Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



επιτέλεση

επιτέλεση altgriechisch ἐπιτέλεσις ἐπιτελέω / ἐπιτελῶ ἐπί + τελέω / τελῶ


επιτέλους

επιτέλους συμφυρμός των φράσεων von altgriechisch ἐπί τέλος + διά τέλους, (Lehnübersetzung) französisch enfin


επιτελώ

επιτελώ altgriechisch ἐπιτελέω, -ῶ ἐπί + τελῶ τελος(=σκοπός)


επίτευγμα

επίτευγμα mittelgriechisch ἐπίτευγμα altgriechisch ἐπιτυγχάνω


επιτήδειος

επιτήδειος altgriechisch ἐπιτήδειος ((Lehnbedeutung) französisch habile)


επιτηδειότητα

επιτηδειότητα altgriechisch ἐπιτηδειότης


επιτηδευματίας

επιτηδευματίας επιτήδευμα ( altgriechisch ἐπιτήδευμα ἐπιτηδεύω) + -ίας


επιτηδεύομαι

επιτηδεύομαι altgriechisch ἐπιτηδεύoμαι


επιτήδευση

επιτήδευση altgriechisch ἐπιτήδευσις ἐπιτηδεύω ἐπιτηδές / ἐπίτηδες


επιτήρηση

επιτήρηση altgriechisch ἐπιτήρησις ἐπιτηρῶ


επιτίθεμαι

επιτίθεμαι altgriechisch ἐπιτίθεμαι


επιτίμηση

επιτίμηση altgriechisch ἐπιτίμησις


επιτίμιο

επιτίμιο altgriechisch ἐπιτίμιον ἐπί + τιμή


επιτιμώ

επιτιμώ altgriechisch ἐπιτιμάω / ἐπιτιμῶ


επιτολή

επιτολή altgriechisch ἐπιτολή


επιτομή

επιτομή altgriechisch ἐπιτομή ἐπιτέμνω ἐπί + τέμνω


επίτομος

επίτομος Koine-Griechisch ἐπίτομος altgriechisch ἐπιτέμνω ἐπί + τέμνω


επιτραχήλιο

επιτραχήλιο Koine-Griechisch ἐπιτραχήλιον, Maskulinum von ἐπιτραχήλιος ἐπί + altgriechisch τράχηλος


επιτρέπω

επιτρέπω altgriechisch ἐπιτρέπω


επιτρέχω

επιτρέχω altgriechisch ἐπιτρέχω


επιτροπεία

επιτροπεία altgriechisch ἐπιτροπεία


επιτροπικός

επιτροπικός altgriechisch ἐπιτροπικός ἐπίτροπος


επιτυγχάνω

επιτυγχάνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω ἐπί + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


επιτυχαίνω

επιτυχαίνω mittelgriechisch επιτυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


επιτυχία

επιτυχία altgriechisch ἐπιτυχία έπι+τύχη


επιφάνεια

επιφάνεια altgriechisch ἐπιφάνεια ἐπιφαίνω ἐπί + φαίνω


επιφέρω

επιφέρω altgriechisch ἐπιφέρω


επιφοίτηση

επιφοίτηση Koine-Griechisch ἐπιφοίτησις altgriechisch ἐπιφοιτάω / ἐπιφοιτῶ ἐπί + φοιτάω / φοιτῶ


επιφοιτώ

επιφοιτώ altgriechisch ἐπιφοιτῶ


επιφορτίζω

επιφορτίζω altgriechisch ἐπιφορτίζω (παραφορτώνω) ((Lehnübersetzung) französisch charger)


επιφυλακή

επιφυλακή Koine-Griechisch ἐπιφύλαξ + -ή altgriechisch ἐπιφυλάσσω ἐπί + φυλάσσω proto-griechisch *pʰuláťťō


επιχείρημα

επιχείρημα altgriechisch ἐπιχείρημα ἐπιχειρέω ἐπί + χείρ (χεῖρας ἐπιτίθημι τινί, χωρίς ενδιάμεσο πρόσωπο)


επιχειρηματίας

επιχειρηματίας altgriechisch ἐπιχείρημα, (Lehnübersetzung) französisch entrepreneur Wort verwendet ab 1821


επιχείρηση

επιχείρηση altgriechisch ἐπιχείρησις


επιχειρώ

επιχειρώ altgriechisch ἐπιχειρέω


επιχορηγώ

επιχορηγώ Koine-Griechisch ἐπιχορηγέω / ἐπιχορηγῶ ἐπί + altgriechisch χορηγέω / χορηγῶ χορός + ἄγω


επιχρίω

επιχρίω altgriechisch ἐπιχρίω ἐπί + χρίω


επιχρωμίωση

επιχρωμίωση επιχρωμιώνω + -ση χρώμιο (entlehnt aus) französisch chrome altgriechisch χρῶμα


επίχωση

επίχωση Koine-Griechisch ἐπίχωσις + -ση altgriechisch ἐπιχώννυμι / ἐπιχωννύω χώννυμι / χωννύω χόω


εποίκιση

εποίκιση Koine-Griechisch ἐποίκισις ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


εποικισμός

εποικισμός Koine-Griechisch ἐποικισμός ἐποικίζω ἐπί + altgriechisch οἰκίζω οἶκος ϝοῖκος indoeuropäisch (Wurzel) *woyḱos / *wéyḱs


εποικοδόμημα

εποικοδόμημα Koine-Griechisch ἐποικοδόμημα altgriechisch ἐποικοδομέω ((Lehnbedeutung) französisch superstructure)


εποικώ

εποικώ altgriechisch ἐποικέω / ἐποικῶ


έπομαι

έπομαι altgriechisch ἕπομαι


επομένως

επομένως altgriechisch (ἑπομένως). Από τη μετοχή ἑπόμενος.


επονομάζω

επονομάζω altgriechisch ἐπονομάζω ὀνομάζω ὄνομα


εποποιία

εποποιία altgriechisch ἐποποιία


εποπτεία

εποπτεία altgriechisch ἐποπτεία ἐποπτεύω (1.(Lehnbedeutung) französisch inspection. 2.(Lehnbedeutung) deutsch Übersicht)


επόπτευση

επόπτευση εποπτεύω + -ση altgriechisch ἐποπτεύω


εποπτεύω

εποπτεύω altgriechisch ἐποπτεύω


επόπτης

επόπτης altgriechisch ἐπόπτης ἐφοράω / ἐφορῶ ἐπί + ὁράω / ὁρῶ ((Lehnübersetzung) französisch inspecteur)


έπος

έπος altgriechisch ἔπος ϝέπος ‎ proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- ‎(μιλώ)


επουλώνω

επουλώνω altgriechisch ἐπουλόω / ἐπουλῶ


επούλωση

επούλωση altgriechisch ἐπούλωσις


επουράνιος

επουράνιος altgriechisch ἐπουράνιος


εποχή

εποχή altgriechisch ἐποχή


εποχούμαι

εποχούμαι altgriechisch ἐποχοῦμαι


έποψη

έποψη altgriechisch ἔποψις ἐπί + ὄψις


επτά

επτά altgriechisch ἑπτά


επτάκις

επτάκις altgriechisch ἑπτάκις


επωάζω

επωάζω altgriechisch ἐπῳάζω ἐπί + ᾠόν (2. (Lehnbedeutung) französisch incuber)


επώαση

επώαση altgriechisch ἐπῴασις (2.(Lehnübersetzung) französisch incubation)


επωδή

επωδή altgriechisch ἐπῳδή


επωδός

επωδός altgriechisch ἐπῳδός


επώδυνος

επώδυνος altgriechisch ἐπώδυνος ἐπί + ὀδύνη (το αρχικό ὀ- εκτείνεται όταν απαντά σε σύνθετα)


επωμίδα

επωμίδα altgriechisch ἑπωµίς


επωμίζομαι

επωμίζομαι Koine-Griechisch ἐπωμίζομαι altgriechisch ἐπι- + -ωμίζομαι ὦμος


επωνυμία

επωνυμία altgriechisch ἐπωνυμία


επώνυμο

επώνυμο (λόγιο) Koine-Griechisch ἐπώνυμον, substantiviertes Neutrum altgriechisch ἐπώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ώνυμο. siehe auch όνομα


επωφελούμαι

επωφελούμαι Koine-Griechisch ἐπωφελοῦμαι altgriechisch ἐπωφελέω / ἐπωφελῶ ((Lehnbedeutung) französisch profiter)


ερανίζομαι

ερανίζομαι altgriechisch ἐρανίζομαι


ερανιστής

ερανιστής altgriechisch ἐρανιστής ἐρανίζομαι ἔρανος


έρανος

έρανος (λόγιο) Koine-Griechisch ἔρανος (δημόσιες συνεισφορές) altgriechisch ἔρᾰνος


εραστής

εραστής altgriechisch ἐραστής ἐράω / ἐρῶ ((Lehnbedeutung) französisch amant)


εργάζομαι

εργάζομαι altgriechisch ἐργάζομαι


εργαλείο

εργαλείο altgriechisch ἐργαλεῖον


εργασία

εργασία altgriechisch ἐργασία


εργαστήρι

εργαστήρι mittelgriechisch εργαστήρι(ν) altgriechisch ἐργαστήριον


εργαστήριο

εργαστήριο altgriechisch ἐργαστήριον


εργάτης

εργάτης altgriechisch ἐργάτης


έργο

έργο altgriechisch ἔργον & (Lehnbedeutung) französisch oeuvre, ouvrage, travail[1]


εργοδοσία

εργοδοσία Koine-Griechisch ἐργοδοσία altgriechisch ἐργοδότης ἔργον + δίδωμι


εργοδότης

εργοδότης altgriechisch ἐργοδότης ἔργον + δότης ( δίδωμι)


εργολαβία

εργολαβία altgriechisch ἐργολαβία


εργολάβος

εργολάβος altgriechisch ἐργολάβος


εργολήπτης

εργολήπτης altgriechisch ἐργολήπτης


εργοστάσιο

εργοστάσιο έργο + -ο- + -στάσιο altgriechisch ἔργον + ἵστημι


εργόχειρο

εργόχειρο mittelgriechisch εργόχειρο Koine-Griechisch ἐργόχειρον altgriechisch ἔργον + χείρ


ερέα

ερέα Koine-Griechisch altgriechisch εἶρος (ἔριον, μαλλί)


έρεβος

έρεβος altgriechisch ἔρεβος indoeuropäisch (Wurzel) h₁régʷos (έρεβος, σκότος)


ερεθίζω

ερεθίζω altgriechisch ἐρεθίζω


ερέθισμα

ερέθισμα altgriechisch ἐρέθισμα


ερεθισμός

ερεθισμός altgriechisch ἐρεθισμός


ερεθιστικότητα

ερεθιστικότητα ερεθιστικός + -ότητα altgriechisch ἐρεθιστικός


ερείδομαι

ερείδομαι altgriechisch ἐρείδομαι


ερείπιο

ερείπιο altgriechisch ἐρείπιον ἐρείπω


ερειπιώνας

ερειπιώνας Koine-Griechisch ἐρειπιών altgriechisch ἐρείπιον ἐρείπω


ερεισίνωτο

ερεισίνωτο Katharevousa ἐρεισίνωτον με κατάληξη -ο της δημοτικής altgriechisch ἐρείδω (υποστηρίζω) + νῶτον (πλάτη) (νεολογισμός του 19ου αιώνα)


έρεισμα

έρεισμα altgriechisch ἔρεισμα


ερέτης

ερέτης altgriechisch ἐρέτης



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback