Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



επίθεση

επίθεση altgriechisch ἐπίθεσις


επίθετο

επίθετο altgriechisch ἐπίθετον, Maskulinum von ἐπίθετος ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι), (Katharevousa: ἐπίθετον)


επιθέτω

επιθέτω, (επί + θέτω) altgriechisch ἐπιτίθημι


επιθεωρώ

επιθεωρώ altgriechisch ἐπιθεωρέω / ἐπιθεωρῶ ((Lehnbedeutung) französisch inspecter)


επιθήλιο

επιθήλιο neulateinisch epithelium altgriechisch ἐπί + θηλή


επίθημα

επίθημα λόγιο altgriechisch ἐπίθημα ἐπί + θῆμα (τίθημι)


επιθυμητός

επιθυμητός altgriechisch ἐπιθυμητός


επιθυμώ

επιθυμώ altgriechisch ἐπιθυμέω


επικάθομαι

επικάθομαι altgriechisch ἐπικάθημαι


επικαλούμαι

επικαλούμαι altgriechisch ἐπικαλοῦμαι


επικάλυμμα

επικάλυμμα altgriechisch ἐπικάλυμμα


επικαλύπτω

επικαλύπτω altgriechisch ἐπικαλύπτω ἐπί + καλύπτω


επικάλυψη

επικάλυψη Koine-Griechisch ἐπικάλυψις altgriechisch ἐπικαλύπτω


επικάρδιο

επικάρδιο (entlehnt aus) englisch epicardium altgriechisch ἐπί + καρδία


επικαρπία

επικαρπία altgriechisch ἐπικαρπία ἐπί + καρπός


επικάρπιο

επικάρπιο Koine-Griechisch ἐπικάρπιον altgriechisch ἐπικάρπιος ἐπί + καρπός


επικαταλλαγή

επικαταλλαγή Koine-Griechisch ἐπικαταλλαγή altgriechisch ἐπικαταλλάσσω


επίκεντρο

επίκεντρο Koine-Griechisch ἐπίκεντρον, Maskulinum von ἐπίκεντρος ἐπί + altgriechisch κέντρον κεντέω / κεντῶ (2. (Lehnbedeutung) französisch épicentre· 3. (Lehnbedeutung) englisch epicenter)


επίκληση

επίκληση altgriechisch ἐπίκλησις


επικοινωνία

επικοινωνία altgriechisch ἐπικοινωνία ἐπικοινωνέω


επικοινωνώ

επικοινωνώ altgriechisch ἐπικοινωνέω / ἐπικοινωνῶ


επικουρισμός

επικουρισμός (entlehnt aus) französisch épicurisme Épicure altgriechisch Ἐπίκουρος ἐπίκουρος ἐπί + proto-indogermanisch *kr̥s


επίκρανο

επίκρανο altgriechisch ἐπίκρανον ἐπί + κράνος κάρα indoeuropäisch (Wurzel) *ḱr̥h₁-sr(-eh₂)


επικράτεια

επικράτεια altgriechisch ἐπικράτεια ((Lehnbedeutung) französisch état)


επικράτηση

επικράτηση altgriechisch ἐπικράτησις


επικρατώ

επικρατώ altgriechisch ἐπικρατέω / ἐπικρατῶ ἐπί + κρατέω / κρατῶ κράτος


επικρίνω

επικρίνω altgriechisch ἐπικρίνω ((Lehnübersetzung) französisch censurer)


επικροτώ

επικροτώ altgriechisch ἐπικροτέω, altgriechisch ἐπικροτῶ ἐπί + κροτῶ κρότος


επικρουστήρας

επικρουστήρας Koine-Griechisch ἐπικρουστήριον altgriechisch ἐπικρούω


επικρούω

επικρούω altgriechisch ἐπικρούω


επικυρώνω

επικυρώνω altgriechisch ἐπικυρόω/ἐπικυρῶ ἐπι- + κυρῶ κῦρος


επικύρωση

επικύρωση altgriechisch ἐπικύρωσις


επιλέγω

επιλέγω (λόγιο) altgriechisch ἐπιλέγω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + λέγω


επιλήσμονας

επιλήσμονας altgriechisch ἐπιλήσμων


επιλήσμων

επιλήσμων altgriechisch ἐπιλήσμων


επιληψία

επιληψία altgriechisch ἐπιληψία ἐπιλαμβάνω


επίλογος

επίλογος altgriechisch ἐπίλογος


επιμέλεια

επιμέλεια altgriechisch ἐπιμέλεια ἐπιμελής ἐπί + μέλω


επιμελούμαι

επιμελούμαι altgriechisch ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι ἐπιμελής


επιμένω

επιμένω altgriechisch ἐπιμένω ἐπί + μένω


επιμερίζω

επιμερίζω Koine-Griechisch ἐπιμερίζω ἐπί + altgriechisch μερίζω μέρος


επιμετρώ

επιμετρώ altgriechisch ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ


επιμηθέας

επιμηθέας (altgriechisch ) Ἐπιμηθεύς επι + μανθανω-μαθαινω


επιμονή

επιμονή altgriechisch ἐπιμονή ἐπιμένω ἐπί + μένω


επίμονος

επίμονος Koine-Griechisch ἐπίμονος altgriechisch ἐπιμένω ἐπί + μένω


επίνειο

επίνειο altgriechisch ἐπίνειον ἐπί + ναῦς


επινεύω

επινεύω altgriechisch ἐπινεύω ἐπί + νεύω


επινικέλωση

επινικέλωση επινικελώνω + -ση επι- + νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)


επινόημα

επινόημα altgriechisch ἐπινόημα


επινόηση

επινόηση Koine-Griechisch ἐπινόησις altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ


επινοώ

επινοώ altgriechisch ἐπινοέω / ἐπινοῶ ἐπί + νοέω νόος / νοῦς


επίπαση

επίπαση επιπάσσω + -ση altgriechisch ἐπιπάσσω ἐπί + πάσσω


επίπεδος

επίπεδος altgriechisch ἐπίπεδος ἐπί + πέδον proto-indogermanisch *pedóm *pṓds (πόδι, πούς) *ped-


επιπεφυκώς

επιπεφυκώς altgriechisch ἐπιπεφυκώς, μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (με μέση-παθητική σημασία) του ρήματος ἐπιφύω,-ομαι


επίπλαστος

επίπλαστος Koine-Griechisch ἐπίπλαστος ἐπί + altgriechisch πλαστός πλάθω


επιπλέον

επιπλέον altgriechisch ἐπιπλέον → siehe: ἐπί και πλέον


επιπλέω

επιπλέω altgriechisch ἐπιπλέω


επίπληξη

επίπληξη altgriechisch ἐπίπληξις ( επί + πλήττω )


επιπλήττω

επιπλήττω altgriechisch ἐπιπλήττω / ἐπιπλήσσω ἐπί + πλήττω / πλήσσω indoeuropäisch (Wurzel) *pleh₂k-


έπιπλο

έπιπλο altgriechisch πληθυντικός ἔπιπλα


επιπλοκή

επιπλοκή Koine-Griechisch ἐπιπλοκή altgriechisch ἐπιπλέκω ἐπί + πλέκω ((Lehnübersetzung) französisch complication)


επίπτωση

επίπτωση Koine-Griechisch ἐπίπτωσις altgriechisch ἐπιπίπτω ἐπί + πίπτω ((Lehnbedeutung) französisch incidence)


επιρρεπής

επιρρεπής Koine-Griechisch ἐπιρρεπής altgriechisch ἐπιρρέπω ἐπι- + ῤέπω


επιρρίπτω

επιρρίπτω altgriechisch ἐπιρρίπτω ἐπί + ῥίπτω


επιρροή

επιρροή (λόγιο) altgriechisch ἐπιρροή "εισροή υγρού" ( ἐπὶ + ῥέω) - Lehnbedeutung από τη französisch influence[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + ροή


επισημαίνω

επισημαίνω altgriechisch ἐπισημαίνω


επισήμανση

επισήμανση altgriechisch ἐπισήμανσις


επίσημος

επίσημος altgriechisch ἐπίσημος ἐπί + σῆμα proto-indogermanisch *dʰyeh₂- (σημειώνω)


επίσης

επίσης altgriechisch ἐπ' ἴσης


επισκέπτης

επισκέπτης altgriechisch ἐπισκέπτης ((Lehnbedeutung) französisch visiteur)


επισκέπτομαι

επισκέπτομαι (λόγιο) altgriechisch ἐπισκέπτομαι ἐπι- + σκέπτομαι


επισκευάζω

επισκευάζω altgriechisch ἐπισκευάζω ἐπί + σκευάζω σκευή


επισκευαστής

επισκευαστής altgriechisch ἐπισκευαστής


επισκευή

επισκευή altgriechisch ἐπισκευή


επίσκεψη

επίσκεψη altgriechisch ἐπίσκεψις


επισκιάζω

επισκιάζω altgriechisch ἐπισκιάζω ((Lehnbedeutung) englisch overshadow)


επισκόπηση

επισκόπηση altgriechisch ἐπισκόπησις ἐπισκοπέω / ἐπισκοπῶ σκοπέω / σκοπῶ indoeuropäisch (Wurzel) *speḱ-


επισπεύδω

επισπεύδω altgriechisch ἐπισπεύδω


επίσπευση

επίσπευση mittelgriechisch ἐπίσπευσις altgriechisch ἐπισπεύδω ἐπί + σπεύδω


επιστατώ

επιστατώ altgriechisch ἐπιστατέω / ἐπιστατῶ ἐπιστάτης


επιστεγάζω

επιστεγάζω altgriechisch ἐπιστεγάζω ἐπί + στεγάζω


επιστήμη

επιστήμη (λόγιο) altgriechisch ἐπιστήμη ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά) και (entlehnt aus) (Lehnbedeutung) französisch science, sciences lateinisch scientia (Lehnübersetzung) altgriechisch ἐπιστήμη[1]


επιστημολογία

επιστημολογία Lehnübersetzung von deutsch Wissenschaftslehre,[1] ή englisch epistemology[2] που όμως αποδίδεται ως γνωσιολογία altgriechisch ἐπιστήμ(η) + -ο- + -λογία


επιστήμονας

επιστήμονας altgriechisch ἐπιστήμων ἐπιστήμ(η) + -ων (-ονας)


επιστημονικός

επιστημονικός altgriechisch ἐπιστημονικός


επιστητό

επιστητό altgriechisch ἐπιστητόν, Maskulinum von ρηματικού επιθέτου ἐπιστητός ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά)


επιστολογραφία

επιστολογραφία (entlehnt aus) französisch épistolographie altgriechisch ἐπιστολή + γράφω


επίστομα

επίστομα mittelgriechisch επίστομα altgriechisch ἐπί στόμα


επιστράτευση

επιστράτευση επί + στράτευση, altgriechisch ἐπιστράτευσις,


επιστρατεύω

επιστρατεύω altgriechisch ἐπιστρατεύω


επιστρέφω

επιστρέφω altgriechisch ἐπιστρέφω


επιστροφή

επιστροφή altgriechisch ἐπιστροφή ἐπιστρέφω ἐπί + στρέφω


επίσωτρο

επίσωτρο altgriechisch ἐπίσωτρον


επιταγή

επιταγή Koine-Griechisch ἐπιταγή altgriechisch ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω (2.(Lehnbedeutung) französisch mandat)


επίταξη

επίταξη Koine-Griechisch ἐπίταξις altgriechisch ἐπίταξις ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω ((Lehnbedeutung) γαλλικά requisition)


επίταση

επίταση altgriechisch ἐπίτασις


επιτάσσω

επιτάσσω altgriechisch ἐπιτάσσω ἐπί + τάσσω


επιτάφιος

επιτάφιος altgriechisch ἐπιτάφιος


επιταχύνω

επιταχύνω altgriechisch ἐπιταχύνω ἐπί + ταχύνω


επιτείνω

επιτείνω altgriechisch ἐπιτείνω ἐπί + τείνω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback