επιλέγω Verb  [epilego, epilero, epilegw]

  Verb
(8)
  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu επιλέγω

επιλέγω (λόγιο) altgriechisch ἐπιλέγω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + λέγω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
διαλέγω
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu επιλέγω

επιλέγω [epiléγo] -ομαι Ρ αόρ. επέλεξα, απαρέμφ. επιλέξει, παθ. αόρ. επιλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επελέγη, επελέγησαν, απαρέμφ. επιλεγεί και επιλεχτεί, μππ. επιλεγμένος : διαλέγω. α. ξεχωρίζω από ένα σύνολο προσώπων, πραγμάτων κτλ. αυτό που θεωρώ καλύτερο ή προτιμότερο: Ο προπονητής θα επιλέξει τους παίκτες της εθνικής ομάδας. Ο καθηγητής επιλέγει ορισμένα βιβλία και τα συνιστά στους μαθητές του. β. αποφασίζω ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες λύσεις, δυνατότητες κτλ., προτιμώ κάποια από αυτές: Επιτροπή εμπειρογνωμόνων θα επιλέξει τον τύπο των αεροπλάνων, τα οποία θα προμηθευτεί η πολεμική μας αεροπορία.

[λόγ. < αρχ. ἐπιλέγω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback