που συμβαίνει σε αραιά χρονικά διαστήματα και που διαρκεί ελάχιστα: Είναι στιγμές που μετανιώνω για ό,τι έκανα. έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές, άλλοτε είναι καλός ή ευδιάθετος και άλλοτε το αντίθετο. της στιγμής, για κτ. που δεν έχει μεγάλη διάρκεια ή για το οποίο δε διαθέτουμε πολύ χρόνο: Ήταν ένα ξέσπασμα της στιγμής. Aποφάσεις της στιγμής. II1α. (γραμμ.) παλαιότερος όρος για την τελεία: Tελεία στιγμή, τελεία. Άνω στιγμή, επάνω τελεία. Διπλή στιγμή, δύο τελείες. β. (μουσ.) σημάδι που δηλώνει αύξηση του φθόγγου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.